Θετικά σχόλια για τον τρόπο που η Ελλάδα χειρίστηκε την πανδημία του κοροναϊού κάνει σε άρθρο της η Washington Post.
Το δημοσίευμα έρχεται να προστεθεί σε αντίστοιχα του ξένου τύπου που εξυμνούν τόσο τους χειρισμούς της κυβέρνησης όσο και τον λοιμωξιολόγο Σωτήρη Τσιόδρα.
Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας φαίνεται να είναι παράδειγμα προς μίμηση για τον τρόπο που αντιμετωπίζει το ζήτημα, την ευαισθησία του και κυρίως για την ψυχραιμία με την οποία ενημερώνει κάθε μέρα τους πολίτες.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα ο κ. Τσιόδρας έχει γίνει ο πρωταγωνιστής των ημερών και σύμφωνα με έρευνες τα δύο τρίτα των Ελλήνων περιμένουν κάθε μέρα στις 18:00 να ακούσουν την ενημέρωσή του.
Η Washington Post αναφέρει ακόμα ότι οι Έλληνες είχαν να νιώσουν τόσο περήφανοι για τη ΄χωρα τους από το 2004 και την φιλοξενία των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ το «Μένουμε Σπίτι» έγινε πολύ γρήγορα σεβαστό από όλους.
Σύμφωνα με την δημοσιογράφο τα δύσκολα χρόνια που πέρασε η χώρας μας με την οικονομική κρίση, ο γερασμένος πληθυσμός αλλά και το αποδυναμωμένο σύστημα υγείας, ήταν από τους λόγους που η Ελλάδα αντέδρασε τόσο γρήγορα.
Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό για το πως μια μικρή χώρα μπορεί να περιορίσει την εξάπλωση του ιού αν κινηθεί άμεσα και αποφασιστικά. Το δημοσίευμα βέβαια τονίζει ότι αυτές οι κινήσεις έγιναν περισσότερο από την αγωνία της κυβέρνησης για μια νέα τραγωδία εντός των συνόρων αν τα κρούσματα πολλαπλασιάζονταν και οι ασθενείς που χρειάζονταν νοσηλεία σε ΜΕΘ αυξάνονται δραματικά.
Σε κάθε περίπτωση το άρθρο δίνει τα εύσημα στον Κυριάκο Μητσοτάκη που «έκλεισε τα σχολεία στις 10 Μαρτίου, όταν είχε κάτω από 100 επιβεβαιωμένα κρούσματα. Έβαλε λουκέτο σε καφέ, εστιατόρια, μουσεία και εμπορικά κέντρα στις 13 Μαρτίου, μετά τον πρώτο θάνατο, και επέβαλε εθνικό lockdown στις 23 Μαρτίου, όταν ο απολογισμός των νεκρών είχε φτάσει τους 17».
Αντίστοιχα στην Ιταλία λουκέτο μπήκε σε όλη την επικράτεια όταν πάνω από 460 είχαν χάσει τη ζωή τους και στην Ισπανία όταν είχαν καταγραφεί 190 θάνατοι.
Ο Γιάννης Τούντας, επικεφαλής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής εξηγεί ότι ένας από τους λόγους που η Ελλάδα τέθηκε σε επιφυλακή τόσο νωρίς ήταν το αποδυναμωμένο σύστημα υγείας της χώρας. «Άλλες χώρες, με πολύ καλύτερες υποδομές και καλύτερη αναλογία κλινών ΜΕΘ-πληθυσμού διατήρησαν την ψευδαίσθηση ότι τα συστήματά τους θα μπορούσαν να ανταποκριθούν, έτσι καθυστέρησαν να πάρουν μέτρα».
Η Έλενα Καραμπατσάκη, επιμελήτρια στο Νοσοκομείο Γεννηματάς επισημαίνει ότι το προσωπικό στα νοσοκομεία άρχισε να εκπαιδεύεται στην αντιμετώπιση του ιού ήδη από τον Γενάρη. Επίσης, μέχρι τα μέσα Απριλίου, η κυβέρνηση είχε αυξήσει τις κλίνες ΜΕΘ κατά 50%.
«Οι άνθρωποι πίστευαν ότι το σύστημα υγείας της Ελλάδας δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει» αναφέρει ο Αλέξανδρος Κεντικελένης, καθηγητής Πολιτικής οικονομίας και Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κυβέρνηση ενήργησε γρήγορα, έχοντας επίγνωση των δυνητικών προβλημάτων, και «τα καλά αποτελέσματα έδωσαν νέα ελπίδα στον κόσμο».
«Υπό μία έννοια, οι Έλληνες ήταν προετοιμασμένοι για αυτήν την κρίση, έχοντας την εμπειρία μιας δεκαετίας βαθιάς οικονομικής ύφεσης. Δεν άργησαν πολύ να πειστούν ότι ένα γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας θα μπορούσε να ανατρέψει ξανά την κανονικότητά τους», σημειώνει η Washington Post, εξηγώντας ότι οι επιπτώσεις της νέας κρίσης στον παγκόσμιο τουρισμό αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά και την οικονομία της χώρας μας.