Για τις ημέρες της καραντίνας, τα περιοριστικά μέτρα, την διαγωγή των Ελλήνων αλλά και για τους νέους που συγκεντρώνονται στις πλατείες μίλησε ο ακαδημαϊκός Θεοδόσης Τάσιος.
Ο διανοητής και συγγραφέας μίλησε στην Καθημερινή και τη Μαργαρίτα Πουρνάρα για την ελληνική οικογένεια και τις περίεργες μέρες που ζούμε.
«Το να αρχίσω να χαϊδεύομαι όπως μερικοί μερικοί και να λέω: “Αχ πλήττω!”, “Αχ, θέλω να δω τη θάλασσα”, “Αχ μου λείπει η Μαρίτσα και τι θα κάνω” μου φάνηκε τουλάχιστον αστείο, ενώ ήμουν στην ασφάλεια του σπιτιού μου. Μην ξεχνάτε έχω και μια ηλικία» ανέφερε ο ίδιος και συμπλήρωσε ότι έμεινε σπίτι ενάμιση μήνα χωρίς να διαμαρτυρηθεί καθόλου. «Είμαι παιδί της Κατοχής, ενώ μνήμες του Πολέμου και βιώματα πολύ σκληρά».
Ο κ. Τάσιος μπορεί να μην διαμαρτυρήθηκε στην καραντίνα, ωστόσο φοβάται την επόμενη ημέρα. «Δεν σας κρύβω ότι φοβάμαι ιδιαιτέρως αυτό το μεταβατικό στάδιο στο οποίο βρισκόμαστε. Οι συμπατριώτες μας έδειξαν καλή διαγωγή μέχρι πριν από μερικές ημέρες, αλλά ανάμεσά μας υπάρχουν πάντα και πολλοί Ελληναράδες που δεν γνωρίζω πώς θα αντιδράσουν στο νέο καθεστώς».
Ο ίδιος διευκρίνισε ότι μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι οι νέοι που συγκεντρώνονται στις πλατείες αλλά «υπάρχει επίσης αυτό το είδος συμπολιτών μας που αποκαλούμε ψεκασμένους, όπου βρίσκει κανείς και μεγαλύτερους σε ηλικία. Ταυτόχρονα σε κάθε κοινωνία υπάρχει “χωρητικότητα ανεκτικότητας”. Θα φανεί πολύ σύντομα αν εμείς οι Έλληνες εξαντλήσαμε τα αποθέματά της στο χρονικό διάστημα της καραντίνας ή έχουμε ακόμα υπομονή».
Για τον ακαδημαϊκό, το δύσκολο διάστημα θα είναι από εδώ και στο εξής: «Ενα πράγμα που με ανησυχεί είναι η ομάδα που έχω βαφτίσει Νεοαγανακτισμένοι, η οποία θεωρώ ότι θα κάνει έντονη την παρουσία της τους επόμενους μήνες. Θα είναι άνθρωποι που θα πλήττονται από τις οικονομικές και κοινωνικές περιπλοκές που θα φέρει η ύφεση της πανδημίας. Μην ξεχνάτε ότι πέραν της ανεργίας αλλάζουν και οι συνθήκες όσων εργάζονται. Παράλληλα, θα υπάρχει και μια πολιτισμική αλλοίωση. Για άγνωστο χρονικό διάστημα δεν θα μπορούμε να συναθροιστούμε, να πάμε σε μια διάλεξη, σε μια συναυλία, να συνυπάρξουμε. Μας περιμένουν η ρευστότητα και η αβεβαιότητα».