Οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Δημήτρης Παρασκευής και Θάνος Δημόπουλος αναφέρονται στο πρόβλημα που δημιουργεί η μετάδοση του SARS-CoV-2 κατά την ασυμπτωματική περίοδο της νόσου Covid-19, θεωρώντας ότι αποτελεί «την αχίλλειο πτέρνα της στρατηγικής για τον έλεγχο της πανδημίας Covid-19».
Επίσης, τονίζουν την ανάγκη διενέργειας στοχευμένων διαγνωστικών ελέγχων SARS-CoV-2 και σε ασυμπτωματικά άτομα.
Οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ αναφέρουν πως η παραδοσιακή στρατηγική για την πρόληψη μεταδόσεων των μολυσματικών νόσων βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην έγκαιρη διάγνωση.
Με την εμφάνιση της Covid-19, οι ειδικοί συνέστησαν να εφαρμοστούν αντίστοιχες παρεμβάσεις που χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο της επιδημίας SARS το 2003 και αφορούσαν κυρίως τη διάγνωση συμπτωματικών περιστατικών και περαιτέρω ιχνηλάτηση επαφών για εφαρμογή καραντίνας και απομόνωσης των κρουσμάτων.
Η παρόμοια προσέγγιση που ακολουθήθηκε για την Covid-19 οφείλεται στις πολλές ομοιότητες του ιού SARS-CoV-1, που προκαλεί τη νόσο SARS, και του ιού SARS-CoV-2, που προκαλεί τη νόσο Covid-19, όπως η υψηλή γενετική ομοιογένεια, η ομοιότητα στον τρόπο μετάδοσης, κυρίως μέσω σταγονιδίων του αναπνευστικού, καθώς και το παρόμοιο διάστημα επώασης, ότι δηλαδή η νόσος εμφανίζεται περίπου 5 ημέρες μετά τη μόλυνση.
Ωστόσο, παρά την εφαρμογή παρόμοιων παρεμβάσεων, η εξάπλωση των δύο επιδημιών παρουσιάζει σημαντικές διαφορές.
Η επιδημία SARS ελέγχθηκε μέσα σε 8 μήνες, με τον αριθμό των ατόμων που μολύνθηκαν να ανέρχεται σε 8.100 και να εντοπίζεται σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές.
Αντίθετα, ο SARS-CoV-2, μέσα σε 5 μήνες, έχει μολύνει περισσότερα από 2,6 εκατομμύρια άτομα και συνεχίζει να εξαπλώνεται με ταχύ ρυθμό σε όλον τον κόσμο.
Πού οφείλονται οι διαφορές στο ρυθμό μετάδοσης και στην εξάπλωση;
Ένας βασικός παράγοντας της υψηλής μεταδοτικότητας του SARS-CoV-2 είναι τα υψηλά επίπεδα πολλαπλασιασμού αυτού του ιού στο ανώτερο αναπνευστικό, ακόμη και πριν από την εμφάνιση συμπτωμάτων.
Αυτό το χαρακτηριστικό διαχωρίζει τον SARS-CoV-2 από τον SARS-CoV-1, όπου ο ιικός πολλαπλασιασμός συμβαίνει στο κατώτερο αναπνευστικό.
Επίσης το ιικό φορτίο του SARS-CoV-1 κορυφώνεται περίπου 5 ημέρες αργότερα από το ιικό φορτίο του SARS-CoV-2, γεγονός που καθιστά τη διάγνωση της λοίμωξης με βάση τα συμπτώματα πιο αποτελεσματική στην περίπτωση του SARS CoV-1.
Σε πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύτηκε χθες στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine, διερευνήθηκε επιδημική έκρηξη Covid-19 σε νοσηλευτική μονάδα στην πολιτεία της Ουάσινγκτον των ΗΠΑ, όπου ένας επαγγελματίας υγείας διαγνώστηκε θετικός για SARS-CoV-2 την 1η Μαρτίου 2020.
Ύστερα από 23 ημέρες, μεταξύ των 76 ενοίκων της μονάδας 48 (ποσοστό 63%) βρέθηκαν θετικοί με μοριακό έλεγχο RT-PCR, και από αυτούς 27 (ποσοστό 56%) ήταν ασυμπτωματικοί κατά τη διεξαγωγή της εξέτασης.
Από τους 27 οι 24 εμφάνισαν συμπτώματα σε διάστημα 4 ημερών και επαναταξινομήθηκαν ως συμπτωματικοί.
Ένα σημαντικό εύρημα αυτής της μελέτης είναι ότι οι περισσότεροι από τους μισούς ενοίκους της μονάδας (27 από 48) που βρέθηκαν θετικοί ήταν ασυμπτωματικοί.
Σύμφωνα με τους δύο καθηγητές, «η μετάδοση του SARS-CoV-2 κατά την ασυμπτωματική περίοδο αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της στρατηγικής για τον έλεγχο της πανδημίας Covid-19. Ο διαγνωστικός έλεγχος βάσει συμπτωμάτων είναι ιδιαίτερα χρήσιμος, αλλά επιδημιολογικές έρευνες σε δομές όπου επικρατεί συγχρωτισμός, όπως είναι η περίπτωση των νοσηλευτικών μονάδων, αναδεικνύουν ότι αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι ανεπαρκής. Η σύσταση για τη διεξαγωγή διαγνωστικών δοκιμασιών SARS-CoV-2 σε ασυμπτωματικά άτομα θα πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να επεκταθεί σε εγκαταστάσεις όπου επικρατεί συγχρωτισμός, όπως σωφρονιστικά ιδρύματα, οίκοι ευγηρίας, κλειστές ή ανοιχτές δομές για πρόσφυγες και μετανάστες, καταυλισμοί, ψυχιατρικές κλινικές, δομές αστέγων, καθώς και σε υγειονομικό προσωπικό κέντρων υγείας και νοσοκομείων. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού απαιτείται η διενέργεια καθημερινά μεγάλου αριθμού εξειδικευμένων μοριακών εξετάσεων για την ανίχνευση του SARS-CoV-2. Οι εξετάσεις αυτές θα πρέπει να πραγματοποιούνται με μεθόδους που είναι αξιόπιστες και με τη δυνατότητα ενός γρήγορου αποτελέσματος».
Οι δύο καθηγητές υπογραμμίζουν ότι η ταχεία εξάπλωση της Covid-19 ανά την υφήλιο, η μετάδοση του SARS-CoV-2 από ασυμπτωματικά άτομα και η ανάγκη χαλάρωσης των τρεχουσών πρακτικών κοινωνικής αποστασιοποίησης «υποδεικνύουν ότι θα πρέπει να διενεργείται στοχευμένα ο διαγνωστικός έλεγχος SARS-CoV-2 και σε ασυμπτωματικά άτομα.
Επίσης, τα χαρακτηριστικά του ιού υποδεικνύουν τη χρήση μάσκας ή προστατευτικού καλύμματος προσώπου και μύτης σε χώρους με υψηλό συγχρωτισμό και ενδεχομένως και στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Αυτή η εκτεταμένη και πρωτόγνωρη πανδημία στην εποχή μας απαιτεί πρωτοφανή μέτρα, για να καταφέρουμε να την ελέγξουμε».
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)