Ο Γιάννης Καρυπίδης ζει με την οικογένειά του στην πόλη της Χαλκίδας. Τα τελευταία χρόνια διευθύνει μια επιχείρηση με μια ευρεία γκάμα προϊόντων που έχουν στον «πυρήνα» τους το μέλι. Πολυταξιδεμένος και κοσμοπολίτης κατάφερε μέσα από τις επιχειρηματικές επιλογές του να παρουσιάσει μια στέρεη βάση εξαγωγικών επιδόσεων. Η χάρη των προϊόντων του έφθασε μέχρι τη μακρινή Δημοκρατία της Κορέας όπου το σύνολο των παραγγελιών διοχετεύθηκε στο καταναλωτικό κοινό μέσα από δυναμικά εναλλακτικά δίκτυα πωλήσεων. Με βάση αυτό το δεδομένο, η εταιρεία Stayia Farm δοκίμασε τις δυνατότητες, τα όρια και τις αντοχές της σε αυτό το δύσκολο δίμηνο του #MenoumeSpiti. Ως προς αυτό επέλεξε να βασιστεί στην «ψηφιακή βιτρίνα»…

Στο σημείο αυτό μια πρώτη χρήσιμη για τη συνέχεια παρένθεση. Η επέλαση του φονικού Covid-19 όχι μόνο επέτρεψε στο κράτος να προχωρήσει με μεγάλα άλματα στον μαραθώνιο του Ψηφιακού Μετασχηματισμού της λειτουργίας και των παρεχόμενων υπηρεσιών στους πολίτες αλλά αποτέλεσε και χρυσή ευκαιρία για να έρθει στο προσκήνιο η – τόσο απαραίτητη και αναγκαία για μικρούς κατά βάση παραγωγούς με ισχυρή τοπική αναφορά – «ψηφιακή βιτρίνα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που παράγει

Με απλά λόγια, το δίμηνο του #MenoumeSpiti ήταν καθοριστικό για να δοκιμαστούν και να αξιολογηθούν επιχειρηματικές επιλογές και καταναλωτικές συμπεριφορές στο πεδίο της αγοράς όπου το ράφι απέκτησε – για πρώτη φορά στην Ελλάδα – έναν σοβαρό ανταγωνιστή: την «ψηφιακή βιτρίνα» των e-shops.

Μικροί παραγωγοί με εξωστρεφή προσανατολισμό

H Stayia Farm, η εταιρεία του Γιάννη Καρυπίδη, έδωσε τη μάχη της – πέρα από το ράφι των σουπερμάρκετ όπου βρίσκονται τοποθετημένα τα προϊόντα της – με όπλα δύο ηλεκτρονικά καταστήματα, ένα για την Ελλάδα (https://www.superbfoods.gr) και το άλλο για όλο τον κόσμο με έδρα την Αγγλία (https://www.thebeebros.com). Οι επιδόσεις εξαιρετικές σε τέτοιον βαθμό που η ρευστότητα που δημιουργήθηκε στήριξε απόλυτα την παραγωγική της λειτουργία σε μια περίοδο όπου το ευρώ που δαπανάται από τους επιχειρηματίες δεν ξαναγυρίζει εύκολα και γρήγορα στα ταμεία της επιχείρησης. Αρα η «ψηφιακή βιτρίνα» με ένα ελάχιστο ποσό επένδυσης εξασφαλίζει ρευστότητα και όχι μόνο. Ο Γιάννης είναι σε θέση να πιστοποιήσει ότι μια «ψηφιακή βιτρίνα» που στηρίζεται σε γερά θεμέλια, δηλαδή έχει την απαραίτητη και αναγκαία παραγωγική συνείδηση, ενισχύει τη σχέση εμπιστοσύνης με τον καταναλωτή, ο οποίος έχει παραπάνω της μιας επιλογής για την αγορά του. Επιπλέον, δημιουργεί ένα κανάλι αμφίδρομης επικοινωνίας ανάμεσα στο ράφι του σουπερμάρκετ και το ηλεκτρονικό κατάστημα.

Πάντως, το πιο σημαντικό δίδαγμα της αξιοποίησης της «ψηφιακής βιτρίνας» ήταν το εξής: Οι μικροί παραγωγοί με εξωστρεφή προσανατολισμό βρήκαν και αξιοποίησαν ένα εργαλείο επιβίωσης και ανάπτυξης που κράτησε όρθιες τις επιχειρήσεις και ζωντανό τον κόσμο της εργασίας αλλά και τις τοπικές αγορές – κοινωνίες.

Λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Stayia Farm, στην περιοχή της Ριτσώνας, βρίσκονται οι παραγωγικές εγκαταστάσεις μιας από τις παλαιότερες εν λειτουργία βιομηχανίες της χώρας – της Παπουτσάνης. Η διοίκηση της βιομηχανίας με τη βοήθεια της κυβέρνησης και των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών κατάφερε μέσα σε λίγα 24ωρα να γυρίσει τον διακόπτη και να θέσει σε λειτουργία μια γραμμή παραγωγής μόνο για αντισηπτικά.

Η Παπουτσάνης, αφού έλαβε τις απαραίτητες εγκρίσεις, αξιοποίησε μέρος της παραγωγής για την αποκλειστική παραγωγή βιοκτόνων και απολυμαντικών με χρήση οινοπνεύματος σε περιεκτικότητα 80% κατ’ όγκον. Επιπλέον, ούσα μία πλήρως καθετοποιημένη εταιρεία, διαθέτει τη δυνατότητα παραγωγής πλαστικών μπουκαλιών και πωμάτων καθώς και παραγωγής μαζών και εμφιάλωσης, είτε σε μικρά είτε σε μεγάλα μπουκάλια. Η εταιρεία σε πρώτη φάση παράγει 150.000 φιαλίδια τσέπης ανά 24 ώρες επί επταήμερης βάσης ενώ, εφόσον υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη, 250.000 φιαλίδια ανά 24 ώρες. Τα συγκεκριμένα προϊόντα διατίθενται σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.

Στην περίπτωση της Παπουτσάνης εκείνο που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι το στοιχείο της ευελιξίας. Το τελευταίο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για να παραμείνει μια επιχείρηση στο παιχνίδι την εποχή της γενικευμένης αβεβαιότητας που συνοδεύει την επέλαση του Covid-19.

Το τρίπτυχο πιστοποίηση – τυποποίηση – ευελιξία

Η ευελιξία αποτελεί μέρος ενός δυνατού τριπτύχου που θα επηρεάσει από εδώ και πέρα τις ζωές όλων όσοι εμπλέκονται με τον έναν ή άλλον τρόπο στο πεδίο της ανοιχτής, ανταγωνιστικής επιχειρηματικότητας. Το τρίπτυχο πιστοποίηση – τυποποίηση – ευελιξία θα λειτουργεί ως ρήση Ευαγγελίου για τους πάντες και τα πάντα. Ορισμένοι θα μπορούν να βρουν στο τρίπτυχο στοιχεία αφόρητου, ασφυκτικού καταναγκασμού αλλά οι περισσότεροι θα δουν μια νέα προοπτική που ξαναμοιράζει την τράπουλα, δημιουργεί δουλειές και εισοδήματα και πάνω απ’ όλα αναζητά εξειδικευμένα στελέχη με σταθερή εργασία και καλές αποδοχές.

Τα υγειονομικά πρωτόκολλα και η αυστηρή τήρησή τους σε όλη την κλίμακα της επιχειρηματικής αλυσίδας –  από το χωράφι στην παραγωγή και από εκεί στην αποθήκη και το ράφι – θα επιβάλουν την παρουσία της οργανωμένης επιχείρησης (ανεξαρτήτως μεγέθους, ιδιοκτησιακού καθεστώτος κ.λπ.) στην αγορά – κάτι ωφέλιμο και για τα δημόσια ταμεία αλλά και για τα συμφέροντα των καταναλωτών. Η γκρίζα οικονομία του «χύμα» των αγροτικών προϊόντων για παράδειγμα δεν θα έχει θέση στην εποχή μας…

Σε κάθε περίπτωση, τόσο η «ψηφιακή βιτρίνα» των μικρών παραγωγών με τοπική αναφορά όσο και το τρίπτυχο πιστοποίηση – τυποποίηση – ευελιξία για την οργανωμένη παραγωγική επιχείρηση θα αποτελούν τους δύο πυλώνες που θα συγκροτούν ένα μοντέλο οργάνωσης, λειτουργίας και δράσης που θα ανταποκρίνεται στις επιταγές των καιρών. Με λίγα λόγια, η διαρκής ενθάρρυνση και στήριξη του ψηφιακού και τεχνολογικού μετασχηματισμού στον χώρο των οργανωμένων επιχειρήσεων θα πρέπει να αποτελεί μέλημα προτεραιότητας για την κυβέρνηση και τους μηχανισμούς της.

Αναπτυξιακό «δόγµα Μητσοτάκη»

Πέραν όλων αυτών των θετικών κινήσεων και ενεργειών χρειάζεται και μια πολιτική μακράς πνοής από την ίδια την κυβέρνηση – ένα νέο καλά συγκροτημένο αναπτυξιακό «δόγμα Μητσοτάκη», κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι οι επενδύσεις σε έργα υποδομής δημόσιου συμφέροντος που μπορούν να κινητοποιήσουν άμεσα τις τοπικές οικονομίες δημιουργώντας δουλειές, έσοδα και θέσεις εργασίας. Το εργαλείο υπάρχει και δεν είναι άλλο από τις ΣΔΙΤ. Ενα ολοκληρωμένο πρόγραμμα με αυστηρό κεντρικό συντονισμό θα έφερνε γρήγορα από ένα τουλάχιστον έργο της τάξης των 50 εκατομμυρίων ευρώ σε καθεμία Περιφερειακή Ενότητα από τις 13 Περιφέρειες της χώρας.

Σήμερα, το πρόγραμμα των ΣΔΙΤ που «τρέχει» είναι περίπου 2 δισ. ευρώ, ενώ υπάρχει ο σχεδιασμός να φθάσει το συνολικό πρόγραμμα τα 4 δισ. ευρώ σε έργα την τριετία 2021-24 (τριετία είναι ο συνήθης χρόνος υλοποίησης). Προσοχή! Την περίοδο της κατασκευής, δηλαδή μέσα στην τριετία, το Δημόσιο δεν καταβάλλει ούτε ευρώ στον ανάδοχο, ενώ είναι αποδεδειγμένο – υπάρχουν οι σχετικές μελέτες στο ΙΟΒΕ – ότι έχει πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα (φόροι, τέλη, εισφορές) το 40% της αξίας της επένδυσης. Επομένως, σε ένα πρόγραμμα 4 δισ. ευρώ μέσω ΣΔΙΤ, χωρίς δαπάνη του Δημοσίου και δημοσιονομικό βάρος, έχουμε συνεισφορά 7,2 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ, 1,6 δισ. ευρώ πρόσθετα έσοδα στα ταμεία του Δημοσίου και κοντά στις 180.000 θέσεις εργασίας.

Με άλλα λόγια, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης θα μπορούσε να στηθεί και να υλοποιηθεί ένα μακράς αναπτυξιακής πνοής πρόγραμμα που θα βοηθούσε τις Περιφέρειες και τις τοπικές οικονομίες – κοινωνίες να βρουν νέες δουλειές, νέα εισοδήματα και νέες θέσεις εργασίας, κινητοποιώντας στον μέγιστο βαθμό δυνάμεις και κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η ανταπόκριση του ιδιωτικού τομέα που ρισκάρει βάζοντας κεφάλαια και αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις για έργα που η περίοδος διαχείρισής τους σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά την εικοσαετία είναι μεγάλη και φαίνεται στους διαγωνισμούς που τρέχουν αυτή την περίοδο. Για παράδειγμα, οι ενδιαφερόμενοι στα έργα ΣΔΙΤ διαχείρισης απορριμμάτων – που η διάρκεια της σύμβασης φθάνει και τα 27 χρόνια – δεν ήταν ποτέ λιγότεροι από πέντε σχήματα – κοινοπραξίες εταιρειών. Την ίδια ώρα που στο έργο της Περιφέρειας Αττικής – το λεγόμενο «Πράσινο Εργοστάσιο» στα Ανω Λιόσια – που θα γίνει με τον παραδοσιακό τρόπο προσήλθαν μόνο δύο ενδιαφερόμενοι.

Οι ΣΔΙΤ έχουν και τη στήριξη του ΣΕΒ αλλά και των περιφερειαρχών. Σε κείμενα προερχόμενα από τον ΣΕΒ μπορεί κανείς να διαβάσει τα εξής: «Τα έργα υποδομών είναι κρίσιμα. ΣΔΙΤ που θα δώσουν ώθηση είναι τα περιφερειακά λιμάνια, μαρίνες, υδατοδρόμια, έξυπνα δίκτυα ενέργειας, νέα ευρυζωνικά δίκτυα, σιδηροδρομικές συνδέσεις, περιφερειακές οδικές συνδέσεις, εμπορευματικά κέντρα, διαχείριση αστικών αποβλήτων, επεξεργασία λυμάτων, αστικές αναπλάσεις, κ.τ.λ. Μηχανισμοί όπως των Ολυμπιακών Αγώνων μπορούν να τα επιταχύνουν περισσότερο».

Προϊόν υψηλής προστιθέµενης αξίας

Με άλλα λόγια, μη βασιστούμε για μια ακόμη φορά στα γεμάτα τραπεζάκια δίπλα στο κύμα ή στα γεμάτα δωμάτια της μικρής τουριστικής περιόδου. Δεν είναι και δεν πρέπει να είναι το κύριο αφήγημα της ελληνικής οικονομίας για την επομένη του Covid-19. Ακόμη και ο ελληνικός τουρισμός θέλει προϊόν υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η πρόσφατη έγκριση από το Συμβούλιο της Επικρατείας της τουριστικής επένδυσης στην περιοχή Καραπέτης της Ανω Μεράς της Μυκόνου – μια επένδυση της κοινοπραξίας AGC Equity Partners – δείχνει τον δρόμο. Δεν έχουμε ένα κλασικό ξενοδοχείo αλλά ένα συγκρότημα κατοικιών με τέτοια διάταξη που να προσομοιάζουν στις μικρές γειτονιές του κυκλαδίτικου νησιού και πάνω απ’ όλα ένα project με την υπογραφή του Γραφείου Νίκου Βαλσαμάκη. Από την απόφαση του ΣτΕ συγκρατώ μια – δυο φράσεις όπως εκείνη που πιστοποιεί ότι η επένδυση αποτελεί μια ήπια τουριστική ανάπτυξη υψηλών περιβαλλοντικών και πολεοδομικών χαρακτηριστικών.

Ολα τα παραπάνω – από την «ψηφιακή βιτρίνα» των μικρών τοπικών παραγωγών και την πράσινη επένδυση της Μυκόνου μέχρι τις ΣΔΙΤ των υποδομών ανά Περιφερειακή Ενότητα – αποτελούν δίχως άλλο τις ψηφίδες του νέου επενδυτικού χάρτη της χώρας.