Η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται αντιμέτωπη με τον πολύ δύσκολο συνδυασμό ανάμεσα σε μια υγειονομική κρίση και μια βαθιά οικονομική ύφεση που απειλεί γίνει αφετηρία μιας ακόμη πιο βαθιάς κοινωνικής κρίσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις πρόσφατες οικονομικές προβλέψεις που δημοσιοποίησε μιλά για ύφεση – ρεκόρ 7,7% στην ευρωζώνη και για σημαντική αύξηση της ανεργίας.
Ωστόσο, μέχρι τώρα έχει αποτύχει να έχει μια κοινή στρατηγική για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης. Τα εργαλεία που έχουν παρουσιαστεί για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας μπορούν να ακούγονται εντυπωσιακά, με ανακοινώσεις που μιλούν ακόμη και για πακέτο 2 τρισεκατομμυρίων στο πλαίσιο του «ταμείου ανάκαμψης» που επεξεργάζεται η Κομισιόν, όμως το πραγματικό μέγεθος είναι μικρότερο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Την ίδια ώρα, η πρόσφατη απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, που αμφισβήτησε τα μεγάλα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήρθε να υπενθυμίσει τα πραγματικά όρια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τα όρια της γερμανικής ηγεμονίας στην ΕΕ.
Εθνική αναδίπλωση και απουσία αλληλεγγύης
Η Ευρώπη φαινομενικά ήταν σε θέση να επιδείξει εντυπωσιακή αλληλεγγύη και να συγκεντρώσει πόρους και δυνάμεις για την από κοινού αντιμετώπιση της απειλής. Ωστόσο, τα περισσότερα κράτη πήραν τις βασικές επιλογές μόνα τους και κυρίως στηρίχτηκαν στις δικές τους δυνάμεις. Εκκλήσεις για βοήθεια που υπήρξαν ιδίως αρχικά απλώς αγνοήθηκαν.
Ηταν μια αναδίπλωση των κρατών στα σύνορά τους, συμβολικά και κυριολεκτικά. Με το σύστημα Σένγκεν ουσιαστικά σε αναστολή, τα κράτη – μέλη επανέφεραν τους συνοριακούς ελέγχους και η ελεύθερη μετακίνηση ουσιαστικά καταργήθηκε, χωρίς να είναι σαφές πότε και σε ποιον βαθμό θα επανέλθει.
Ομως, κυρίως η αδυναμία αλληλεγγύης φάνηκε εξαρχής στο ζήτημα των οικονομικών μέτρων. Η πεισματική άρνηση της Γερμανίας και άλλων χωρών για οτιδήποτε θα παρέπεμπε σε «μεταβιβαστική ένωση» και «αμοιβαιοποίηση κινδύνου» οδήγησε στον τερματισμό των συζητήσεων για έκδοση ειδικών ευρωομολόγων, φέρνοντας αρκετά κράτη – μέλη αντιμέτωπα με το ενδεχόμενο σημαντικής αύξησης του χρέους για να απαντήσουν στο σοκ ύφεσης που προκαλούν τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Τα όρια των μέτρων που αποφάσισε η ΕΕ
Είναι αλήθεια ότι μετά την απόρριψη των ευρωομολόγων έγινε μεγάλη προσπάθεια να δοθεί η εικόνα ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση ετοιμάζει ένα μεγάλο πακέτο μέτρων που θα αποτελούσαν ρωμαλέα απάντηση στην επικείμενη ύφεση.
Ομως, τα πραγματικά δεδομένα είναι διαφορετικά. Ο κύριος όγκος των μέτρων που έχουν ανακοινωθεί αφορά το πακέτο των 540 δισ. που συμφωνήθηκε σε επίπεδο Eurogroup και το οποίο επιμερίζεται στην αύξηση των εγγυήσεων προς την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για τη χορήγηση δανείων προς επιχειρήσεις, το πρόγραμμα SURE που αφορά την ενίσχυση επιχειρήσεων για να μην περικόψουν θέσεις εργασίας και την απόφαση, που επικυρώθηκε την περασμένη Παρασκευή, να δοθούν δάνεια μέχρι ύψος 2% του ΑΕΠ κάθε χώρας από τον ESM για την κάλυψη αναγκών για τα συστήματα υγείας.
Ως προς το «ταμείο ανάκαμψης» που υποτίθεται ότι θα φτάσει τα δύο τρισεκατομμύρια ευρώ, ακόμη δεν έχουν διαμορφωθεί τα εργαλεία χρηματοδότησής του, ενώ φαίνεται ότι ο κύριος όγκος του θα αφορά συνδυασμό της μετακίνησης χρονικά προς τα εμπρός των κονδυλίων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού (για να θα δοθούν τώρα πόροι που θα δίνονταν αργότερα) και σημαντικής μόχλευσης στις χρηματαγορές, χωρίς να αποσαφηνιστεί σε ποιο τμήμα του θα αποτελείται τελικά από δάνεια προς τα κράτη – μέλη. Αρα απέχει από το είδος του ευρωπαϊκού New Deal που διάφοροι πρότειναν.
Αντίστοιχα, το νέο πακέτο ποσοτικής χαλάρωσης που ανακοίνωσε η ΕΚΤ, πέραν των ζητημάτων που εγείρει η πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου της Καρλσρούης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελεί πακέτο τόνωσης της ρευστότητας και όχι άμεση οικονομική ενίσχυση.
Παρά το σημαντικό μέγεθος των μέτρων αυτών, είναι σαφές ότι ακόμη απέχουν από εκείνο το είδος της μεγάλης οικονομικής παρέμβασης που θα αντέστρεφε τις υφεσιακές δυναμικές, την ίδια ώρα που παρά την προσωρινή ανοχή σε αυξημένα ελλείμματα, η λογική της σκληρής δημοσιονομικής επιτήρησης παραμένει ενεργή.
Η Ευρώπη δεν είναι ομοσπονδία
Παρότι ο «φεντεραλισμός» αποτελεί στοιχείο της πολιτικής ταυτότητας των ευρωπαϊκών θεσμών και σφραγίζει τη αντίληψη της «ευρωπαϊκής ιδέας», η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος, ούτε καν ένα δυνάμει ομοσπονδιακό κράτος, αλλά μια σύμπραξη κρατών που διατηρούν τον πυρήνα της κυριαρχίας τους. Αυτή παραμένει η βαθιά πεποίθηση της ηγεμονικής χώρας της ΕΕ, της Γερμανίας. Και θεματοφύλακας αυτής της άποψης είναι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης.
Αυτό υπογράμμισε η πρόσφατη απόφασή του με την οποία αμφισβήτησε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που είχε κρίνει – ύστερα από αίτημα του ίδιου του δικαστηρίου της Καρλσρούης – ότι ήταν σύννομο το πρόγραμμα αγοράς τίτλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας του 2015, το γνωστό δηλαδή πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θεωρώντας ότι δεν δόθηκαν όλες οι εγγυήσεις ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ δεν θα είχαν οικονομικές επιπτώσεις πέραν της νομισματικής πολιτικής, στον βαθμό που η ΕΚΤ δεν έχει αρμοδιότητα στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, αλλά μόνο στη νομισματική πολιτική. Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα και ενέχει ανάληψη κινδύνου πέρα από το πλαίσιο της ΕΚΤ. Κατά το δικαστήριο, η ΕΚΤ κινήθηκε ultra vires, δηλαδή πέραν των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων της. Γι’ αυτό και δεν αποδέχεται την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Η απόφαση αυτή αποτυπώνει την πάγια θέση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου αλλά και του γερμανικού πολιτικού συστήματος ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν αναιρεί τον πυρήνα της κυριαρχίας του γερμανικού κράτους, όπως και τη θέση ότι δεν έχουν τα ευρωπαϊκά όργανα αρμοδιότητα να αποφασίζουν για την αρμοδιότητά τους, κοντολογίς δεν μπορούν να την επεκτείνουν εις βάρος της κυριαρχίας των κρατών – μελών.
Με τη συγκεκριμένη απόφαση το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο δυναμιτίζει τη μέχρι τώρα συναίνεση ότι η ΕΚΤ υποστηρίζει τη συνολική οικονομική πολιτική της ΕΕ, άρα και τις πολιτικές για την ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή και δεν περιορίζεται στον πληθωρισμό και τους δημοσιονομικούς στόχους. Παράλληλα, αμφισβητώντας την ίδια την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, την οποία μάλιστα είχε ζητήσει, αμφισβητεί εμμέσως το ίδιο το πρωτείο του ευρωπαϊκού δικαίου. Αυτό διαμορφώνει ένα ευρύτερο προηγούμενο για χώρες που θα ήθελαν να αμφισβητήσουν τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ιδίως σε μια εποχή που υπάρχουν μορφές εθνικών αναδιπλώσεων και χώρες όπως η Πολωνία ευθέως υποστηρίζουν ότι δεν δέχονται παρεμβάσεις της ΕΕ σε ό,τι κρίνουν ότι αποτελεί τμήμα της εσωτερικής έννομης τάξης.
Το όριο της γερμανικής ηγεμονίας
Αυτό φέρνει στο προσκήνιο το όριο της γερμανικής ηγεμονίας στην ΕΕ. Πολιτικά η Γερμανία διατηρεί κεντρικό ρόλο στην Ενωση. Ηταν η χώρα που ευνοήθηκε περισσότερο οικονομικά από τη διαμόρφωση της ευρωζώνης. Η αρχιτεκτονική του ευρώ, αυτή η αντιφατική κατασκευή ενός ενιαίου νομίσματος και μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, χωρίς «ευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών» και χωρίς αναδιανεμητικές πολιτικές που θα οδηγούσαν στην πραγματική σύγκλιση, ήταν κυρίως γερμανικής έμπνευσης.
Ηταν ως εάν η Γερμανία να θέλει ταυτόχρονα να απολαμβάνει όλα τα οφέλη από την ηγεμονική της θέση και να μη θέλει να αναλάβει οποιοδήποτε μέρος από το κόστος που αυτή η ηγεμονία συνεπάγεται.
Ακόμη χειρότερα: την ώρα που η Γερμανία επέβαλε ως προς τη λειτουργία του κοινού νομίσματος όρους που για τις περισσότερες χώρες σήμαιναν εκχώρηση κυριαρχίας (όπως είναι η απεμπόληση της νομισματικής πολιτικής, η υποχρεωτική δημοσιονομική πειθαρχία, η επιτήρηση των προϋπολογισμών), η ίδια επικαλείται την ακεραιότητα της δικής της κυριαρχίας για να μη συναινέσει σε συντονισμένες ευρωπαϊκές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η αδύναμη Ευρώπη
Για να άλλη μια φορά η Ευρώπη αποδεικνύεται αδύναμη να μπορεί να αντιμετωπίσει συντονισμένα μια κρίση. Εν μέρει αυτό είχε συμβεί και το 2008 και το αποτέλεσμα ήταν η τραγωδία των Μνημονίων και μία δεκαετία αναιμικής ανάπτυξης. Ούτε είναι τυχαίο ότι η «μεγάλη συζήτηση» για το μέλλον της Ενωσης χρόνια τώρα αναβάλλεται για το μέλλον, ακόμη και μετά το «καμπανάκι» από την αποχώρηση της Βρετανίας. Χωρίς όραμα, χωρίς ηγεσία και χωρίς πραγματική αλληλεγγύη το ευρωπαϊκό οικοδόμημα καθίσταται όλο και πιο ευάλωτο όχι μόνο στα εξωτερικά σοκ, αλλά και στις αποκλίνουσες εθνικές δυναμικές στο εσωτερικό του.