Το τέλος του 20ού αιώνα θεωρήθηκε ως το τέλος της «μεγάλης κυβέρνησης». Ηδη από τη δεκαετία του 1980, με εμβληματικές τις κυβερνήσεις του Ρόναλντ Ρίγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, θεωρήθηκε ότι το μεγάλο πρόβλημα των οικονομιών και των κοινωνιών ήταν η κλίμακα των κρατικών παρεμβάσεων που είχε σφραγίσει όλη την περίοδο από τη δεκαετία του 1930 και μετά.

Η επέκταση του κράτους στην οικονομία, η ύπαρξη δημόσιων ή εθνικοποιημένων τραπεζών και βιομηχανιών, το κρατικό μονοπώλιο σε τομείς όπως η παιδεία, η αναδιανομή πλούτου μέσω της προοδευτικής φορολογίας και της λειτουργίας των δημόσιων ασφαλιστικών συστημάτων, η ύπαρξη μηχανισμών οικονομικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, δαιμονοποιήθηκαν και σε μεγάλο βαθμό αποδιαρθρώθηκαν.

Μικρή σημασία είχε ότι η βαρύτητα των δημόσιων δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα ή ότι μεγάλο μέρος της ιδιωτικής επιχειρηματικής δράσης συνέχισε να εξαρτάται από δημόσιες χρηματοδοτήσεις και επιδοτήσεις. Το βασικό ήταν η αίσθηση μιας «αλλαγής παραδείγματος» που συχνά προωθήθηκε και με τόνους θριαμβευτικούς, ιδίως μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου που είχε προβληθεί ως το κατεξοχήν παράδειγμα του «κρατισμού».

Η δειλή επιστροφή της «μεγάλης κυβέρνησης»

Τα πρώτα σημάδια ρήξης ως προς αυτού του είδους τη νεοφιλελεύθερη «ορθοδοξία» καταγράφηκαν σε διάφορες φάσεις, ήδη από την εποχή των συζητήσεων για τον στρατηγικό ρόλο του κράτους στη δεκαετία του 1990. Ομως, ήταν κυρίως η κρίση του 2008 που έθεσε σε αμφισβήτηση την εύκολη πολεμική ενάντια στις κρατικές παρεμβάσεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η δύσκολη αναζήτηση εναλλακτικών

Τότε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η κύρια μορφή απάντησης των κυβερνήσεων ήταν τεράστιες παρεμβάσεις για να μην καταρρεύσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και για να διατηρηθεί η ρευστότητα στην αγορά εν μέσω μιας μεγάλης ύφεσης. Πρωτοπόρα σε αυτό η αμερικανική Fed που έδειχνε αποφασισμένη να μην επαναλάβει τα λάθη του 1929 και την επιλογή περιοριστικών πολιτικών. Η στρατηγική αυτή, ένας ιδιότυπος «κεϊνσιανισμός για τις τράπεζες» φάνηκε να αποδίδει και να επιτρέπει μια σχετικά γρήγορα επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Κατ’ ανάλογο τρόπο θα μπορούσε κανείς να δει και τις πρωτοβουλίες που έστω και με καθυστέρηση πήρε η ΕΕ, κυρίως μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, αν και εδώ είχαμε και την καταστροφική, όπως αποδείχτηκε, επιλογή της σύνδεσης των όποιων προγραμμάτων βοήθειας με τη λιτότητα των Μνημονίων.

Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή τη φάση μιλάμε για ένα είδος κρατικής παρέμβασης που κυρίως εγγυάται το τραπεζικό σύστημα, εξασφαλίζει μέσω παροχής ρευστότητας τη συνέχιση του δανεισμού του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας και εξομαλύνει τις επιπτώσεις της ύφεσης, όχι όμως για την ανάληψη ενός πιο ενεργητικού ρόλου του κράτους, πέραν επιμέρους μεγάλων προγραμμάτων δημόσιων έργων που δοκιμάστηκαν.

Η ώρα της πανδημίας

Η συγκυρία της πανδημίας έφερε τα κράτη αντιμέτωπα με πρωτόγνωρες απαιτήσεις. Από τη μια υπήρξε η οδυνηρή διαπίστωση ότι ακόμη και μερικά από τα πιο εξελιγμένα συστήματα υγείας, όπως αυτό των ΗΠΑ ή της Δυτικής Ευρώπης, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στην πανδημία, ούτε και διέθεταν το απαραίτητο απόθεμα σε εξοπλισμό για ΜΕΘ αλλά ακόμη και στα απλά μέσα ατομικής προστασίας του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.

Η ανάγκη συντονισμού του συνόλου των υγειονομικών υποδομών των χωρών, έξω και πέρα από τη λογική της ανταγωνιστικής λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα, σήμαινε και μια ιδιότυπη άμεση ή έμμεση επίταξη ιδιωτικών υγειονομικών υποδομών σε πάρα πολλές χώρες. Ακόμη περισσότερο σε όλες σχεδόν τις χώρες θεωρήθηκε αυτονόητη η ακόμη μεγαλύτερη στήριξη των δημόσιων συστημάτων υγείας και σε εξοπλισμό και σε προσωπικό.

Επιπλέον, η έμφαση δόθηκε σχεδόν παντού σε μέτρα δημόσιας υγείας που περιλάμβαναν εκτεταμένους περιορισμούς όχι μόνο στις ατομικές μετακινήσεις αλλά και στη λειτουργία ολόκληρων τομέων της οικονομίας, σε κλίμακα που δεν είχε καταγραφεί στο παρελθόν, με τις κυβερνήσεις να θέτουν την υγεία του πληθυσμού σε υπέρτερη μοίρα από τη λειτουργία της οικονομίας. Δεν είναι τυχαία η ηθική απαξίωση όσων φάνηκε ότι βάζουν την εύρυθμη λειτουργία των αγορών πάνω από την υγεία των πολιτών, ή ότι ακόμη και κατεξοχήν «συστημικά» έντυπα όπως οι «Financial Times» δεν είχαν πρόβλημα να υπογραμμίσουν ότι είναι αναγκαίο να υπάρξει κόστος στην οικονομία τώρα για να αντιμετωπιστεί η πανδημία και ότι αυτό αποτελεί επένδυση στο μέλλον.

Βέβαια, η ανάγκη περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού σήμαινε ουσιαστικά ένα χωρίς προηγούμενο «πάγωμα» της οικονομικής δραστηριότητας που πυροδότησε τη μεγαλύτερη συρρίκνωση στην παγκόσμια οικονομία από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Αυτό δημιούργησε την απαίτηση για μέτρα χωρίς προηγούμενο. Ουσιαστικά, οι κυβερνήσεις στις αναπτυγμένες χώρες καλούνται να καλύψουν με δημόσια δαπάνη μεγάλο μέρος της απώλειας εισοδήματος για τους εργαζομένους αλλά και για τις επιχειρήσεις.

Ακόμη περισσότερο, είναι πια σαφές ότι με την προοπτική παρατεταμένης εφαρμογής περιοριστικών μέτρων, ακόμη και εάν δεν έχουν τη μορφή του καθολικού lockdown, οι κυβερνήσεις καλούνται να διασώσουν ή ακόμη και να αναλάβουν ολόκληρους κλάδους, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα την αεροπορική βιομηχανία.

Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και μια συμβολική διάσταση: σε πείσμα μιας προηγούμενης υποτίμησης μεγάλου μέρους της μισθωτής εργασίας, η συγκυρία της πανδημίας επέβαλε μια αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου που παίζει στην κοινωνική ζωή: οι γιατροί και νοσηλευτές των δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων, οι εργαζόμενοι στις εφοδιαστικές αλυσίδες, οι εργαζόμενοι στις βασικές υποδομές, οι εργαζόμενοι στα δίκτυα διανομής.

Είμαστε όλοι σοσιαλδημοκράτες πλέον;

Ωστόσο, όλα αυτά σηματοδοτούν όντως τη δυνητική ηγεμονία μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας; Και πώς συνδυάζονται με το γεγονός ότι διεθνώς ως ρεύμα η σοσιαλδημοκρατία είναι μάλλον σε υποχώρηση;

Αυτό έχει να κάνει και με το πώς ορίζει κανείς τη σοσιαλδημοκρατία σήμερα. Εάν την ορίσει ως αυτό που σε μεγάλο βαθμό απέπνεαν ως πολιτικό τόνο τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, δηλαδή μια εκδοχή νεοφιλελευθερισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο», τότε ούτως ή άλλως η στροφή προς το «κέντρο», αυτή την τόσο προσφιλή όσο και ασαφή πολιτική κατηγοριοποίηση, είχε με έναν τρόπο ήδη συντελεστεί και μάλιστα είχε ως αντίπαλο τον συνδυασμό αυταρχισμού, εθνικισμού και οικονομικού νεοφιλελευθερισμού που συνηθίσαμε να προσδιορίζουμε ως «λαϊκισμό».

Εάν, όμως, μιλάμε για τη σοσιαλδημοκρατία ως ένα πολιτικό ρεύμα σε οργανική σύνδεση με την ιστορία του εργατικού κινήματος και σε επίσης οργανική σύνδεση με αυτό και τις διεκδικήσεις και κατεύθυνση μια εκδοχή «δημοκρατικού σοσιαλισμού», τότε μάλλον απέχουμε πολύ από κάποια τέτοια στροφή. Για την ακρίβεια τόσο το άδοξο τέλος της καμπάνιας του Σάντερς, όσο και το τέλος της ηγεσίας Κόρμπιν στο βρετανικό Εργατικό Κόμμα μάλλον συνηγορούν προς το αντίθετο.

Η στρατηγική αμηχανία μπροστά στην επόμενη μέρα

Πιο σωστό θα ήταν να μιλήσουμε για μια ιδιότυπη αναζήτηση στρατηγικής για την «επόμενη μέρα». Από τη μια, οι περισσότερες κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως τυπικής ιδεολογικής αφετηρίας, υποχρεώνονται μέσα σε μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», τόσο υγειονομική όσο και πολιτική, να σκεφτούν με όρους που βάζουν κοινωνικές και πολιτικές προτεραιότητες και όχι «αγοραία» οικονομικές. Αυτό δείχνει όλο το φάσμα εκτεταμένων κρατικών παρεμβάσεων που βλέπουμε, όπως και η έμφαση στη διάσωση της κοινωνίας και της εργασίας. Είναι και ένας τρόπος να αποφύγουν μια βαθύτερη κρίση νομιμοποίησης.

Από την άλλη, η επίγνωση του μεγέθους της ύφεσης, παρά τις διάφορες αισιόδοξες προβλέψεις για κατακόρυφη ανάκαμψη μετά το τέλος της πανδημίας, συναντά την έστω και άρρητη παραδοχή ότι αυτή τη φορά δεν μπορεί να επαναληφθεί το σενάριο της προηγούμενης δεκαετίας όπου την κρίση του νεοφιλελευθερισμού ακολούθησε μια νεοφιλελεύθερη «φυγή προς τα εμπρός». Μόνο που αυτό απαιτεί εκείνο το είδος συλλογικού στοχασμού και επινοητικότητας ως προς μορφές οικονομικής σκέψης, δράσης και παρέμβασης που μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει. Μένει να δούμε σε ποιον βαθμό η πανδημία θα αποτελέσει καταλύτη και σε αυτό το επίπεδο.