«Στα ενενήντα περπατώ, στα εκατό θα φτάσω, και τότε θα σκεφτώ αν θέλω να γεράσω», συνηθίζει να λέει η Ελένη Αρβελέρ σε όποιον τη ρωτήσει πού οφείλεται η τρομερή της ζωτικότητα σε σχέση με την ηλικία της, που την ομολογεί με την ακρίβεια εικοσιτετραώρου.
Ίσως το «μυστικό» να είναι αυτό ακριβώς, ίσως το γεγονός ότι τις μεγάλες περιπέτειες τόσο σε προσωπικό όσο και σε επιστημονικό επίπεδο που βίωσε, τις αντιμετώπισε πάντα ως μια προϋπόθεση και έναν όρο για να σφυρηλατηθεί ένας χαρακτήρας υψηλόφρων αλλά και χαριτωμένος, απόλυτος και ανυποχώρητος, αλλά και αφάνταστα επικοινωνιακός. Ίσως το γεγονός ότι η φράση του Τερέντιου «τίποτα το ανθρώπινο δεν θα μπορούσε να μου είναι ξένο» να έπαιξε καθοριστικό ρόλο ώστε η αεικίνητη παρεμβατικότητά της να αποκτά ένα πολύ ουσιαστικό αντίκρισμα οποιαδήποτε κι αν είναι η συνθήκη που την προκαλεί να εκφραστεί.
Με αποτέλεσμα όσο δυσάρεστη και αν ήταν υποχρεωμένη να παρουσιαστεί, οι συνέπειες να μην είναι αυτές που εγείρει μια αλήθεια που ξεβολεύει, αλλά η θεραπευτική ιδιότητα ενός επικοινωνιακού οίστρου που τίποτε δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί. Ετσι, φοιτητές ή αναγνώστες της ή και ένας που απλά παρακολουθεί τις πολυσχιδείς δραστηριότητές της, όσο κοντά της ή μακριά της κι αν βρίσκεται, να μπορεί να αισθάνεται ότι διατηρεί μια συνεχή, ακατάπαυστη επικοινωνία μαζί της.