Ο Σωτήρης Τσιόδρας στη Λάρισα. Ο Ηλίας Μόσιαλος στους διεθνείς οργανισμούς. Και επικεφαλής της ψηφιακής διακυβέρνησης ένας απόφοιτος του MIT και του Harvard Kennedy School. Δεν είναι οι μόνοι «ειδικοί» στη μάχη της πανδημίας τους οποίους επικαλούνται συχνά ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Υγείας. Ούτε εξαντλείται σε αυτούς το αθόρυβο κράτος – που κάνει τη δουλειά του. Είναι, πάντως, οι άνθρωποι που έφεραν ανάποδα τα ταμπού πάνω στα οποία χτίστηκαν καριέρες και εξαργυρώθηκαν πελατείες. Παλιότερα – εντάξει, όχι και τόσο παλιά – οι πολιτικοί συμμετείχαν στην πλατεία και έστηναν απέναντι τους «τεχνοκράτες».
Στη σημερινή έκτακτη συνθήκη, μπαίνουν στο ίδιο κάδρο με τους ειδήμονες. Από τη μια, τα πρωθυπουργικά διαγγέλματα, όπου γίνεται λόγος για «την ευθύνη των κρίσιμων τομέων στους πιο άξιους». Από την άλλη, ο ψύχραιμος, αλλά όχι ψυχρός, λόγος ενός καθηγητή που καλείται κάθε απόγευμα να μετρήσει νεκρούς μπροστά στους συμπολίτες του.
Στην αρχή της πανδημικής κρίσης προσβλέπαμε στη μιαρή και ταυτόχρονα ιερή πολιτεία, όπως κάθε φορά που το ανοίκειο διαταράσσει τον γνώριμο ρυθμό του κόσμου μας. Μεσούσης της κρίσης η πολιτεία απέκτησε πρόσωπα: ειδήμονες από την ελίτ της γνώσης. Κατά μία έννοια, παρακολουθούμε την επιστροφή τους.
Στο πρόσωπο του Σ. Τσιόδρα συμπυκνώνεται μια πινακοθήκη ειδικών τους οποίους κατά το παρελθόν – και όχι μόνο – πολλοί λοιδόρησαν σαν «χαρτογιακάδες», «γκρίζα ανθρωπάκια», «υπηρέτες της εξουσίας», «μοχλούς του συστήματος». Στη λεπτή αόρατη γραμμή οι εκσυγχρονιστές του Σημίτη ενώνονταν με τους φιλελεύθερους του Μητσοτάκη. Ο στόχος ήταν οι ελίτ απ’ όπου κι αν προέρχονταν. Τα ονόματά τους τσουβαλιάζονταν με το «σύστημα» και όσα εκπροσωπούσε.
Δεν χρειάζεται να στρέψουμε τη χρονοκάψουλα στο βάθος της δεκαετίας. Ούτε να εξαντλήσουμε τα παραδείγματα από το μονότονο σάουντρακ που προηγήθηκε. «Θέλουμε ο πολιτισμός να αφορά τον ψυκτικό από το Περιστέρι, την κομμώτρια από την Αγία Βαρβάρα, τον τεχνικό από το Κερατσίνι, θέλουμε ο πολιτισμός να είναι για τους πολλούς και όχι προνόμιο της ελίτ».
Αλλά γιατί ο πολιτισμός δεν αφορούσε τον ψυκτικό πριν από τον προεκλογικό Μάιο, οπότε ο Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε να θέσει τις διαχωριστικές γραμμές; Γιατί ο τότε πρωθυπουργός παραστράτησε στον λανθάνοντα ελιτισμό της πεφωτισμένης Αριστεράς που έχει τάμα να διαφωτίζει τα πλήθη; Η απάντηση βρισκόταν πάντοτε στην ακροτελεύτια λέξη της πρότασης. Ελίτ: τοτέμ και ταμπού για τη Διεθνή της Αγανάκτησης.
Η χίμαιρα του λαού
Το φαινόμενο δεν ήταν προφανώς αποκλειστικά ελληνικό. Απέναντι σε έναν ενιαίο, άμωμο και δικαιωμένο ανά τους αιώνες λαό στηνόταν η ελίτ των άλλων (η κατηγορία ήταν τόσο ανοιχτή ώστε να χωράει το απόθεμα του εκάστοτε πολακισμού). Τη φωνή του πλήθους μπορούσαν στο εξής να εκφράσουν μόνο οι λαϊκιστές. Το μέσο θα ήταν η μνησικακία για το «παλιό καθεστώς» και τα συστημικά ΜΜΕ, η νέα εξουσία των social media, το κρατικό λεφτόδεντρο, η επιδοματική οικονομία.
Κατά την ανάλυση του Γιαν Βέρνερ Μίλερ («Τι είναι ο λαϊκισμός;», εκδ. Πόλις, 2017, μτφ. Δημήτρης Αντωνίου): «Οι λαϊκιστές ζούνε σε έναν φανταστικό πολιτικό κόσμο: πλάθουν στη φαντασία τους μια αντιπαράθεση μεταξύ ορισμένων διεφθαρμένων ελίτ και ενός ηθικά αμόλυντου, ομοιογενούς λαού ο οποίος δεν σφάλλει ποτέ». Η κριτική στις ελίτ, μάλιστα, είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη. «Οι λαϊκιστές είναι πάντα και εναντίον του πλουραλισμού: ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι, και μόνο οι ίδιοι, εκπροσωπούν τον λαό».
Fast forward
Τα ανοιχτά χέρια του Σ. Τσιόδρα στον καταυλισμό των Ρομά. Οι ψηφιακές υπηρεσίες του Κ. Πιερρακάκη που φέρνουν το κράτος μέσα στο σπίτι. Το Εθνικό Σχέδιο Μεταμοσχεύσεων που εκπονεί ο Ηλίας Μόσιαλος μαζί με τον καθηγητή στο Imperial College του Λονδίνου Βασίλη Παπαλόη. Μπορεί και άλλοι τελικά να εργάζονται υπέρ του λαού, χωρίς να διαφημίζουν τις υπηρεσίες τους. Μπορεί η εκπροσώπηση αυτής της – ανύπαρκτης τελικά – οντότητας να μη χρειάζεται κράχτες και ντουντούκες. Να μιλάει στη γλώσσα της φορώντας τη στολή της ειδικότητας. Να μιλάει λαϊκά, αλλά όχι λαϊκίστικα. Υπάρχει μια αγεφύρωτη διαφορά ανάμεσα σε έναν εκπρόσωπο του κράτους που «κατεβαίνει στον κόσμο» για να αποτρέψει τη διάδοση των κρουσμάτων και σε οποιονδήποτε κήρυκα της επίπλαστης λαϊκοφροσύνης. Είναι άλλο να πηγαίνεις στη Λάρισα ως αυθεντία. Και άλλο να επικαλείσαι το Αιγάλεω ως μέλος της κομματικής νομενκλατούρας.
Η φωνή των ειδικών που επιστρέφει επιβεβαιώνει ότι οι ετικέτες ήταν μια χίμαιρα. Ο ένας και αδιαίρετος λαός δεν υπήρξε ποτέ. Ούτε περιμένει κανείς να τον εκπροσωπήσουν αυτόκλητοι χαρισματικοί με εναίο και αδιαίρετο τρόπο. Οπως το είχε θέσει ο Γιούργκεν Χάμπερμας στο «Πραγματικό και το ισχύον» (εκδ. Λιβάνη, 1996), «ο “λαός” δεν συνιστά ένα υποκείμενο με ενιαία βούληση και συνείδηση. Μπορεί να υπάρχει μόνο στον πληθυντικό αριθμό».