Υπάρχουν οι μεν, ορισμένοι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας ή υπουργοί, που ψηφίζουν πρόωρες εκλογές εφόσον οι οικονομικές συνθήκες – βλέπε το βάθος της ύφεσης – απαιτούν μια διαφορετική προγραμματική συμφωνία με τους πολίτες. Υπάρχουν και οι δε, οι οικονομολόγοι, που αποτάσσονται τις κάλπες το φθινόπωρο γιατί μια παρατεταμένη περίοδος πολιτικής αστάθειας δεν βοήθησε ποτέ καμιά οικονομία να σταθεροποιηθεί, πολλώ δε μάλλον να ανακάμψει. Το δίλημμα μεταξύ της μιας ή της άλλης προσέγγισης δεν έχει εύκολη απάντηση, λένε όσοι έχουν περάσει από αρχηγικά επιτελεία. Λογικό, αφού στη λίστα με τα υπέρ και τα κατά της πρόωρης προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία κι οι δυο πλευρές έχουν επιχειρήματα που δεν θα άφηναν κανέναν πρωθυπουργό ασυγκίνητο.
Δημοσκόποι κι επικοινωνιολόγοι – οι άνθρωποι δηλαδή που γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλο πώς δουλεύει το μυαλό των επαγγελματιών της πολιτικής – διακρίνουν μια σειρά από πλεονεκτήματα για την κυβέρνηση στην περίπτωση που ο Κυριάκος Μητσοτάκης αλλάξει τη δημόσια αρθρωμένη γνώμη του και προκηρύξει εκλογές τους επόμενους μήνες. Κατά την εκτίμησή τους το μέγεθος της οικονομικής κρίσης, που έπεται της υγειονομικής, θα συνεπάγεται αναγκαστικά επώδυνα μέτρα – τα οποία δύσκολα μια κυβέρνηση μπορεί να προσδοκά πως θα περάσει από το κοινοβούλιο με αντιπολιτευτική συναίνεση ή χωρίς σημαντικό πολιτικό κόστος. Εξού κι η μοναδική λύση, για έμπειρο αναλυτή, θα είναι η νωπή λαϊκή εντολή.
Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, βέβαια, οι περισσότεροι συνάδελφοί του παραδέχονται ως βασικότερο ατού μιας φρέσκιας εντολής τον χρόνο κατά τον οποίο θα αυξηθεί η παραμονή στην εξουσία. Μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στη διακυβέρνηση σημαίνει και περισσότερες πιθανότητες να αποδώσουν καρπούς τα σκληρά μέτρα. Αρα αυξημένο ενδεχόμενο να διεκδικήσει η ΝΔ με αξιώσεις μία ακόμη τετραετία όταν οι ψηφοφόροι ξαναβρεθούν πίσω από το παραβάν.
Παράλληλα, οι βουλευτές μιας νέας γαλάζιας πλειοψηφίας θα έχουν την ευχέρεια να αντικρούουν οποιαδήποτε κριτική των αντιπολιτευομένων υποστηρίζοντας ότι οι κυβερνητικές πολιτικές έχουν νομιμοποιηθεί πρόσφατα από το εκλογικό σώμα – όπως έκαναν οι συριζαίοι μετά τον Σεπτέμβριο του 2015 για το τρίτο Μνημόνιο.
Για τους τακτικιστές ένα επιπλέον όφελος θα ήταν πως έτσι «καίγεται η απλή αναλογική», σε μια περίοδο που η δημοσκοπική υπεροχή του κυβερνώντος κόμματος υποδηλώνει ότι στις δεύτερες κάλπες, που θα στηθούν με ενισχυμένη αναλογική, εκείνο θα αναδειχθεί νικητής.
Κρύβει κινδύνους
Ο αντίλογος θέλει την αναμέτρηση με απλή αναλογική να κρύβει κινδύνους. Οπως φέρ’ ειπείν, τον σχηματισμό κυβέρνησης χωρίς το πρώτο κόμμα. Πρόκειται για το σενάριο που διακινούν οι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά προϋποθέτει ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ να ενισχύσουν αρκετά τις δυνάμεις τους. Να βρεθούν, σύμφωνα με κάποιους εκλογολόγους, τουλάχιστον επτά μονάδες πάνω από το 39,6% που συγκέντρωσαν αθροιστικά την 7η Ιουλίου πέρυσι – και φυσικά να κατορθώσουν να συνεργαστούν. Οσοι θεωρούν «όχι ακατόρθωτη» την προοπτική επιστρατεύουν ως επιχείρημα τον τρόπο που ίσως επηρεάσει τις αποφάσεις ορισμένων ψηφοφόρων η επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης. Αλλά και τον παλιό πολιτικό κανόνα πως δεν υπάρχουν εκλογές χωρίς ρίσκο. Η προκήρυξή τους και μόνο αναμένεται, για παράδειγμα, να βελτιώσει τη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκτός από το πολιτικό ρίσκο όσοι εναντιώνονται στις πρόωρες εκλογές επικαλούνται και το οικονομικό. Μια περίπου 70ήμερη περίοδος πολιτικής αστάθειας – και πιθανότατα πόλωσης – λόγω της διπλής κάλπης μόνο αρνητικά αναμένουν οικονομικοί αναλυτές να επιδράσει στο ποσοστό της ύφεσης. Η σχετική πείρα των μνημονιακών χρόνων στηρίζει τους εν λόγω φόβους. Από την εμπειρία του τελευταίου διμήνου, πάλι, προκύπτει η απορία «αν έρθει ένα νέο κύμα Covid-19 πριν από την εκλογική Κυριακή;». Πώς άραγε διεξάγονται εκλογές σε κατάσταση κοινωνικής αποστασιοποίησης;
Τα ποσοστά αποδοχής
Παρεμπιπτόντως, εξαιτίας όλων των παραπάνω κάποιοι εκτιμούν ότι προκειμένου να φέρουν τα προσδοκώμενα για το Μαξίμου αποτελέσματα οι πρόωρες θα πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα – για να διατηρούν κυβέρνηση και Πρωθυπουργός τα υψηλά ποσοστά αποδοχής που κέρδισαν από την κρίση του Covid-19. Κι όσο το δυνατόν γρηγορότερα, δηλαδή με τη μικρότερη δυνατή συνταγματικά προεκλογική περίοδο.
Ακόμη, βέβαια, και στη νικηφόρα για τον Μητσοτάκη εκδοχή μια εκλογική αναμέτρηση ενέχει έναν κίνδυνο για τον ίδιο: Το κόμμα του να κερδίσει με ποσοστό που θα του εξασφαλίσει ελάχιστες έδρες πάνω από τις 158 – να φτάσει τις 161 π.χ. Τότε η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, θα μπορεί να τον κατηγορεί για τακτικισμό, για πρόκληση μιας δίμηνης αναστάτωσης μόνο και μόνο για τρεις έξτρα βουλευτές. Θα ήταν μια κατηγορία που πιθανότατα θα άκουγε ως εύλογη μερίδα της κοινής γνώμης. Κι η οποία θα άφηνε ρωγμές στην εικόνα του υπεύθυνου πολιτικού.
Υπάρχει, πάντως, μια φροϊδική συμβουλή για την επίλυση του επίμαχου διλήμματος: «Σε αποφάσεις δευτερευούσης σημασίας, είναι χρήσιμο να εξετάζουμε τα υπέρ και τα κατά. Σε κρίσιμα ζητήματα όμως, η απόφαση πρέπει να προέρχεται από την καρδιά».