«Μετά την κρίση, η κάθε εξουσία οφείλει να εγκαταλείπει το απυρόβλητο της ανάγκης, δυναμώνοντας τη λογοδοσία. Γιατί καμία έκτακτη συνθήκη δεν μπορεί να αμφισβητεί τη δημοκρατική ευαισθησία». Αυτή η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο διάγγελμα της Μεγάλης Δευτέρας ερμηνεύτηκε ως σήμα για εκλογές ακόμα και το ερχόμενο φθινόπωρο. Και θα ήταν, όντως, μια λογική σκέψη: αφενός γιατί τα ποσοστά δημοφιλίας του ίδιου του Πρωθυπουργού είναι πιο υψηλά από ποτέ και αφετέρου γιατί, γνωρίζοντας πως θα έχει να διαχειριστεί μια νέα λιτότητα, θα θελήσει να πάρει νέα εντολή από τους πολίτες.
Είναι φυσικό στον ΣΥΡΙΖΑ να απεύχονται ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η πανδημία του κορωνοϊού βρήκε το κόμμα σε μια μεταβατική φάση, τόσο οργανωτική όσο και πολιτική. Και αυτό φαίνεται από τις αντιπολιτευτικές αντιδράσεις κατά τη διάρκεια της καραντίνας, που προσπαθούν να φαίνονται μετριοπαθείς, την ώρα που μια σειρά από στελέχη συνεχίζουν τη συριζαϊκή αντιπολιτευτική τακτική, γνωστή ήδη από το 2010. Τα πολλά πρόσωπα έχουν γίνει στόχος κριτικής – αυτή την εικόνα προσπάθησε να περιμαζέψει με τις δημόσιες εμφανίσεις του ο Αλέξης Τσίπρας. Η διαδικασία της διεύρυνσης, όπως ήταν φυσιολογικό, έχει παγώσει, ενώ κεντρικό ρόλο στη χάραξη του σχεδίου «Μένουμε όρθιοι» δεν είχαν οι νεοφερμένοι «πράσινοι» σύντροφοι, αλλά τα στελέχη που βρέθηκαν στην πρώτη κυβερνητική γραμμή την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, όπως η Εφη Αχτσιόγλου και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Το βάρος τώρα ρίχνεται, με κάθε τρόπο, στη δημιουργία ενός αντίθετου πόλου, ο οποίος είναι ιδεολογικά διαφορετικός από τη ΝΔ, άρα, κατά τους ίδιους, πιο ικανά εξοπλισμένος να αντιμετωπίσει τη νέα οικονομική φάση στην οποία μπαίνει η χώρα. Από την αρχή της καραντίνας, βέβαια, φωνές από τον ΣΥΡΙΖΑ ασκούσαν κριτική ακόμα και στο ύφος του Σωτήρη Τσιόδρα, ενώ πολλές φορές η αξιωματική αντιπολίτευση φάνηκε πως προτιμά να μένει μακριά από το προσκήνιο – ακόμα κι αν σηκώνει τους τόνους για την καμπάνια επικοινωνίας του «Μένουμε σπίτι». Αν οι κάλπες έρθουν νωρίς, όλα δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα βασιστεί στο σχέδιο που παρουσίασε, με σκοπό να προβάλει τη δική του διαχειριστική καταλληλότητα απέναντι σε αυτήν της ΝΔ. Ποντάροντας στο δίπολο ανάμεσα στους δύο και στη δημιουργία ενός (κεντρο)αριστερού προοδευτικού μετώπου. Αυτό, ωστόσο, εκτός του ότι έχει μείνει μισό εντός αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν δείχνει να δουλεύει ούτε σε σχέση με το Κίνημα Αλλαγής.
Ξορκίζουν τις κάλπες
«Αδιανόητητη και τυχοδιωκτική» είναι, για τον κεντροαριστερό φορέα, μια πιθανή προσφυγή σε πρόωρες κάλπες. Ακόμα και από άποψη στρατηγικής, λένε κεντροαριστερά στελέχη, τα προβλήματα είναι πολλά. Με κύριο το ζήτημα της διπλής κάλπης που έχει εξαγγείλει ο Μητσοτάκης, αν στις εκλογές της απλής αναλογικής δεν υπάρξει αυτοδυναμία. «Πώς θα πάει σε δεύτερες εκλογές με την οικονομία σε παύση για έναν μήνα;» αναρωτιούνται – αυτός ο σχεδιασμός δεν συνάδει με περιόδους κρίσης, ενώ κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν το φθινόπωρο δεν θα υπάρξει ένα δεύτερο κύμα πανδημίας. Τονίζουν, δε, πως «αν θέλει να είναι υπεύθυνη» μια κυβέρνηση, μπορεί να φέρει ένα νέο πρόγραμμα στη Βουλή, να το συζητήσει με τους παραγωγικούς φορείς και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης.
Για τη Χαριλάου Τρικούπη, όλα θα κριθούν σε δύο άξονες: στο τι έκανε ο καθένας κατά τη διάρκεια της πανδημίας και στο πώς φέρθηκε μετά. Από αυτή την άποψη, φιλοδοξούν οι στοχευμένες πρωτοβουλίες που ενίοτε υιοθετούνται από την κυβέρνηση, μαζί με την πίεση και την κριτική στα σημεία διαφωνίας, να διαμορφώσουν ένα προφίλ υπεύθυνης αντιπολίτευσης τον καιρό της κρίσης – και τους διαφοροποιεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντας τις μεταξύ τους διαφορές. Παράλληλα, επεξεργάζονται ένα πρόγραμμα ανόρθωσης της οικονομίας που θα παρουσιαστεί όταν το μέγεθος της οικονομικής ζημιάς εκτιμηθεί πλήρως, πάνω στο οποίο θα επιδιώξουν «εθνική συνεννόηση». Είναι και λίγο τυχεροί. Μπορεί τα ζητήματα ταυτότητας που θα έλυνε η Συνδιάσκεψη να μην ξεδιάλυναν, όμως δεν έχουν αντίκτυπο: η τελευταία τηλεσύσκεψη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας έδειξε πως τα εσωτερικά ζητήματα έχουν μπει στην άκρη, μια και οι χειρισμοί του τελευταίου μήνα έτυχαν ευρείας αποδοχής ακόμα και από εκείνους τους βουλευτές που ασκούν συχνά-πυκνά κριτική στην ηγεσία.