“Είναι αστείο. Δεν γνώριζα τίποτα για την Ελλάδα το 1954. Ο αδελφός μου είχε έναν Έλληνα φίλο που μας κάλεσε να τον επισκεφθούμε το καλοκαίρι. Υπολογίζαμε να περάσουμε δυο εβδομάδες στην Ελλάδα και να συμπεριλάβουμε στο πρόγραμμα μας τη Γαλλία, την Ιταλία και την Αίγυπτο. Συνειδητοποιήσαμε γρήγορα όμως ότι οι δύο εβδομάδες δεν αρκούσαν για την Ελλάδα και έτσι άμεσα ακυρώσαμε τις κρατήσεις μας αρχικά για την Αίγυπτο κα εν συνεχεία την επιστροφή μας στις ΗΠΑ”. Κάπως έτσι ο 86χρονος Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ περιγράφει στα “ΝΕΑ” το πρώτο του ταξίδι στη χώρα μας.

Σήμερα, 66 χρόνια μετά, ο διεθνώς διακεκριμένος και ακούραστος φωτογράφος, που μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην Ελλάδα- καθώς είναι παντρεμένος με Ελληνίδα- και τις Ηνωμένες Πολιτείες, εν μέσω lockdown ετοίμασε ένα διπλό “χτύπημα”: ένα ολοκαίνουριο βιβλίο με φωτογραφίες από τη Σαντορίνη (εκδ. Πατάκη) της δεκαετίας του 1950  με κείμενα της Μαργαρίτας Πουρνάρα. Και μια έκθεση που εγκαινιάζεται διαδικτυακά στο Μουσείο Μπενάκη  εν μέσω άρσης λειτουργίας των μουσείων με υλικό από το εγκαταλελειμμένο καστρομονάστηρο του 13ου αι. στο νησιωτικό σύμπλεγμα Στροφάδων, κοντά στη Ζάκυνθο, βασισμένη στην ιστορική έρευνα της Κατερίνας Λυμπεροπούλου (κυκλοφορεί ήδη η σχετική έκδοση) και σε επιμέλεια των Ελένη Αθανασίου και Αλέξη Βερούκα. Η έκθεση τελεί υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου και του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου.

Εντοπίσαμε τον Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ αποκλεισμένο στη Νέα Υόρκη και συζητήσαμε μαζί του, μεταξύ άλλων, για τη σχέση του με την Ελλάδα, το lockdown και την πρόκληση μιας ψηφιακής έκθεσης.

Η Ελλάδα έχει αναδειχθεί σε μούσα σας. Τι σας γοητεύει σε αυτή;

Νιώσαμε με τον αδελφό μου σαν στο σπίτι μας στην Ελλάδα. Η φιλοξενία ήταν εξαιρετική. Ξεκινήσαμε να επισκεφτόμαστε τα νησιά και πολύ συχνά ήμασταν οι μοναδικοί ξένοι επισκέπτες.

Κάθε νησί ήταν μια νέα απόλαυση, με φιλικούς ανθρώπους και ενδιαφέρουσες ιστορίες. Ήταν σαν να ανακαλύπταμε χαμένους πολιτισμούς. Ανάμεσα στα υπέροχα ελληνικά βουνά και τα γαλάζια νερά του Αιγαίου δεν υπήρχε συναγωνισμός για τα επόμενα 60 καλοκαίρια.

Επισκεφθήκατε την Ελλάδα ως τουρίστας, αλλά λέτε συχνά πλέον ότι αισθάνεστε Έλληνες. Πόσο έχει αλλάξει κατά συνέπεια κι ο τρόπος που βλέπετε την Ελλάδα μέσα από τον φακό σας;

Αυτό που βλέπω τώρα είναι φυσικά διαφορετικό συγκριτικά με ότι είδα το 1954. Η χώρα ήταν πολύ φτωχή. Είχε λεηλατηθεί και η υποδομή της είχε καταστραφεί από τους Ναζί. Δεν υπήρχαν επισκέπτες. Έτσι είχα την ευκαιρία να καταγράψω μεμονωμένους αυθεντικούς πολιτισμούς που είχαν αναπτυχθεί εδώ και αιώνες κι αυτό ήταν πολύ συναρπαστικό.

Στα περισσότερα νησιά δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, κανένα αυτοκίνητο, ένα τηλεφωνικό γραφείο και ελάχιστα ή καθόλου ξενοδοχεία. Οι άνθρωποι ζούσαν, όπως εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τη γεωργία, το ψάρεμα και το εμπόριο με τα καϊκια. Σήμερα ο φακός στα περισσότερα από αυτά τα όμορφα νησιά βλέπει τουρίστες και ξενοδοχεία που δεν είναι διόλου συναρπαστικό να τα φωτογραφίζεις. Πολλά νησιά έχουν ακόμα παρθένα τοπία, αλλά δυστυχώς, πολλά εξαφανίζονται καθώς οι οικονομικές πιέσεις είναι τεράστιες.

Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες σας αφορούν το παρελθόν της Ελλάδας. Εάν επιλέγατε να φωτογραφήσετε την Ελλάδα του 2020, τι θα απαθανατίζατε και γιατί;

Σήμερα κάποιες φορές θα φωτογραφίσω τουρίστες εάν υπάρχει κάτι οπτικά ενδιαφέρον. Θα προτιμούσα όμως να βρίσκομαι σε ένα απομακρυσμένο χωριό που διατηρεί ακόμα κάποια παραδοσιακά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού ή όπου το τοπίο είναι παρθένο. Τα ελληνικά τοπία είναι εντυπωσιακά και τις τέσσερις εποχές. Στη δεκαετία του 1950, συχνά έπρεπε να περιμένω πολύ ώρα για να εμφανιστεί μια φιγούρα για να κάνει μια πιο ενδιαφέρουσα σύνθεση. Σήμερα μερικές φορές συμβαίνει το αντίθετο. Πρέπει να περιμένω να απομακρυνθεί ένα πλήθος ανθρώπων για  να φωτογραφίσω μια συγκεκριμένη σκηνή ή ένα μνημείο.

Πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος που βλέπετε τα πράγματα μέσω της φωτογραφίας μετά το lockdown;

Εγκλωβίστηκα στη Νέα Υόρκη, αλλά  αυτή η κατάσταση με έχει οδηγήσει σε ορισμένα νέα πράγματα. Αποφάσισα, για παράδειγμα, να βάλω μερικές φωτογραφίες στο Instagram και στο Facebook, καθώς ο κόσμος δεν μπορούσε να πάει στα βιβλιοπωλεία. Αρχίσω να αρχειοθετώ μερικές από τις 75.000 εικόνες που έχουν συσσωρευτεί  όλα αυτά τα χρόνια, όπως και να συνεχίσω να φωτογραφίζω από το παράθυρό μου για να δω αν η θέα ενός παραθύρου της Νέας Υόρκης θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια ενδιαφέρουσα συλλογή. Είμαι βέβαιος ότι πολλοί φωτογράφοι που έζησαν το lockdown θα είχαν την ίδια ιδέα.

Έχετε κάνει πολλές εκθέσεις και εκδόσεις με φωτογραφικό υλικό από την Ελλάδα και ακόμα μας εκπλήσσετε. Υπάρχει κι άλλο ανέκδοτο υλικό στο συρτάρι;

Ναι. Έχω για παράδειγμα μια μεγάλη συλλογή φωτογραφιών της Κάσου, ένα νησί που διατηρεί μεγάλο μέρος του αρχικού του χαρακτήρα. Επίσης, σκέφτομαι μια συλλογή πορτρέτων Ελλήνων, σε χρώμα και σε ασπρόμαυρο, καθώς στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στράφηκα κυρίως στο χρώμα. Ένα άλλο έργο θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Οι Έλληνες και οι θάλασσές τους» με εικόνες όλων των μορφών ελληνικής ναυτιλίας. Το πιο σημαντικό από τα έργα στο συρτάρι είναι μια συλλογή φωτογραφιών της Πάτμου.

Φωτογραφίες από την έκθεση που εγκαινιάζεται στις 13 Μαϊου στο Μουσείο Μπενάκη με θέμα το καστρομονάστηρο του 13ου αι στο νησί Σταμφάνη του συμπλέγματος των Στροφάδων.

Η έκθεσή σας στο Μουσείο Μπενάκη θα εγκαινιαστεί ψηφιακά καθώς είναι προς το παρόν κλειστό. Πώς αντιμετωπίζετε αυτήν την πρόκληση; Μπορεί μια ψηφιακή παρουσίαση να αντικαταστήσει την άμεση θέαση της εικόνας από τον επισκέπτη;

Πιστεύω ότι τα ψηφιακά εγκαίνια μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά λόγω του αντικειμένου και του τύπου του υλικού. Τα ψηφιακά μέσα θα δώσουν στο μουσείο την ευκαιρία να αλληλεπιδράσει με ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό. Θα χρειαστεί, ωστόσο, προσεκτικός σχεδιασμός ώστε το αποτέλεσμα να ενδιαφέρον και ελκυστικό.

ΙNFO

H έκθεση “Ο Τελευταίος Μοναχός των Στροφάδων” από τις 13 Μάιου (στην ιστοσελίδα του Μουσείου Μπενάκη) έως τις  13 Σεπτεμβρίου στο κτίριο της οδού Κουμπάρη. Το ομότιτλο λεύκωμα 248 σελ κοστίζει 22  ευρώ.

Η έκδοση “Σαντορίνη- εικόνες μιας αλλης εποχής”, σελ. 180, τιμή 44 ευρώ. Και τα δύο εκδόσεις Πατάκη.