Μετά το σοκ της πανδημίας και την απόλυτη νάρκωση της οικονομικής δραστηριότητας πλέον τα βλέμματα είναι στραμμένα στην ταχεία ανάσχεση της ύφεσης και στη στήριξη της απασχόλησης. Ομως, το φάντασμα της κρίσης χρέους του 2009 πλανάται ξανά πάνω από την Ευρώπη στοιχειώνοντας κυρίως τις χώρες τις οποίες χτύπησε ανελέητα. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και οι αναλυτές κρούουν από τώρα τον κώδωνα του κινδύνου για μία ενδεχόμενη νέα υπαρξιακή απειλή της νομισματικής ένωσης.
Η ευρωπαϊκή και η ελληνική οικονομία καταρρέουν υπό το βάρος του lockdown, καταγράφοντας σοκαριστικά ποσοστά ύφεσης – για τη χώρα μας προβλέπεται για το 2020 συρρίκνωση από 10% έως 15%, ενώ για την ευρωζώνη 7,75%. Αν και οι οικονομολόγοι μιλούν για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2021, οι εκτιμήσεις δείχνουν πως στην πραγματικότητα η ζώνη του ευρώ θα χρειαστεί, στο καλύτερο σενάριο, τουλάχιστον δύο χρόνια για να ανακάμψει πλήρως. Τραγικές οι προβλέψεις για την ανεργία, η οποία στην Ευρώπη μπορεί να ξεπεράσει το 15% το 2020, ενώ στην Ελλάδα το 20%. Πιο δυσοίωνες, όμως, είναι οι εκτιμήσεις για τον χρόνο ανάκαμψης. Εκτιμάται πως στην Ευρώπη η απασχόληση θα χρειαστεί τέσσερα χρόνια προκειμένου να φτάσει στα επίπεδα του 2019, ενώ τον Φεβρουάριο του 2020 ήταν στο 6,5%.
Οι δείκτες δημοσίου χρέους αναμένεται να αυξηθούν απότομα σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης φέτος, αλλά από το 2021, στα περισσότερα κράτη, θα ξεκινήσει σταδιακή μείωση σε επίπεδα προ πανδημίας. Υπάρχουν παρά ταύτα και οι εξαιρέσεις, όπου σύμφωνα με τους οικονομολόγους σε αυτές συμπεριλαμβάνεται δυστυχώς η Ελλάδα. Αυτό που τρομάζει όμως είναι η Ιταλία, καθότι αναμένεται να συνεχιστούν τα υψηλά επίπεδα και ενδεχομένως αυτό να αποτελέσει μία υπαρξιακή απειλή για τη νομισματική ένωση. Σύμφωνα με ανάλυση της Capital Economics, η τρέχουσα κρίση θα προκαλέσει μεγάλες αυξήσεις του δημόσιου χρέους σε όλη την ευρωζώνη. Ομως κάποιες χώρες, όπως η Ιταλία, που από πριν είχαν υψηλότερα χρέη, τώρα υποφέρουν περισσότερο από την υγειονομική κρίση και φυσικά αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν αυστηρότερα lockdowns. Ως εκ τούτου θα βιώσουν βαθύτερες υφέσεις και οι κυβερνήσεις τους θα έχουν μεγαλύτερα ελλείμματα.
Οι προβλέψεις δείχνουν ότι το χρέος της Γερμανίας θα αυξηθεί από το 60% του ΑΕΠ στο 70% φέτος, αλλά θα είναι σε διαχειρίσιμο επίπεδο, ενώ το χρέος της Ιταλίας θα αυξηθεί από 135% σε περίπου 180% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την Capital Economics αποτελεί τη μεγαλύτερη αύξηση κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Για την Ελλάδα, ο δείκτης χρέους εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 200%. Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν πως η πανδημία ίσως διατηρήσει, για καιρό, σε υψηλά επίπεδα τον δείκτη χρέους στην Ευρώπη, εάν δεν ανακάμψει το ΑΕΠ ή αν αυξηθούν οι αποδόσεις ομολόγων. Εάν συμβεί αυτό, τότε οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ασκήσουν δημοσιονομικούς περιορισμούς για να επανέλθουν. Ωστόσο, η ανάλυση της Capital Economics αναφέρει πως στις περισσότερες περιπτώσεις τα χαμηλά επιτόκια θα διατηρήσουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε αρκετά χαμηλά επίπεδα για να επιτρέψουν τη μείωση του δείκτη χρέους, ακόμα και αν οι κυβερνήσεις έχουν μικρά πρωτογενή ελλείμματα.
Ο μεγάλος κίνδυνος
Η Ιταλία, όμως, είναι η μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας. Ακόμη και πριν από αυτήν την κρίση οι αναλυτές πίστευαν ότι ο δείκτης χρέους της θα ανέβαινε την επόμενη δεκαετία και τώρα προβλέπεται να έχει ακόμη χειρότερη πορεία. «Η κατάσταση είναι πιο ισορροπημένη στην Ελλάδα, αλλά πιστεύουμε ότι ο δείκτης χρέους της θα συνεχίσει να αυξάνεται επίσης» σημειώνει η Capital Economics.
Το στοίχημα
Το μεγάλο και μεσοπρόθεσμο στοίχημα για την κυβέρνηση είναι να στηρίξει φέτος τους κλάδους που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον τουρισμό, δηλαδή την εστίαση, τις μεταφορές και την ψυχαγωγία, τους οποίους επιχειρεί να σώσει με ένα σημαντικό πακέτο μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Εκτιμάται ότι θα χρειαστούν 2-3 χρόνια για να επιστρέψουν οι επιχειρηματίες στην αντίστοιχη περίοδο του 2019, ενώ μεγάλοι χαμένοι είναι οι εργαζόμενοι οι οποίοι πληρώνουν την υπερισχύουσα επιχειρηματική αβεβαιότητα.
Κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, για την ελληνική οικονομία, ο επικεφαλής Φραγκίσκος Κουτεντάκης αναφέρεται στην ανάγκη λήψης ευρωπαϊκών αποφάσεων ώστε το περιθώριο επαναφοράς σε πρωτογενή πλεονάσματα και το ύψος τους να είναι τέτοιο που να μην απαιτήσει τη λήψη περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων. Η δημοσιονομική ισορροπία αναμένεται να αποκατασταθεί, ωστόσο το αυξημένο δημόσιο χρέος δεν θα εξαλειφθεί αυτόματα με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί ο χρόνος που θα χρειαστεί αυτή η επαναφορά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στα προ κορωνοϊού επίπεδα, στο μεσοδιάστημα της οποίας, όπως τονίζει, η χώρα θα βρεθεί εκτεθειμένη στις αβεβαιότητες των διεθνών αγορών. Για αυτό τον λόγο θα πρέπει να διασφαλιστεί, κυρίως από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η δυνατότητα χρηματοδοτικής στήριξης των πιο ευάλωτων χωρών και να δοθεί επαρκής χρόνος ώστε να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική τους ισορροπία με ομαλό τρόπο.