Πριν από δύο μήνες ο κόσμος σταμάτησε ξαφνικά να «γυρίζει». Πολλοί είχαμε δίπλα μας την οικογένειά μας. Είτε μέναμε με τους δικούς μας ανθρώπους, είτε είχαμε κοντά οικεία πρόσωπα.
Ηταν, όμως, και εκείνοι που πριν από χρόνια εγκατέλειψαν τη χώρα εξαιτίας μιας άλλης επώδυνης κρίσης. «ΤΑ ΝΕΑ» μειώνουν τα χιλιόμετρα που χωρίζουν την Ελλάδα με τα παιδιά του brain drain και παρουσιάζουν από τη Νέα Υόρκη, το Μιλάνο, την Καλιφόρνια, τη Σουηδία, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο πώς οι Ελληνες του εξωτερικού βίωσαν την παρούσα υγειονομική απειλή. Περιγράφουν τις εικόνες που είδαν όταν ξέσπασε η πανδημία, μεταφέρουν πώς έχει αλλάξει η ζωή τους και αν σκοπεύουν να γυρίσουν στην Ελλάδα μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων στις μετακινήσεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κοινή συνισταμένη όλων αυτών που βρίσκονται ακόμα στο εξωτερικό αποτελεί η αγωνία για το εργασιακό τους μέλλον, καθότι εκτιμούν πως ενδέχεται να μειωθούν οι αποδοχές τους ή να απολυθούν. Τα παιδιά που έφυγαν από την Ελλάδα των μνημονίων τώρα σκέφτονται τον επαναπατρισμό τους, μόνον όμως αν η οικονομική κρίση «χτυπήσει» τη χώρα όπου εργάζονται.
Από την άλλη, είναι διάχυτη η αγωνία για την ισχυρή ύφεση που θα καταγράψει η ελληνική οικονομία, δυσχεραίνοντας τις συνθήκες απασχόλησης. Αρκετοί, πάντως, ήταν εκείνοι που πρόλαβαν να γυρίσουν πριν απαγορευτούν οι πτήσεις. Είναι κυρίως φοιτητές, οι οποίοι δεν ξέρουν πότε και αν θα επιστρέψουν, φοβούμενοι, παράλληλα, ένα νέο επιδημικό κύμα από το φθινόπωρο.
«Θέλω να επιστρέψω Ελλάδα όταν θα είναι ασφαλές»
Μια υγειονομική κρίση τέτοιου μεγέθους σε επηρεάζει πολλαπλώς, ειδικά σε ξένη χώρα, δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο Δημήτρης Τζανιδάκης, ο οποίος σπουδάζει χρόνια στην Αγγλία. Περιγράφει την αγωνία και την πρωτοφανή κατάσταση μιας κυβέρνησης χωρίς ξεκάθαρο πολιτικό σχέδιο. Τα μέτρα, όπως αναφέρει, δεν τηρούνται στο έπακρον εφόσον κανείς δεν επιτηρεί την εφαρμογή τους, εξηγώντας ότι ο κόσμος κυκλοφορεί μην τηρώντας σε πολλές περιπτώσεις τα απαιτούμενα.
«Αρχικά κυριαρχούσε το συναίσθημα της αβεβαιότητας. Αλλά τελικά επέλεξα να μείνω, αν και η χώρα θύμιζε «Τιτανικό», γνωρίζοντας a priori το ρίσκο» αναφέρει ο Δημήτρης. Προβλέπει πως η επόμενη μέρα στον κόσμο θα φέρει μια διαφορετική κανονικότητα, με μια μεγάλη οικονομική κρίση, και παραδέχεται ότι άλλαξαν ήδη πολλά. «Η καθημερινότητα είναι παράξενη και διαφορετική. Δουλεύω όπως και πολλοί άλλοι φοιτητές από το σπίτι, προσπαθώντας να μείνω ανεπηρέαστος» και εμφατικά τονίζει πως στόχος είναι να επιστρέψει στο εγγύς μέλλον στην πατρίδα του.
Αγωνία για μειώσεις μισθών και απολύσεις
Χαλαρότητα στα περιοριστικά μέτρα, συγκριτικά με της Ελλάδας, μεταφέρει στα «ΝΕΑ» η Κρίστα Γκίνη που ζει και εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Καυτηριάζει την αγγλική κυβέρνηση λέγοντας πως επέλεξε την περίφημη τακτική της «ανοσίας της αγέλης». «Ενα, δηλαδή, υποτιθέμενα πολιτισμένο κράτος προτίμησε την οικονομικά αποδοτικότερη λύση από τις χιλιάδες ανθρώπινες ζωές», υπογραμμίζει η Κρίστα και μας λέει πως η πρώτη αντίδρασή της ήταν η μεγάλη ανησυχία για συγγενείς και φίλους, η οποία κατευνάστηκε από την ώριμη στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Η Κρίστα είναι από τους πολλούς Ελληνες που εργάζονται στο εξωτερικό και δεν επέστρεψε, καθότι η εταιρεία όπου εργάζεται δεν το επέτρεψε.
Η μεγάλη ανησυχία για το αύριο είναι η πιθανότητα μείωσης μισθού ή να μπει σε διαθεσιμότητα, όπως έχει συμβεί στους περισσότερους μηχανικούς. Στην περίπτωση αυτή, παραδέχεται η Κρίστα, θα αναζητήσει εργασία στην Ελλάδα, αν και, όπως, λέει, η μεγάλη ύφεση στην Ελλάδα μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο κύμα μετανάστευσης προς ευρωπαϊκές ή και ασιατικές χώρες. Το Λονδίνο προβαίνει σε άρση των μέτρων και πλέον εξετάζεται η σταδιακή μετατόπιση των ωραρίων εργασίας, ώστε να τηρηθούν οι αποστάσεις κατά τις ώρες αιχμής.
«Πρέπει να δούμε πόσο αλληλεξαρτώμενοι είμαστε»
Ημουν ήρεμη και ακόμα είμαι, δηλώνει στα «ΝΕΑ» η Ειρήνη Ρίτη που σπουδάζει στο Μιλάνο. Μεταφέρει πως είναι πολύ λυπηρό να ακούς δίπλα σου να πεθαίνουν εκατοντάδες άνθρωποι, να ακούς σειρήνες και να ζεις απομονωμένα. Με ένα μεγάλο «ναι» η Ειρήνη απαντά πως έχει αλλάξει η ζωή της, αφού ήρθαν τα πάνω κάτω. Ενώ ζούσαμε, όπως λέει, σε μια πόλη που σφύζει από ζωή, είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε απομονωμένοι. «Τώρα νοσταλγώ ακόμα περισσότερο να γυρίσω στην καθημερινότητά μου» λέει η Ειρήνη και συμπληρώνει με λύπη ότι το πανεπιστήμιο δεν θα ανοίξει πριν από τον Σεπτέμβρη.
Ολη αυτή η κατάσταση είναι ένα μάθημα ζωής, αναφέρει και προσθέτει πως πρέπει να δούμε πόσο αλληλεξαρτώμενοι είμαστε και να αναθεωρήσουμε τις αξίες της ζωής. Σε ερώτηση γιατί δεν γύρισε στην Ελλάδα απάντησε ότι παρέμεινε για να μη νοσήσει κατά τη διάρκεια της μετάβασής της στην Ελλάδα. «Δεν προβλέπεται να γυρίσω.
Εφυγα για να βρω εργασία στο εξωτερικό καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει απορρόφηση εργασίας», αναφέρει η Ειρήνη και συμπληρώνει ότι όταν επιτραπεί η μετακίνηση θέλω να δω την οικογένειά μου. Σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα, αναφέρει πως αρχικά έκλεισαν πρώτα σχολεία και πανεπιστήμια και μετά απαγορεύτηκε η κυκλοφορία. Πλέον, επιτρέπεται η έξοδος με μάσκα και βεβαίωση, ενώ απαγορεύεται η συνάθροιση με φίλους.
«Εχει καταρριφθεί στα μάτια μου ο μύθος της ιδανικής χώρας»
«Το να ζω καθημερινά αυτή την κατάσταση μακριά από τους δικούς μου ανθρώπους είναι αρκετά δύσκολο, κυρίως, λόγω, της ανησυχίας που προκαλεί το άγνωστο» δηλώνει στα «ΝΕΑ» η Αλεξάνδρα Αργυρίου, η οποία βιώνει το «χαλαρό» μοντέλο της Σουηδίας. Μεταφέρει ότι ένιωσε μεγάλη ανασφάλεια, πλήρη απογοήτευση και πως έχει καταρριφθεί στα μάτια της ο μύθος της ιδανικής χώρας. «Συνεχίζω να νιώθω ανασφάλεια, μιας και η Σουηδία ακολουθεί τη δική της πολιτική.
Σύμφωνα με μελέτες, αυτή τη στιγμή έχει μολυνθεί το ένα τρίτο του πληθυσμού της Σουηδίας και τον επόμενο καιρό θα μολυνθούν και τα υπόλοιπα δύο τρίτα» λέει χαρακτηριστικά η Αλεξάνδρα και σχολιάζει πως ναι μεν θα επιτευχθεί ανοσία στον πληθυσμό, αλλά η κυβέρνηση θα κουβαλάει στις πλάτες της τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων.
Εξηγεί πως από τα τέλη Μαρτίου έκλεισαν τα σχολεία, απαγορεύτηκαν οι συγκεντρώσεις άνω των 50 ατόμων και αργότερα πρότειναν το σέρβις καφέ και εστιατορίων μόνο στους εξωτερικούς χώρους. Τα υπόλοιπα λειτουργούν κανονικά.
Καφέ και εστιατόρια παραμένουν γεμάτα, δεν τηρούνται αποστάσεις στα σουπερμάρκετ και γενικώς είναι στη διακριτική ευχέρεια του καθενός το πώς θα το διαχειριστεί. «Η ζωή μου άλλαξε, έχω περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις και βγαίνω έξω μόνο για τα απαραίτητα», μας λέει η Αλεξάνδρα και δηλώνει πως όταν ηρεμήσει η κατάσταση και ανοίξουν οι πτήσεις, σίγουρα θα επιστρέψει να δει τους δικούς της.
«Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη και αβέβαιη για την ποιότητα ζωής μας»
Προτίμησε να παραμείνει στη Νέα Υόρκη ο Γιάννης Χαρδαλούπας, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας των ταξιδιωτικών περιορισμών, και μεταφέρει στα «ΝΕΑ» πως είδε σκηνές που δεν θα περίμενε να ζήσει τον 21ο αιώνα, ειδικά σε μία από τις πιο εξελιγμένες πόλεις του πλανήτη. «Είδαμε να γίνεται χρήση φορτηγών ψυγείων για τη διατήρηση των πτωμάτων.
Εικόνες θλιβερές οι οποίες μας θυμίζουν για ακόμα μία φορά το πόσο εύθραυστοι είμαστε και πως η επόμενη μέρα δεν θα είναι κατ’ ανάγκη ίδια με την προηγούμενη», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γιάννης. Εξηγεί πως όταν τα κρούσματα και οι νοσοκομειακές εισαγωγές αυξάνονταν εκθετικά, η πολιτεία τότε επέβαλε καραντίνα στους πολίτες και την υποχρεωτική τηλεργασία. «Αισθάνομαι θλίψη για τα χιλιάδες άτομα που χάνονται και για τους εκατομμύρια ανθρώπους που μένουν άνεργοι», αναφέρει ο Γιάννης.
Σχετικά με την επόμενη μέρα λέει πως θα είναι δύσκολη και αβέβαιη για την οικονομία και για την ποιότητα της ζωής μας. «Ολα άλλαξαν ξαφνικά, αφού είδη πρώτης ανάγκης έγιναν δυσεύρετα, η ανθρώπινη επαφή έγινε ψηφιακή, ενώ κάθε δραστηριότητά μου συμβαίνει μέσα στον προσωπικό μου χώρο», τονίζει και συμπληρώνει πως «τα όρια της εργασιακής ημέρας έχουν γίνει πιο θολά. Ομως, ο τρόπος εργασίας μου δεν έχει αλλάξει σημαντικά, καθώς βρίσκομαι στον τομέα της έρευνας».
«Ζούμε σενάριο επιστημονικής φαντασίας»
Ο Αλεξ Νικελλής μένει στην Καλιφόρνια τα τελευταία 7 χρόνια και δηλώνει στα «ΝΕΑ» πως πλέον έχει συνηθίσει το εξωτερικό, άρα δεν αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι βιώνει αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση από έναν ξένο τόπο. Χαρακτηρίζει αυτό που ζούμε σενάριο επιστημονικής φαντασίας και ομολογεί πως αρχικά δεν είχε δώσει την απαιτούμενη προσοχή, ίσως επειδή στις ΗΠΑ δεν υπήρχε lockdown όπως στην Ευρώπη. «Μέσα από αυτή την κατάσταση μας δίνεται η ευκαιρία να αντιληφθούμε την αξία μικρών καθημερινών απολαύσεων και φυσικά να εκτιμήσουμε το πόσο σημαντικό είναι να έχουμε την υγεία μας», δηλώνει ο Αλεξ. Αυτό που τον τρομάζει περισσότερο είναι η επόμενη μέρα και, όπως λέει, ο αντίκτυπος του ιού στην παγκόσμια οικονομία.
«Η ζωή πολλών συνανθρώπων μας θα αλλάξει δραματικά τους επόμενους μήνες. Εγώ είμαι από τους τυχερούς αφού η εταιρεία στην οποία εργάζομαι δεν έχει επηρεαστεί και δουλεύουμε από το σπίτι», σχολιάζει ο Αλεξ. Αναφορικά με το αν θα επέστρεφε στην Ελλάδα, απαντά πως στο εγγύς μέλλον θα αποτελεί μόνο προορισμό διακοπών, αλλά ίσως κάποτε γυρίσει στην Ελλάδα εφόσον υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες.
«Είχαμε μια σχετικά υψηλή αίσθηση κανονικότητας»
Παρά τα περιοριστικά μέτρα, τον μεγάλο αριθμό κρουσμάτων και θανάτων, το Βέλγιο κατάφερε να διατηρήσει μια σχετικά υψηλή αίσθηση κανονικότητας, μεταφέρει στα «ΝΕΑ» η Κωνσταντίνα Γεωργάκη. Βρεθήκαμε ξαφνικά, όπως τονίζει, σε μια έρημη πόλη, όπου φίλοι και συνάδελφοι έχουν επιστρέψει στις πατρίδες τους.
Η Κωνσταντίνα μάς λέει πως είναι η πρώτη φορά που ένιωσε «καλό» να μείνει μακριά από την οικογένειά της για λόγους ασφάλειας. Στο ερώτημα πόσο άλλαξε τη ζωή της η πανδημία, η Κωνσταντίνα λέει με ανακούφιση πως δεν έχει πλήξει, προς το παρόν, ούτε τη σύμβαση εργασίας της ούτε τις απολαβές της, αλλά άλλαξε άρδην η εργασιακή της καθημερινότητα λόγω της τηλεργασίας. Μας εξηγεί πως δεν γύρισε στην Ελλάδα, πριν κλείσουν οι πτήσεις, υπό τον κίνδυνο να μην μπορεί να επιστρέψει όταν της ζητηθεί από τη δουλειά της.
Παρά τη χαλάρωση των περιορισμών, όπως τονίζει, δεν υπάρχει ακόμα πρόβλεψη για την άρση του συστήματος της τηλεργασίας. Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις στην οικονομία, εκπέμπει μια αισιοδοξία ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί αισθητά, ακόμη κι αν δεν επανέλθουμε πλήρως στην προ κορωνοϊού καθημερινότητα.