Στο τελευταίο γαλάζιο συνέδριο όρισε ως ιδεολογικό πλαίσιο της κυβερνητικής του πολιτικής τον πολιτικό φιλελευθερισμό με κοινωνική αλληλεγγύη. Στην πρόσφατη συνέντευξή του χαρακτήρισε τον τρόπο που η κυβέρνησή του στήριξε επιχειρήσεις και εργαζομένους στην υγειονομική κρίση «σχεδόν σοσιαλιστικό», μιας και τα μέτρα ήταν οριζόντια. Σε κάθε ευκαιρία μνημονεύει τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα των κινήσεων που κάνει εδώ και καιρό ο Πρωθυπουργός προκειμένου να απευθυνθεί στο Κέντρο. Κρίνοντας από τα δημοσκοπικά στοιχεία της κορωνο-περιόδου η στρατηγική του αποδίδει όλο και περισσότερο. Διαβάζοντας, βέβαια, κανείς για την αυξανόμενη διείσδυσή του στο κεντρώο ακροατήριο αναρωτιέται: Είναι ένα φαινόμενο παροδικό ή πράγματι ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέλαβε το Κέντρο;
Στη μία ανάγνωση, οι κρίσεις προκαλούν πάντα συσπείρωση γύρω από μια κυβέρνηση. Οπότε, τα υψηλά ποσοστά μητσοτακικά αποδοχής θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως αποτέλεσμα της πάγιας αντίδρασης των εκλογικών σωμάτων σε έκτακτες συνθήκες. Στην άλλη, η μητσοτακική επέλαση στο Κέντρο έχει ξεκινήσει από τα χρόνια της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η προέλαση προς τα εκεί γίνεται μεθοδικά, και τα αποτελέσματά της είχαν φανεί από το βράδυ της 7ης Ιουλίου. Επομένως, τα νούμερα δημοφιλίας που γράφει ο Πρωθυπουργός στην υπό συζήτηση κατηγορία εκλογέων απλά υπογραμμίζουν μια υπάρχουσα τάση.
Από το ξέσπασμα της πανδημίας κι έπειτα μια σοσιαλδημοκρατική πτυχή του πολιτικού του χαρακτήρα εμφανίζεται συχνότερα από τη φιλελεύθερη. Ο ίδιος βάζει στοίχημα με τον εαυτό του για τη βελτίωση του ΕΣΥ – κι αναθεωρεί τις απόψεις του παρελθόντος για το δημόσιο σύστημα υγείας. Ή ομνύει ρητορικά στην ανάγκη ενός ισχυρού κράτους.
Εξού κι η πρωθυπουργική διαχείριση της κρίσης του Covid-19 έχει προκαλέσει, σύμφωνα με τους παροικούντες την Κεντροαριστερά, μεγάλη ανησυχία στα στελέχη του χώρου. Εύλογο, πλέον υιοθετεί και τις πολιτικές τους, άρα ενδέχεται να προσελκύσει κι άλλους από την εναπομείνασα βάση τους κοντά του. Οι μετακινήσεις κεντρώων – ψηφοφόρων δηλαδή ΚΙΝΑΛ και Ποταμιού – προς τη ΝΔ, παρεμπιπτόντως, στην τελευταία εθνική κάλπη άγγιξαν το 36%, ενώ οι αντίστοιχες προς τον ΣΥΡΙΖΑ το 20% σύμφωνα με τα στοιχεία των exit polls.
Τo άνοιγμα
Με όρους πολιτικής κουζίνας, πάντως, το άνοιγμα στο Κέντρο το είχε κάνει από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του – αν όχι από την πρώτη μέρα που ανέλαβε τα ηνία της κεντροδεξιάς παράταξης. Οι μεταγραφές από την Κεντροαριστερά ήταν πολλές – κι αρκετές βρέθηκαν να στελεχώνουν το Υπουργικό του Συμβούλιο και τη Δημόσια Διοίκηση του επιτελικού του κράτους. Η επιλογή του για το πρόσωπο που θα ενσαρκώσει τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας ενίσχυσε σημαντικά την επιρροή του στην κεντρώα εκλογική δεξαμενή – πολλοί εκεί του αναγνώρισαν ότι δεν άκουσε τις επικρίσεις του βαθέος κόμματός του για την Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Οταν, παρ’ όλ’ αυτά, η απορία της εισαγωγής – περί παροδικότητας ή μη του φαινομένου – τίθεται σε έμπειρο αναλυτή, η αυθόρμητη απάντησή του είναι «μην παίρνετε ποτέ τις μετρητοίς όσα δηλώνει η κοινή γνώμη σε περιόδους κρίσης. Ο Τσίπρας τούς πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του, που είχαμε κρίση χρέους, είχε 85% αποδοχή». Αλλωστε, όπως συμπληρώνει, «όλες οι κυβερνήσεις, με εξαίρεση του Τραμπ και του Τζόνσον, αυτήν την περίοδο απολαμβάνουν υψηλά ποσοστά αποδοχής από τους πολίτες τους. Ακόμη και σε χώρες που έχουν χτυπηθεί σκληρά από τον ιό». Ο ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε, για παράδειγμα, εκτιμάται από το 60% της κοινής του γνώμης.
Στην ανάγνωσή του «τα υψηλά ποσοστά δημοφιλίας του Πρωθυπουργού και αποδοχής της κυβερνητικής του πολιτικής θα είχαν σημασία μόνο αν λέγαμε ότι θα γίνουν εκλογές τον άλλο μήνα». «Για να βγει ένα ασφαλές συμπέρασμα για το κατά πόσο θα αποκομίσει μετά το πέρας της υγειονομικής κρίσης σταθερά κέρδη από τον κεντρώο χώρο θα πρέπει να περιμένουμε» συνεχίζει «μέχρι το φθινόπωρο». Για να το πούμε αλλιώς, τώρα επικρατεί η λεγόμενη στοίχιση με τη σημαία. Καθώς και «το αίσθημα υπερηφάνειας πως τα καταφέραμε, αίσθημα που είχε μεγάλη ανάγκη να νιώσει η ελληνική κοινή γνώμη μετά το πρόσφατο παρελθόν των Μνημονίων».
Δυνατό brand name
Στην παρούσα φάση, πάντως, το brand-name Μητσοτάκης είναι τόσο δυνατό που μέχρι και 1 στους 4 ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ τον βρίσκει καταλληλότερο για πρωθυπουργό, σύμφωνα με τη μέτρηση της Marc. Για έτερο πολιτικό αναλυτή, ο αντίκτυπός του, όμως, ειδικά στο κεντρώο κοινό μεγάλωσε περισσότερο με την απόφαση να προτείνει τη Σακελλαροπούλου για ΠτΔ.
Γνωστός δημοσκόπος επισημαίνει ότι «τα νούμερα δημοφιλίας του είχαν κάνει μια κοιλιά από τον Δεκέμβριο του 2019. Γεγονός αναμενόμενο, αφού πάνω στο πρώτο εξάμηνο μιας διακυβέρνησης είθισται να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια επικοινωνιακής φθοράς». Αυτό, όμως, συνδυάστηκε με την πτώση σε ορισμένους άλλους δείκτες που οι κονεσέρ των ερευνών τσεκάρουν πάντα προκειμένου να αντιληφθούν την πραγματική γνώμη των πολιτών για μια κυβέρνηση – τους δείκτες αισιοδοξίας για το μέλλον, ή εκείνους των προσδοκιών, κι όχι τα ποσοστά της πρόθεσης ψήφου.
Τον ίδιο μήνα η εν λόγω πηγή είχε παρατηρήσει ότι είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα κι ο αριθμός όσων απαντούσαν ότι «τα πράγματα πάνε προς τη λάθος κατεύθυνση», ξεπερνώντας αυτούς που δήλωναν «πάνε προς τη σωστή κατεύθυνση». Κι ύστερα ήρθε η κρίση στα ελληνοτουρκικά και τα πρωθυπουργικά ποσοστά δημοφιλίας και καταλληλότητας άρχισαν να ξανανεβαίνουν. Το δε Μάρτιο, χάρη στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, τα ποσοστά των ερωτηθέντων που θεωρούν πως «τα πράγματα πάνε προς τη σωστή κατεύθυνση» εκτινάσσονται.
Ολες οι παραπάνω δημοσκοπικές λεπτομέρειες έχουν αξία επειδή στηρίζουν τη μόνιμη επωδό των επαγγελματιών των μετρήσεων: ότι αυτές είναι πάντα μια φωτογραφία της στιγμής. Και η στιγμή τώρα αναμφίβολα ανήκει στον Πρωθυπουργό. Η τελική ετυμηγορία των ψηφοφόρων του Κέντρου, ωστόσο, θα βγει όταν εκείνοι αξιολογήσουν τους χειρισμούς του στην οικονομική κρίση που έρχεται, επιμένουν κάποιοι δημοσκόποι. Εκτιμούν, δηλαδή, πως «εφόσον αντιμετωπίσει με επάρκεια την ύφεση θα σταθεροποιήσει την καλή του εικόνα». Τότε, λοιπόν, θα μάθουμε αν ο Μητσοτάκης κυριαρχεί παροδικά στο Κέντρο ή η κυριαρχία του στον συγκεκριμένο χώρο θα παγιωθεί.