«Αργησε να ανέβει στας Αθήνας η Ξένη. Λες και βαριότανε χορτάτη από τον τρύγο που έκανε στον Πειραιά. Αλλά στο τέλος, αφού έως εις τας 20 Αυγούστου ερήμαξε τον Πειραιά, ελούφαξε και μόλις εις το τέλος Σεπτεμβρίου άρχισε να τρυγά εις τας Αθήνας τα πρώτα πριμαρόλια του θανάτου. Εν εις τας 29 Σεπτεμβρίου εις την οδόν Λυσικράτους. Αλλο εις τας 12 Οκτωβρίου εις την οδόν Νίκης και τρία ή τέσσερα εις το Γεράνι εις τας 16 Οκτωβρίου. Ετσι πρώτα πρώτα χτυπούσε ανάρια, σκόρπια. Λες κι εδοκίμαζε τη δύναμή της. Επειτα για μερικές ημέρες άφηνε να λησμονηθεί. Ηθελε να κάμει τον κόσμο να ξεθαρρέψει, όπως το θηρίο αφήνει λάσκο το θύμα του να δοκιμάσει τη φυγή, για να το σπαράξει έπειτα σ’ ένα πήδημα με περισσότερη ευχαρίστηση. Ο κόσμος εξεθάρρευε και εγύριζε η γαλήνη στα πρόσωπα και το χαμόγελο στο στόμα. Μα αυτή έβοσκε σαν την κρυμμένη τη φωτιά, ελούφαζε σαν την τίγρη πριν χυμήσει, εσέρνουνταν κρυφοδάγκατη οχιά…».
Οταν η επιδημία ασιατικής χολέρας χτύπησε την Αθήνα, το 1854, ο Εμμανουήλ Λυκούδης ήταν πέντε ετών. Ως συγγραφέας και μελετητής πλέον κατέγραψε εικόνες της το 1893 στην «Ξένη του 1854», αφήγημα που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Εστία». Λόγω της επικαιρότητας, οι εκδόσεις Πατάκη επανακυκλοφορούν αυτές τις ημέρες την αφήγηση, με εισαγωγικό σημείωμα του Σπύρου Τσακνιά (και αφού η πρώτη έκδοση του 1998 θεωρείται εξαντλημένη).
Το ιστορικό πλαίσιο είναι η Ελλάδα του Οθωνα και η θέση της κατά την εξέλιξη του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1855). Αιτία, ως γνωστόν, θεωρήθηκε η απαίτηση της Ρωσίας από τον σουλτάνο να της αναγνωρίσει το δικαίωμα προστασίας των ορθοδόξων που απέρρεε, κατά τη δική της ερμηνεία, από τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Με τη στήριξη κυρίως της Γαλλίας, αλλά και της Αγγλίας, η Πύλη αρνήθηκε να ικανοποιήσει αυτή την αξίωση, με συνέπεια τον Μάιο του 1853 να εισέλθουν τα ρωσικά στρατεύματα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος άρχισε, αφού πρώτα Αγγλία και Γαλλία υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας με την Πύλη, τον Μάρτιο του 1854.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Οθωνας φιλοδοξούσε να έχει ορισμένα εδαφικά κέρδη. Κατέφυγε μάλιστα «στον ακήρυχτο πόλεμο, με ανταρτικά σώματα που εισέδυσαν στις υπόδουλες περιοχές της Θεσσαλίας και της Ηπείρου», όπως σημειώνει ο Σπύρος Τσακνιάς. Η απάντηση των ξένων δυνάμεων ήταν να κατεβάσουν ισχυρές μοίρες του συμμαχικού στόλου στον Πειραιά, όπου αποβίβασαν αγήματα.
Ταυτόχρονα καταπνιγόταν η επανάσταση στην Ηπειρο και τη Θεσσαλία, όπου ετοιμαζόταν να πάει ο Οθωνας για να ξεσηκώσει τους υπόδουλους Ελληνες. Με την απειλή της εκθρόνισης, ο βασιλιάς αποκήρυξε τους αντάρτες και κάλεσε τον Μαυροκορδάτο, πρεσβευτή τότε στο Παρίσι, να σχηματίσει νέα κυβέρνηση (αντικαθιστώντας εκείνη του Αντώνιου Κριεζή), η οποία επιβίωσε μόλις τέσσερις μήνες και έμεινε στην Ιστορία ως το «Υπουργείον της Κατοχής».
Η επιδημία χολέρας σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1854 και εξαρχής το ξέσπασμά της αποδόθηκε στα ξένα στρατεύματα (εξού και «η Ξένη»). Οπως σημείωναν πρόσφατα οι ιστορικοί Αγγελος Κουτσολαμπρόπουλος και Στέφανος Καβαλλιεράκης σε σχετικό σημείωμα («Πρόσωπα», 4/4): «Ο γάλλος διοικητής Μπαρμπιέ ντε Τινάν δεν ενέκρινε τη δημιουργία ειδικής ζώνης και έτσι η αντίδραση τόσο των διοικητών των αγγλογαλλικών στρατευμάτων… όσο και των τοπικών Αρχών του Πειραιά ήρθε με, βαρύνουσας σημασίας, καθυστέρηση… Στη διεύθυνση του υγειονομικού τμήματος του ελληνικού βασιλείου βρισκόταν ένα ανώτατο υγειονομικό συμβούλιο, στα πρότυπα των Collegia Medica και Collegia Sanitatis στην Ευρώπη, το Ιατροσυνέδριο. Αυτό, σε συνεργασία με τον γραμματέα των Εσωτερικών, αποφάσισε τον αποκλεισμό του Πειραιά».
Γιατροί και ιερείς
Διαβάζοντας τις περιγραφές του Εμμανουήλ Λυκούδη, ο οποίος τιμήθηκε αργότερα με το αξίωμα του Νομικού Συμβούλου του Κράτους, εντοπίζει κανείς ομοιότητες και διαφορές από τις πρόσφατες περιγραφές για την περίοδο των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας. Γράφει για τους γιατρούς της εποχής του: «Υπήρξαν, είν’ αλήθεια, ιατροί ήρωες, γεμάτοι αφοσίωσι, θάρρος, αφιλοκέρδεια. Ενας από αυτούς βοηθώντας τους δυστυχισμένους, χωρίς μισθό, χωρίς αμοιβή, ο Σταυρίδης, έδωσε και τη ζωή του την πολύτιμη».
Για το δεύτερο κύμα της επιδημίας: «Το δρεπάνι της ακούραστης εργάτισσας του Θανάτου άρχισε να δουλεύη αλύπητα από τις 7 Νοεμβρίου. Αλλά η φρικτή καταστροφή, τόση όπου ανάλογα στο λίγο πληθυσμό που απόμεινε στας Αθήνας, σε καμμιά άλλη πόλι δεν έφερε ποτέ η χολέρα (σ.σ.: υπολογίζεται ότι τελικά θα πεθάνουν 3.000 Αθηναίοι από τον πληθυσμό των 30.000, καθώς και 800 γάλλοι ναύτες), εξέσπασε από τας δέκα του μηνός. Για πέντε ημέρες δεν ήταν πλειά επιδημία αυτή.
Ηταν εξολοθρευμός. Ολόκληρες γειτονιές στο ψυχομάχημα». Για τη στάση ορισμένων ιερέων: «Επειδή ο μητροπολίτης Νεόφυτος πολύ σωστά εμπόδισε το κήρυγμα μέσα εις τις εκκλησίες, για να μη βρίσκη μαζωμένη τροφή η αρρώστια, ένας ιερωμένος εδημοσίευσε διά ψυχικήν ωφέλειαν το λόγο που θα έβγαζε στην εκκλησία, με διαμαρτύρησι γιατί τάχα να εμποδισθή ο άμβων… Αν λοιπόν έλειψαν πραγματικώς από τους δυστυχισμένους της Εκκλησίας οι ευχές, δεν είναι δική τους αμαρτία».
Και για τις επιπτώσεις στην ψυχολογία: «Ο όχλος, επειδή δεν εύρισκε στην ψυχή του αυτό το θάρρος, το ζητούσε στο γλέντι, στο μεθύσι. Και τόση ήταν των ημερών εκείνων η κραιπάλη, ώστε εσώθηκαν τα κρασιά του περασμένου χρόνου και οι πολλοί εμεθούσαν με τον άβραστο ακόμα μούστο, αυξάνοντας την τροφή της επιδημίας».