Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε στιγμές μιας μεγάλης μετάβασης. Η πανδημία του νέου κορoναϊού δεν πρόκειται να είναι απλώς ένα κακό διάλειμμα που θα ακολουθηθεί από μια «επιστροφή στην κανονικότητα». Και αυτό όχι μόνο γιατί όλα δείχνουν ότι η μάχη με την πανδημία θα είναι παρατεταμένη και θα περιλαμβάνει και άλλους κύκλους έκτακτων μέτρων, ακόμη και εάν προς το παρόν υπάρξει κάποια χαλάρωση των περιορισμών. Το κυριότερο είναι ότι η πανδημία γίνεται καταλύτης για μια κρίση που δεν είναι απλώς οικονομική, αλλά συνάμα πολιτική, ιδεολογική και πολιτισμική.
Από την υγειονομική έκτακτη ανάγκη στην ολόπλευρη κρίση
Η οικονομική διάσταση της κρίσης επισημοποιήθηκε με την πρόβλεψη του ΔΝΤ για τη μεγαλύτερη παγκόσμια ύφεση από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αποτυπώνεται σε διάφορα στιγμιότυπα, από την πρωτοφανή εκτίναξη της ανεργίας στις ΗΠΑ μέχρι την καταβαράθρωση των τιμών του πετρελαίου σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Τα μέτρα περιορισμού δραστηριοτήτων και μετακινήσεων εξελίσσονται σε μια χωρίς προηγούμενο διακοπή μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας με αλυσιδωτές επιδράσεις στο σύνολο της οικονομίας, διαμορφώνοντας μια συνολικότερη κρίση ενός ολόκληρου μοντέλου κοινωνικής αναπαραγωγής. Το γεγονός ότι οι «δυνάμεις της αγοράς» απέτυχαν να έχουν μια έτοιμη λύση να προσφέρουν απέναντι στην υγειονομική κρίση, ήρθε να αναδείξει και μια βαθύτερη κρίση του ίδιου του νεοφιλελευθερισμού ως κοινωνικού «παραδείγματος».
Την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης, καθώς κατηγορούνται από μεγάλα τμήματα των κοινωνιών ότι υποτίμησαν το μέγεθος της απειλής, άφησαν υποστελεχωμένα και χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό τα συστήματα υγείας και άργησαν να λάβουν μέτρα περιορισμού της διασποράς, με αποτέλεσμα σημαντικό αριθμό θυμάτων.
Αυτό διαμορφώνει όρους μιας βαθύτερης πολιτικής κρίσης, όσο και εάν προς το παρόν οι περισσότερες κυβερνήσεις προσπαθούν να αποσπάσουν συναίνεση μέσα από τη διαρκή επίκληση της ανάγκης «εθνικής ενότητας» απέναντι στην υγειονομική κρίση, μια «εθνική ενότητα» που συχνά προσκρούει πάνω στην οδυνηρή διαπίστωση των μεγάλων ανισοτήτων που σημαίνουν ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίσοι απέναντι στην πανδημία.
Την ίδια στιγμή, βαθιά κρίση περνούν και τα μοντέλα «διεθνούς συνεργασίας», από την αμερικανική απόφαση για αναστολή της οικονομικής ενίσχυσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας μέχρι την παταγώδη αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να λειτουργήσει ως χώρος στοιχειώδους αλληλεγγύης.
Από κοντά και η διάχυτη αίσθηση μιας νέας και πολύ μεγαλύτερης ευαλωτότητας που έρχεται να υπονομεύσει τις όποιες ψευδαισθήσεις ασφάλειας προσπάθησαν να δώσουν τα περισσότερα αναπτυγμένα κράτη τα προηγούμενα χρόνια. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τη βίαιη αλλαγή συνηθειών και πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτικών, που φέρνουν τα μέτρα φυσικής αποστασιοποίησης και την αίσθηση ότι τίθεται εν αμφιβόλω ένας ολόκληρος τρόπος ζωής, μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί όλα αυτά οδηγούν στην αίσθηση μιας ευρύτερης πολιτισμικής κρίσης.
Η πανδημία ως καταλύτης
Η πανδημία η ίδια δεν ευθύνεται άμεσα για όλες τις πλευρές της κρίσης που περιγράψαμε. Αυτή είναι αποτέλεσμα του τρόπου που διαμορφώθηκε ο σύγχρονος κόσμος τις τελευταίες δεκαετίες. Η αρχική υπόσχεση ότι ένας παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, χωρίς αντίπαλο από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, θα οδηγούσε στην αύξηση της ευημερίας και την υποχώρηση των κοινωνικών και διακρατικών συγκρούσεων ουδέποτε εκπληρώθηκε και η κρίση του 2008 σε κανένα βαθμό δεν οδήγησε σε εκείνες τις αναπροσαρμογές που θα αντιμετώπιζαν τις οξυμμένες αντιφάσεις. Αντ’ αυτού επελέγη μια «φυγή προς τα εμπρός» που σήμερα προσκρούει πάνω στην πραγματικότητα της πανδημίας και της νέας μεγάλης ύφεσης (όπως και πάνω στην ενεργή κρισιμότητα της κλιματικής αλλαγής).
Σήμερα η πανδημία φέρνει στο προσκήνιο όλα τα όρια αυτού του κοινωνικού «παραδείγματος» που θεωρήθηκε εξίσου αυτονόητο με τους νόμους της φυσικής. Η εναπόθεση της κατανομής πόρων στις δυνάμεις της αγοράς έφερε ακόμη και τις ΗΠΑ χωρίς τα αναγκαία αποθέματα εξοπλισμού. Η μεταφορά πόρων από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα υπονόμευσε τις υγειονομικές υποδομές όλων των χωρών. Η διαρκής απαξίωση της αναδιανομής έφερε τα κράτη αντιμέτωπα με την αναζήτηση πρωτότυπων εργαλείων για την αντιμετώπιση της κοινωνικής καταστροφής. Ο ατομικιστικός κυνικός καταναλωτισμός αποδείχθηκε μάλλον ισχνό ιδεολογικό υπόβαθρο για τη συλλογική και αλληλέγγυα ενεργοποίηση της κοινωνίας.
Το ασαφές μέλλον που έρχεται
Η μεγάλη συζήτηση για την επόμενη μέρα συνδυάζει σε όλο τον κόσμο την εύκολη εξαγγελία μεγάλων αλλαγών και την εκνευριστική ασάφεια ως προς το περιεχόμενό τους. Ολοι καταλαβαίνουν ότι τα πράγματα δεν μπορούν να επιστρέψουν στην προηγούμενη κατάσταση. Οι κοινωνίες έχουν ήδη γίνει πολύ πιο απαιτητικές ως προς την ανάγκη στήριξης των δημοσίων συστημάτων υγείας και δύσκολα θα ανεχθούν ξανά ρητορικές για το πόσο «σπάταλα» είναι αυτά. Η αναγκαστική καταφυγή σε πολύ μεγάλα προγράμματα κρατικών ενισχύσεων διαμορφώνει προσδοκίες για ισχυρή κοινωνική στήριξη και την επόμενη μέρα. Η έστω και προσωρινή «ορατότητα» ενός μεγάλου τμήματος της επισφαλούς και κακοπληρωμένης εργασιακής δύναμης που σήμερα κυριολεκτικά κρατά όρθιες τις κοινωνίες, δύσκολα μπορεί να ακολουθηθεί από την αντιμετώπισή της απλώς ως «κόστους εργασίας».
Ωστόσο την ίδια στιγμή δεν πρέπει να υποτιμάμε και άλλα στοιχεία της περιόδου. Ο διάχυτος φόβος που επικρατεί γεννά πρακτικές αλληλεγγύης, αλλά και συχνά οδηγεί σε αναδίπλωση και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και σε αντανακλαστικά μίσους και επιθετικότητας απέναντι σε όποιον κρίνεται ως «απειλή». Τα έκτακτα μέτρα για την εξασφάλιση της φυσικής αποστασιοποίησης διαμορφώνουν ένα κεκτημένο απαγορεύσεων και αυταρχικών παρεμβάσεων που θα γεννούν στις κυβερνήσεις τον πειρασμό για τη χρησιμοποίησή τους και σε άλλες περιστάσεις, την ώρα που νομιμοποιούνται τεχνολογίες επιτήρησης και καταγραφής προσωπικών δεδομένων που μέχρι τώρα θεωρούνταν «εκτός πλαισίου». Η επερχόμενη ύφεση εκ των πραγμάτων διαμορφώνει το έδαφος για πολιτικές λιτότητας που θα επιτείνουν τις κοινωνικές ανισότητες.
Σε αυτό το τοπίο, εν πολλοίς αχαρτογράφητο, είναι πιθανό να δούμε να αναδύονται σε πρώτη φάση ιδιότυπα υβρίδια που να συνδυάζουν την εκτεταμένη και αναγκαστικά κρατική παρέμβαση στην οικονομία με την ταυτόχρονη αναίρεση κατακτήσεων που μπορεί να είχαν ακόμη κατηγορίες εργαζομένων στο όνομα των «έκτακτων συνθηκών», την ώρα που τα όρια ανάμεσα σε διαρκή περιοριστικά μέτρα που θα αφορούν όντως την πανδημία και μορφές προληπτικής αντιμετώπισης κοινωνικής διαμαρτυρίας θα είναι όλο και πιο δυσδιάκριτα.
Η δυσκολία ενός New Deal
Η υπόθεση ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια παραλλαγή του New Deal έχει διατυπωθεί από διάφορες πλευρές. Ο λόγος είναι ότι στη συλλογική μνήμη, η συγκεκριμένη πολιτική που συνέπεσε με την προεδρία του Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, έμεινε ταυτισμένη με την ανάδειξη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου όπου το κράτος αναλαμβάνει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να βελτιώσει τη θέση των εργαζομένων και των αγροτών, υποχρεώνοντας το κεφάλαιο σε αναγκαστικούς συμβιβασμούς.
Βέβαια όπως συμβαίνει συχνά με τη συλλογική μνήμη τα πράγματα ήταν αρκετά πιο σύνθετα. Οι αντιπαραθέσεις ήταν πολύ μεγάλες και το ίδιο το New Deal διακυβεύτηκε. Επιπλέον, χρειάστηκε η τεράστια κινητοποίηση της αμερικανικής οικονομίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να διαμορφωθεί μια συνθήκη πλήρους απασχόλησης. Ομως, ακόμη κι έτσι μετά τον πόλεμο θα «συμπληρωθεί» και με μέτρα «οριοθέτησης» της συνδικαλιστικής δράσης αλλά και την αξιοποίηση του μακαρθισμού για να μην αντιμετωπιστούν οι πιο ριζοσπαστικές διεκδικήσεις.
Ούτως ή άλλως, το New Deal δεν προέκυψε απλώς από την καλή προαίρεση της τότε κυβερνήσεως. Ηταν αποτέλεσμα και της όξυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων και του κινδύνου μεγάλης αναταραχής. Επιπλέον, μιλάμε για τη δεκαετία του 1930, με τη Σοβιετική Ενωση να λειτουργεί ως ένα ανταγωνιστικό παράδειγμα και ισχυρά κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά ρεύματα σε όλο τον κόσμο που αμφισβητούσαν ολόπλευρα το μοντέλο καπιταλισμού που είχε καταρρεύσει το 1929.
Σήμερα απουσιάζει αυτού του είδους η αμφισβήτηση. Υπάρχουν πλήθος καταδικών του νεοφιλελευθερισμού, υπάρχουν πολιτικά ρεύματα που έχουν τέτοια τοποθέτηση, αλλά όχι ένα συγκροτημένο εναλλακτικό κοινωνικό υπόδειγμα που να στηρίζεται πάνω σε δυνάμει πλειοψηφικά κοινωνικά ρεύματα ή να μπορεί να προβάλει ένα πετυχημένο ανταγωνιστικό πείραμα σε κάποια αναπτυγμένη χώρα. Ακόμη και η Κίνα που διεκδικεί σήμερα να αποκτήσει μεγαλύτερη αίγλη απέναντι στην αποτυχία της αμερικανικής ηγεσίας, είναι μια χώρα που χρωστά την οικονομική ανάπτυξη στον συνδυασμό αυταρχισμού και πλήρους αποδοχής των κανόνων του παγκόσμιου καπιταλισμού ήδη από τη δεκαετία του 1980.
Ομως, χωρίς μια τέτοια συγκροτημένη αμφισβήτηση του κυρίαρχου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, οι συστημικές δυνάμεις είναι πολύ πιο πιθανό να κινηθούν μέσα στα όρια σκέψης του προηγούμενου παραδείγματος. Σε αυτή την περίπτωση τη σημερινή εμφανή κρίση του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού» θα διαδεχθεί απλώς μια παραλλαγή του, όπου η όποια αυξημένη κρατική παρέμβαση δεν θα συνδυάζεται με πραγματική βελτίωση των θέσεων των εργαζομένων ή με ουσιαστική αναδιανομή. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και τώρα η όποια αναδιανομή, όπως και την επαύριον της κρίσης του 2008, είναι μάλλον προς τις επιχειρήσεις παρά προς τους μισθωτούς. Μόνο που αυτό θα σημαίνει ότι οι κοινωνικές πληγές που ανέδειξε η τωρινή συγκυρία θα παραμείνουν ανοιχτές.