«ΟΚ Boomer». Πολλοί έχουν ακούσει αυτή τη φράση από τους νέους της εποχής, από τη γενιά που βρίσκεται στην ηλικία των 15 – 35 ετών, το «δυναμικό κοινό» που λένε και οι διαφημιστές οι οποίοι θέλουν να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
Είναι μια φράση που «σάρωσε» κατά τη διάρκεια του 2019 και που συνεχίζει να είναι από τις πλέον γνωστές σε όλες τις χώρες.
Χρησιμοποιείται υποτιμητικά από τους νέους, είναι η απάντηση των νέων πολιτών στις γενιές που κυριαρχούν σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και που παραδίδουν έναν κόσμο χειρότερο απ’ ότι τον παρέλαβαν.
Είναι η υποτιμητική απάντηση που απορρίπτει όλες εκείνες τις ξεπερασμένες και προκατειλημμένες θεωρίες που κυριαρχούν.
Όπως για παράδειγμα η αντιμετώπιση της κοινωνίας, των εργαζόμενων, των ευάλωτων ομάδων σε μια οικονομική κρίση.
Ή ακόμη η περιθωριοποίηση των μειονοτήτων, η αποξένωση, η αντίσταση απέναντι στα ιδανικά των νεότερων γενιών.
Η φράση αυτή απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε όσους γεννήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη γενιά των baby boomers που κληροδότησαν ή ετοιμάζονται να κληροδοτήσουν έναν κόσμο ο οποίος δεν ταιριάζει στα ιδανικά των νεότερων.
Θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει με τη φράση που χρησιμοποιούσαν πριν από μερικά χρόνια αυτοί που τώρα είναι καθεστηκυία τάξη.
«Είμαι 16άρης, σας γ…ω τα λύκεια».
Αυτή, λοιπόν, η υποτιμητική φράση θέλει να δείξει τη δυσαρέσκεια των νέων για την κατάσταση που επικρατεί.
Για όλα αυτά που ήθελαν να έχουν και δεν βρίσκουν. Για όλα εκείνα τα ιδανικά που κάλλιστα οι baby boomers θα μπορούσαν να εκπληρώσουν αλλά δεν το έκαναν.
Ισως το πιο σπουδαίο επίτευγμα των περασμένων γενεών είναι ότι παραδίδουν έναν κόσμο που δεν έζησε πόλεμο.
Κι αυτό είναι σημαντικό για την ευημερία των λαών σε πολλές περιόδους από το 1945 και μετά.
Τι ζουν οι νέοι
Όμως, ας αφουγκραστούμε τους νέους στη χώρα μας, ειδικά εκείνους που έζησαν στο πετσί τους τη δεκαετή οικονομική κρίση και τώρα καλούνται να ζήσουν μια ακόμη κρίση, ίσως πιο σοβαρή.
Οι πιτσιρικάδες των λυκείων, οι φοιτητές, οι νέοι εργαζόμενοι ή και οι 30άρηδες που καλούνται τώρα κι αυτοί να βάλουν το λιθαράκι τους για έναν καλύτερο κόσμο, βρίσκονται αντιμέτωποι με πρωτόγνωρες καταστάσεις.
Οικονομικές κρίσεις που αφήνουν πίσω τους συντρίμμια.
Εργασιακές σχέσεις διαλυμένες. Ενας κανονικό εργασιακός μεσαίωνας που καλούνται να επιβιώσουν. Και μάλιστα σε ένα ανθρωποφαγικό περιβάλλον όπου επικρατεί ο νόμος του πιο ισχυρού, του πιο αδίστακτου.
Ή εκείνου που κάνει τις καλύτερες «δημόσιες σχέσεις», που «θέλει να τα έχει καλά με όλους γιατί μπορεί να τους χρειαστεί».
Κατακτήσεις δεκαετιών και κοινωνικοί αγώνες που δόθηκαν με αίμα στους δρόμους, δεν υπάρχουν πια.
Θεωρούμε κανονικότητα τις αναστολές συμβάσεων, τη μερική απασχόληση, τους μισθούς πείνας, την υπερεργασία, την αδυναμία ή ακόμη και την έμμεση απαγόρευση της αντίδρασης.
Θεωρούμε κανονικό ότι η τηλεργασία αντικατέστησε την εταιρική κουλτούρα και την κοινωνική συναναστροφή στο χώρο εργασίας.
Θεωρούμε φυσιολογικό και αναπόδραστο γεγονός την αποξένωση, ειδικά αυτούς τους μήνες της καραντίνας.
Και παρ’ όλο που η ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας υπερτερεί, κανείς δεν σκέφτηκε τις ψυχολογικές επιπτώσεις του εγκλεισμού, ειδικά των νέων ανθρώπων και των πολύ ηλικιωμένων.
Παραδίδουμε στους νέους έναν κόσμο που δεν του προσφέρει ευκαιρίες να κερδίσει τη ζωή. Που έχει εκπληκτικές σπουδές, πτυχία, ταλέντα, γνώσεις, παραστάσεις αλλά που δεν μπορεί να βρει τη δουλειά που του αξίζει.
Ελληνόπουλα που έφυγαν κακήν κακώς από την πατρίδα τους και που θα φύγουν ακόμη περισσότερα τους επόμενους μήνες. Μια χώρα που τρώει τα παιδιά της… και που αυτό κρίνεται φυσιολογικό.
Ενας κόσμος όπου ο κυνισμός κυριαρχεί. Αποθεώσαμε το πρωτοσέλιδο των New York Times που είναι αφιερωμένο στους 100.000 νεκρούς στις ΗΠΑ.
Και το κάναμε λες και είναι κάτι φυσιολογικό, σαν μια νεκρολογία και τίποτε άλλο.
Για σκεφτείτε: Στο Βιετνάμ οι Αμερικανοί που έχασαν τη ζωή τους ήταν κάτω από 60.000. Σήμερα έχουμε σχεδόν τους διπλάσιους, όμως, κανείς δεν αντιδρά.
Δεν δημιουργήθηκε κανένα κίνημα κατά της κυβέρνησης των ΗΠΑ, δεν βγήκε κανείς στους δρόμους να διαμαρτυρηθεί.
Κοροϊδεύουμε τον Τραμπ αλλά σπεύδουμε να τον ψηφίσουμε. Όχι μόνον αυτόν, αλλά και τους όμοιούς του σε όλο τον κόσμο.
Αυτό είναι κυνισμός, είναι έλλειψη ενσυναίσθησης, είναι ένας κόσμος που δεν αξίζει να παραδώσουμε στους νέους.
Παραδίδουμε έναν κόσμο όπου η κλιματική αλλαγή είναι γεγονός, αλλά που ελάχιστα ενδιαφερόμαστε για τις επερχόμενες καταστροφές.
Η Ελλάδα έζησε το Μάτι και την Μάνδρα, αλλά δείχνει να μην έχει πάρει μαθήματα.
Σκεφτείτε τη χώρα που παραδίδουμε στους 16άρηδες ή τους 25άρηδες. Γεμάτη μίσος, fake news, αλληλοσπαραγμούς στο διαδίκτυο, φανατισμό και φασισμό.
Φυσιολογικός ο μισογυνισμός, η κακοποίηση γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων. Μας ταρακουνά μια δολοφονία όπως της Τοπαλούδη, αλλά την ξεχνάμε και συνεχίζουμε σα να μη συνέβη κάτι.
Συνηθίσαμε στην καταπάτηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, μιθριδατίζουμε τις εικόνες ντροπής από τη Μόρια και τα άλλα κέντρα κράτησης.
Οι άθλιες συνθήκες που ζουν πρόσφυγες και μετανάστες δεν μας κάνουν εντύπωση.
Αλλά και οι άθλιες συνθήκες που ζουν Ελληνες κάτω από τα όρια της φτώχειας. Παιδιά που δεν έχουν καθημερινή πρόσβαση στο φαγητό ή σε αγαθά όπως η εκπαίδευση, η δωρεάν δημόσια υγεία, το ίντερνετ.
Ερχονται χειρότερα
Και τα χειρότερα έρχονται, κι αγγίζουν τους πάντες. Ακόμη κι εκείνους που σήμερα βρίσκονται σε ηλικίες πάνω από 40 έτη και ξεκίνησαν με διαφορετικά ιδανικά.
Που κι αυτοί φώναξαν «είμαι 16άρης, σας γ…ώ τα Λύκεια» αλλά που δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τον κόσμο.
Που στην πιο παραγωγική τους ηλικία καταστράφηκαν από τα Μνημόνια και τώρα καλούνται να ξαναπεράσουν μια ακόμη κρίση, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της ζωή τους.
Και που ακούνε εύλογα και δικαιολογημένα την υποτιμητική φράση «ΟΚ Βoomer».
Η πολυφορεμένη λέξη των τελευταίων μηνών είναι «δυστοπία».
Ας ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο που γεννιέται. Ισως αυτή τη στιγμή να βρισκόμαστε στην εποχή των τεράτων, εκεί που πεθαίνει το παλιό και γεννιέται το νέο.
Θα είναι, όμως, καλύτερο το νέο; Θα μπορέσουν οι νέοι να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο ή θα ακούσουν μετά από χρόνια ένα «ΟΚ millenian ή γενιά Ζ», από τα παιδιά τους;
Υπάρχουν περιθώρια να διαψευστεί ο Κεμάλ που έλεγε ότι «αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ».
Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ένα εσωτερικό ταρακούνημα που θα φέρει και την κοινωνική έκρηξη. Όχι απαραίτητα σε δρόμους της οργής.
Αλλά με τη ανάδειξη ηγετών που θα οδηγήσουν τη χώρα μπροστά.
Με την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών και της αλληλεγγύης.
Με το να δοθούν στους νέους οι δυνατότητες να αναπτύξουν τα ταλέντα τους εδώ στην Ελλάδα και να ανακοπεί το κύμα του brain drain.
Με το να συνειδητοποιήσουν οι πολιτικές δυνάμεις, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ότι τα αδιέξοδα φέρνουν αναταραχές, πολέμους, ακόμη μεγαλύτερη φτώχεια, ακόμη περισσότερες κατεστραμμένες γενιές.