Η πιο συχνή ψυχολογική αντίδραση αυτών των ημερών είναι η ελπίδα ότι όλα αυτά που μας συμβαίνουν σύντομα θα τελειώσουν και τα πράγματα θα επιστρέψουν εκεί όπου ήταν πριν την πανδημία. Ομως, όσο κατανοητή και εάν είναι αυτή η αντίδραση, άλλο τόσο ισχύει ότι τα πράγματα δεν πρόκειται να επιστρέψουν σύντομα εκεί όπου ήταν. Η οικονομική κρίση που έχει προκληθεί είναι χωρίς προηγούμενο και δεν πρόκειται να είναι παροδική.
Αυτή τη στιγμή ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας έχουν δεχτεί τεράστια πλήγματα: ο τουρισμός, η εστίαση, το εμπόριο, οι επιχειρήσεις ακροάματος – θεάματος.
Τα μέτρα που ανακοινώνονται σημαίνουν ότι φέτος, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα αποτελούν ένα μικρό κλάσμα μόνο του τζίρου τους.
Στη χειρότερη των περιπτώσεων ένα «δεύτερο κύμα» έκτακτων μέτρων, σε περίπτωση νέας έξαρσης, απλώς θα σημαίνει μια χαμένη χρονιά. Που πολύ πιθανό είναι την ακολουθήσουν και άλλες κακές χρονιές.
Η κατάσταση φέρνει τεράστια διλήμματα για τις επιχειρήσεις, αλλά και για το κράτος. Θα πρέπει να ανταποκριθούν προς τις φορολογικές ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους ή να προσπαθήσουν να μην κάνουν απολύσεις; Και αντίστοιχα το Δημόσιο τι πρέπει να κάνει: να επιμένει για να εισπράξει αυτά που του χρωστάνε οι επιχειρήσεις, για να μπορέσει π.χ. να πληρώσει επιδόματα ανεργίας, ή να δείξει ανοχή για να μην προχωρήσουν οι επιχειρήσεις σε απολύσεις;
Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα είναι η ώρα μεγάλων αποφάσεων. Τα κλασικά εργαλεία δεν μπορούν να απαντήσουν σε αυτή την κρίση. Δεν αντιμετωπίζεται διψήφια ύφεση με επιμέρους ενισχύσεις και αναβολή φορολογικών υποχρεώσεων. Ούτε μπορούμε να σκεφτόμαστε με όρους μισθών πείνας. Η προτεραιότητα πρέπει να είναι στη διατήρηση της απασχόλησης και στην αποφυγή της εξαθλίωσης. Ο συνδυασμός ανάμεσα σε ένα γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, με στρατηγικό σχέδιο και πραγματικά αποτελέσματα και μια πραγματική μείωση του ασφαλιστικού και φορολογικού βάρους, μπορεί να διατηρήσει θέσεις απασχόλησης και να αποφύγει την καταστροφή ολόκληρων κλάδων.