Ολοι μας περιμένουμε την «επανεκκίνηση», αν και καταλαβαίνουμε ότι δεν θα πρόκειται για μια απλή επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Η άρση των μέτρων θα είναι σταδιακή και θα διατηρηθούν σημαντικά μέτρα περιορισμού που θα επηρεάζουν πλήθος δραστηριοτήτων.
Η υποχρέωση αραίωσης θα επηρεάσει ένα μεγάλο φάσμα χώρων, από τα εστιατόρια και τα θέατρα, μέχρι τα μεταφορικά μέσα, ενώ θα διαμορφώσει νέα συνθήκη για το λιανικό εμπόριο.
Συγκεκριμένοι κλάδοι, όπως ο τουρισμός θα μπουν σε ένα νέο τοπίο, με μικρότερες αφίξεις και ειδικά μέτρα στους χώρους διαμονής.
Πολλές θέσεις εργασίας θα χαθούν. Αλλά και εκεί που δεν θα χαθούν θα χρειαστούν νέα πρωτόκολλα ασφαλούς εργασίας.
Ομως, συνάμα μπορεί κανείς να δει και τις προσαρμογές που γίνονται στην κατεύθυνση να βρεθούν νέοι τρόποι να συνεχιστεί η οικονομική δραστηριότητα. Η τηλεργασία μπορεί να είναι ένα έκτακτο μέτρο, όμως θα δούμε αρκετούς που θα θελήσουν να συνεχίζουν να εργάζονται έτσι. Το ηλεκτρονικό εμπόριο θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο και αυτό θα σημάνει και νέες θέσεις εργασίας στον χώρο της διανομής. Αλλωστε, ηλεκτρονικό εμπόριο δεν σημαίνει απαραίτητα μόνο εταιρείες μεγάλες αλλά και μικρούς και εξειδικευμένους παραγωγούς που μπορούν με αξιοποίηση του Διαδικτύου να φτάσουν σε περισσότερους πελάτες.
Ομως, όλα αυτά δεν μπορούν να αφεθούν απλώς στις «αυθόρμητες» δυναμικές τους. Αντικειμενικά τα μέτρα περιορισμού ένα βαθμό συρρίκνωσης της δραστηριότητας θα τον έχουν. Δεν θα βοηθήσει η μεταφορά κόστους στον πελάτη ή συρρίκνωση των μισθών των εργαζομένων, παρότι για αρκετές επιχειρήσεις η προσαρμογή σε νέες πρακτικές επίσης απαιτεί κόστος και επιπλέον υποδομές.
Αυτά αναδεικνύουν την ανάγκη κρατικής παρέμβασης. Με πρωτότυπα εργαλεία και έμφαση στις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις, όμως και με επίγνωση ότι μια τόσο μεγάλη ύφεση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς αύξηση της δημόσιας δαπάνης και επένδυσης, ενώ απαιτεί και μια νέα στρατηγική λειτουργία του κράτους ως του κόμβου που θα διαμορφώσει μια νέα σχέση ανάμεσα σε εργασία, επιστήμη και επιχειρηματικότητα.