«Ηταν πολλές οι φορές που με τον κορωνοϊό το μυαλό μου έτρεξε στο “Νησί” και σε σκηνές που κάναμε. Σε εκείνες τις πολύ δυνατές όπου δεν υπήρχε διάλογος. Στις μικρές κινήσεις που γίνονταν από τους ηθοποιούς. Οπως η σκηνή όπου ο Μάινας πάει να αγγίξει τη γυναίκα του (σ.σ.: την υποδυόταν η Κατερίνα Λέχου) για να τη βάλει μέσα στη βάρκα και αυτή τον πιάνει από το μπράτσο.
Επειδή δεν θέλει να του πιάσει το χέρι». Ο σκηνοθέτης Θοδωρής Παπαδουλάκης, που έβαλε υπογραφή σε μία από τις σημαντικότερες και πιο εμπορικές στιγμές της ιδιωτικής τηλεόρασης, το «Νησί» του Mega, θυμάται τη σειρά που προβλήθηκε πριν από 10 χρόνια (πρώτο επεισόδιο στις 11 Οκτωβρίου 2010) αποτυπώνοντας τις συνθήκες μιας καραντίνας. Σύμφωνα με το σενάριο, η ιστορία τοποθετούνταν στα τέλη της δεκαετίας του 1930, στην Κρήτη. Εκεί όπου μια κοινότητα αρρώστων εξορίστηκαν σ’ ένα ξερονήσι. Ανθρωποι διαφόρων ηλικιών και καταβολών, αναγκάζονταν να παλέψουν για τη ζωή τους μόνοι τους. Ξεγελώντας για λίγο τη μοναξιά τους, έπαιρναν μια ανάσα κανονικότητας – πάντα από απόσταση – κάθε φορά που τα αγαπημένα τους πρόσωπα μαζεύονταν στην απέναντι ακτή για να τους χαιρετήσουν.
Η αφήγηση μοιάζει ξαφνικά σύγχρονη. Κι όμως είναι τόσο παλιά. Είναι η πραγματική ιστορία της Σπιναλόγκας, του τόπου εξορίας των λεπρών, που μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη ως η ακριβότερη παραγωγή στην ιστορία της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης. Χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στη νόσο του Χάνσεν και τον κορωνοϊό, συνεχίζει να θέτει κοινωνικούς προβληματισμούς στην αυγή μιας ακόμα πανδημίας. Και φέρνει στιγμιότυπα συγκίνησης στους πρωτεργάτες του τηλεοπτικού εγχειρήματος. «Κάθε φορά που έβλεπα τις σκηνές στο γύρισμα, πάντα ένιωθα κάτι, ανατρίχιαζα. Ηταν αυτές οι μικρές στιγμές που είχαν να κάνουν με την επαφή σε μία κατάσταση που πραγματικά θεωρείς ότι πρέπει να συμπαρασταθείς στον συνάνθρωπό σου, να τον αγκαλιάσεις.
Κι εκεί το πράγμα που δεν μπορείς να κάνεις είναι να τον αγγίξεις», συνεχίζει ο Θ. Παπαδουλάκης. To γιγαντιαίο πρότζεκτ που είχε αναλάβει ο κρητικός σκηνοθέτης άφησε αποτύπωμα όχι μόνο στην καριέρα του αλλά και στη συνείδησή του. Τις μέρες αυτές της καραντίνας, τα βιώματα των γυρισμάτων και των μηνυμάτων που κουβαλούσε η σειρά επέστρεψαν, υπογραμμίζοντας προφανώς πως η ανθρώπινη τραγωδία δεν έχει χρόνο ή τόπο κι ο φόβος μπορεί να πάρει διαφορετικά κάθε φορά πρόσωπα. «Πολύ δυνατές σκηνές ήταν και αυτές όταν ανακαλύπτουν ότι η Αννα είναι από μία οικογένεια λεπρών κι όλος αυτός ο κοινωνικός στιγματισμός και η απομόνωση που ακολουθεί από κει και πέρα. Τώρα, βιώνοντας αυτήν την απόσταση που πρέπει να κρατάμε μεταξύ μας, καμιά φορά όταν βλέπω κάποιους που δεν την τηρούν αρχίζω και κρίνω μέσα στο μυαλό μου. Λέω γιατί. Φαντάσου εκείνη την εποχή που τα πράγματα ήταν πάρα πολύ πιο ζόρικα», λέει ο σκηνοθέτης.
Λέχου και Μάϊνας
Η σειρά βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο της Βρετανής Βικτόρια Χίσλοπ, το οποίο ζωντανεύει την αληθινή ιστορία της Σπιναλόγκας και των κατοίκων της. Η Μιρέλλα Παπαοικονόμου που ανέλαβε τη σεναριακή προσαρμογή του, διατήρησε το υψηλό συναισθηματικό φορτίο που κουβαλούσαν οι κεντρικοί ήρωες και αποτύπωσε το αποτέλεσμα του αποχωρισμού των ανθρώπων τους από τους λεπρούς. Οπως κάνει δηλαδή και ο κορωνοϊός σήμερα, συμφωνεί η Κατερίνα Λέχου.
Η πρωταγωνίστρια της σειράς παρομοιάζει πλέον αυτήν τη θρυλική σκηνή της βάρκας με την απόσταση που καλείται να πάρει από τους δικούς της ανθρώπους και μάλιστα για το καλό τους. «Σκηνές όπως όταν με πήγαινε απέναντι ο Στέλιος Μάινας που δεν τον άφηνα ούτε να μου πιάσει το χέρι είναι αντίστοιχες με το ότι μέχρι σήμερα δεν πιάνω τους γονείς μου γιατί θεωρώ ότι είναι ευπαθής ομάδα. Αυτή η απόσταση που αναγκάζεσαι να κρατήσεις με τους ανθρώπους για να είναι υγιείς», αναφέρει. Ερμηνεύοντας την ευγενική δασκάλα Ελένη Πετράκη που καταλήγει στη Σπιναλόγκα λεπρή, έφερε αυτήν την απόσταση διαρκώς σε όλες τις κινήσεις της στο σετ. «Ολο αυτό ήταν τόσο δύσκολο όσο είναι οι αποχωρισμοί στη ζωή μας οι οποίοι είναι συνεχείς και αδιάλειπτοι. Κόβεται ο ομφάλιος λώρος, μετά θηλάζουμε και ξαφνικά αποκοβόμαστε.
Νομίζω ότι η ζωή μας είναι γεμάτη αποχωρισμούς. Ο άνθρωπος εκπαιδεύεται πολύ νωρίς για αυτό. Αυτό που έχει να κάνει είναι να ανακαλέσει το συναίσθημα αυτό. Που νιώθεις ότι χάνεις ξαφνικά τις ρίζες σου, τη γείωσή σου. Δεν είναι ευχάριστο συναίσθημα αλλά μας τυχαίνει σε τακτά χρονικά διαστήματα σε όλη τη ζωή μας», υπογραμμίζει η ηθοποιός.
Από την άλλη, ο συμπρωταγωνιστής της Στέλιος Μάινας, εκ ρόλου, ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο των αρρώστων και των υγιών. Κι αυτή η λεπτομέρεια μια δεκαετία μετά τα γυρίσματα, τον κάνει να βλέπει αυτή τη σύγκρουση των δύο κόσμων ως κοινωνικό ζήτημα. «Κατά τη διάρκεια του κορωνοϊού εγώ γνώρισα εξ ακοής αυτόν τον αποκλεισμό των ανθρώπων. Γιατί προφανώς οι κοινότητες για να προστατευτούν δημιουργούν στεγανά. Η Σπιναλόγκα η οποία έμεινε για τόσο πολλά χρόνια στην αφάνεια φέρει το μήνυμα του αποκλεισμού. Αυτό δηλαδή που δεν μπορούμε να το δεχθούμε και υποτίθεται ότι μας απειλεί, το εξοβελίζουμε. Κι αυτή η κοινωνική Σπιναλόγκα που είναι διαρκώς παρούσα στη ζωή μας. Δεν είναι μόνο η φυσική, ο αποκλεισμός της φυσικής παρουσίας», δηλώνει ο ηθοποιός.
Ο ίδιος υποδύθηκε τον ψαρά Γιώργο Πετράκη, ο οποίος μεταφέρει καθημερινά προμήθειες στο Νησί αλλά δεν καταφέρνει να γλιτώσει το πιο δύσκολο δρομολόγιο, αυτό της μεταφοράς της συζύγου του και της κόρης του απέναντι. Η εμπειρία των γυρισμάτων της σειράς του Mega τού έχει μείνει αξέχαστη, όπως κι ένας από τους συμβούλους της παραγωγής που είχε περάσει από τη Σπιναλόγκα. «Είχαμε έναν σύμβουλο καταπληκτικό, πρώην χανσενικό, ο οποίος ήταν παρών σε όλα τα γυρίσματα.
Ο Μανώλης Φουντουλάκης, ο οποίος πλέον έχει φύγει από κοντά μας. Βοήθησε καταπληκτικά στα γυρίσματα και μας δάνεισε ένα μικρό κομματάκι από την πίστη του ότι θα γίνει καλά. Οι άνθρωποι που περνάνε ένα τέτοιο μαρτύριο, ή θα γίνουν πολύ καλοί άνθρωποι ή μετά θα ξεχειλίζουν από κακία. Αυτός ξεχείλιζε από καλοσύνη και αγάπη για τους άλλους. Και αυτό για μας μπορεί να είναι ένα μάθημα στην εποχή του κορωνοϊού», τονίζει ο Μάινας.
Εμμονή στη λεπτομέρεια
Το «Νησί» ήταν ένα στοίχημα που έβαλε το Mega Channel με το κοινό, προσφέροντάς του μια διαφορετική ψυχαγωγία. Και το κέρδισε. Το τελευταίο επεισόδιο της σειράς εκτοξεύτηκε στην τηλεθέαση και έγραψε ιστορία. Εγινε το δεύτερο στη σειρά πρόγραμμα με τη μεγαλύτερη ανταπόκριση των θεατών στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, μετά τον τελικό του Euro 2004. Τα μυστικά της επιτυχίας κρύβονται στην εμμονή της λεπτομέρειας, τη συστηματική προετοιμασία, στο πνεύμα συνεργασίας που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους συντελεστές, τα ευρωπαϊκά πρότυπα εργασίας αλλά και στην τόλμη της παραγωγής. Γιατί, όπως τονίζει ο Θοδωρής Παπαδουλάκης, «στη δουλειά μας πρέπει να ρισκάρεις αν θες να πετύχεις κάτι το διαφορετικό». Μαζί του συμφωνεί και η Κατερίνα Λέχου.
«Η πρόκληση η πιο βαθιά ήταν για την ίδια τη θεματολογία. Ποιος θα καθόταν δηλαδή να δει ένα σίριαλ που θα μιλούσε για λεπρούς; Αλλά εγώ πιστεύω πρέπει να πρωτοστατείς στα γούστα του κόσμου και όχι να τα ακολουθείς. Βεβαίως δεν ισχύει πάντα αλλά όταν πάρεις το ρίσκο αξίζει. Εγώ θεωρώ ότι ήμουν πάρα πολύ τυχερή που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία». Κάπως αντιστοίχως νιώθει και ο συμπρωταγωνιστής της. «Με χαροποιεί ιδιαιτέρως ότι δέκα χρόνια μετά φτάνουμε στο σημείο να κάνουμε αναφορά σε μία δουλειά. Είμαστε ικανοί. Εχουμε ικανούς καλλιτέχνες, τεχνικό προσωπικό, παραγωγούς. Εχουμε κι εξαιρετικό κοινό και για να μας δει και για να μας στηρίξει. Η διαφορά είναι ότι πρέπει να το τολμήσουμε. Να τολμήσουν δηλαδή τα κανάλια να ξανακάνουν νέα πράγματα που να μας χαροποιούν και να μας κάνουν υπερήφανους για το τι μπορούμε να κάνουμε», καταλήγει ο Στέλιος Μάινας.