Η αγωνία για τις συνέπειες της επιδημικής κρίσης στρέφεται πλέον στην οικονομία, η οποία είναι διάχυτη σε όλο το φάσμα της κοινωνίας και αποτυπώνεται κυρίως με τη σκέψη: μήπως και τώρα οι εργαζόμενοι πληρώσουν τη νέα ύφεση από τα ήδη συρρικνωμένα εισοδήματα; Δυστυχώς οι προβλέψεις δείχνουν πως η ανεργία στην Ελλάδα θα αυξηθεί και το μέσο εισόδημα θα μειωθεί. Το φορολογικό βάρος και οι εισφορές των ετών του Μνημονίου αποτέλεσαν και αποτελούν τον μεγαλύτερο βραχνά σε συνδυασμό με τις χαμηλότερες απολαβές. Με νούμερο ένα, φυσικά, στη λίστα την ανεργία. Τι συμπέρασμα εξάγεται; Μισθωτοί, συνταξιούχοι και γενικώς η λεγόμενη μεσαία τάξη πληρώνουν, ειδικά από το 2009 και έπειτα, τα «σπασμένα». Για να επιτευχθούν, δηλαδή, οι δημοσιονομικοί στόχοι και ως εκ τούτου αποτυπώνεται κυρίως το έλλειμμα της πολιτικής βούλησης να καταρτιστεί ένα μακροχρόνιο σχέδιο, με βασικό άξονα τη φιλοσοφία των «εσόδων – εξόδων».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ως πότε θα γονατίζουμε τη μεσαία τάξη;
Αντί να διευρυνθεί η φορολογική βάση, να πληρώνουν περισσότεροι, αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές στην ήδη υπάρχουσα φορολογική βάση. Τα πρόσφατα στοιχεία (έτος 2018) δείχνουν πως ο ένας στους οκτώ φορολογουμένους πληρώνει τα εννέα από τα δέκα ευρώ φόρου εισοδήματος. Δηλαδή, περίπου 1.000.000 φορολογούμενοι πληρώνουν το 92% των κρατικών εσόδων από τον φόρο εισοδήματος, περίπου 2.600.000 πληρώνουν το υπόλοιπο 8% των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος, ενώ 5.100.000 φορολογούμενοι δεν πληρώνουν ούτε ένα ευρώ.
Τρελή κούρσα καταγράφει, επίσης, η φορολογία σε οποιαδήποτε μορφή κατανάλωσης, όπως ο καφές, υπηρεσίες, τηλεφωνία κ.λπ. Η Ελλάδα είχε ρεκόρ στους έμμεσους φόρους, που το 2017 και το 2018 αντιπροσώπευαν το 57% των συνολικών φορολογικών εσόδων, έναντι 54% το 2014. Το 2014 οι έμμεσοι φόροι ήταν 1,15 φορές περισσότεροι από τους άμεσους φόρους, ενώ τα επόμενα έτη έως το 2018 (για το οποίο υπάρχουν στοιχεία) η σχέση αυτή γίνεται συνεχώς δυσμενέστερη (1,19 φορές, 1,21 φορές, 1,30 φορές και 1,32 φορές το 2015, το 2016, το 2017 και το 2018 αντίστοιχα). Επίσης, οι ίδιοι έμμεσοι φόροι το 2017 και το 2018 κατέρριψαν το ρεκόρ των προηγούμενων ετών, αφού αντιπροσώπευαν το 57% των συνολικών φορολογικών εσόδων, έναντι 54% το 2014.
Στην επιβάρυνση οι Ελληνες, γενικά, φαίνεται πως κάνουμε πρωταθλητισμό, αφού σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ – που αντιστοιχεί στο 36% – η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα είναι στο 40,8%, ενώ κατέχουμε τη δεύτερη υψηλότερη οικογενειακή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία (στο 37,8%), με πρώτη την Ιταλία (στο 39,2%).
Τι έρχεται για τους εργαζόμενους
Με τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων που εμφανίζουν μείωση τζίρου θα έρθουν αντιμέτωποι με ένα νέο περιβάλλον, με μειωμένο ωράριο εργασίας και μείωση μισθού. Πάνω από μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι εκτιμάται ότι θα τεθούν σε καθεστώς ευέλικτης απασχόλησης, με το κράτος να επιδοτεί το 60% των απωλειών που θα έχουν οι μισθοί τους λόγω του μειωμένου ωραρίου. Ο νέος μηχανισμός Συν-Εργασία θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, με εξαίρεση τον κλάδο των αερομεταφορών όπου θα ισχύει έως το τέλος του έτους. Παράλληλα, πλέον κοστίζουν φθηνότερα τα εισιτήρια σε αστικά και υπεραστικά λεωφορεία, τρένα, μετρό, τραμ, αεροπλάνα και πλοία λόγω της μείωσης του ΦΠΑ από 24% σε 13%, ενώ αλλάζουν και οι τιμοκατάλογοι στα καταστήματα εστίασης καθώς ο καφές, τα ροφήματα θα σερβίρονται με μειωμένο ΦΠΑ στο 13%.
Υπό την προϋπόθεση πως δεν θα υπάρξει νέο κύμα πανδημίας, από τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να στηρίξει την οικονομία με μειώσεις φόρων μόνιμου χαρακτήρα. Εξετάζεται, στον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς, ανάλογα με τα δημοσιονομικά περιθώρια, η μονιμοποίηση μέτρων που έλαβε για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, όπως η διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ 13% στις μεταφορές. Στις προτεραιότητες είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η πιθανότητα να ξεκινήσει η διαδικασία κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης, η σταδιακή μείωση του τέλους επιτηδεύματος αλλά και η νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ, σε συνδυασμό με τις νέες αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Από το φθινόπωρο αναμένεται να ενεργοποιηθεί μια νέα έκτακτη ρύθμιση για την εξόφληση των χρεών προς την Εφορία, τα οποία δημιουργήθηκαν από την πανδημία.
Ποιοι επιβαρύνθηκαν περισσότερο
Κατά τη μνημονιακή περίοδο (με εξαίρεση το 2010) αυξήθηκε σημαντικά η συμμετοχή των μισθωτών και συνταξιούχων στη συγκέντρωση των ετήσιων φόρων φυσικών προσώπων, αφού από τα 34,3 ευρώ που πλήρωσαν για τα εισοδήματα του 2010, το 2018 πλήρωσαν 42 ευρώ. Από τις φορολογικές δηλώσεις που κατέθεσαν οι μισθωτοί και συνταξιούχοι για τα εισοδήματά τους που αποκτήθηκαν κατά την εφαρμογή των Μνημονίων (2010-2017) φαίνεται ότι πλήρωσαν συνολικά 422,7 ευρώ ή το 60,4% των συνολικών φόρων. Ειδικότερα, οι μισθωτοί πλήρωσαν 264,2 ευρώ ή 37,7% και οι συνταξιούχοι 158,5 ευρώ ή 22,7% των φόρων. Τα υπόλοιπα 277,3 ευρώ ή 35,6% πλήρωσαν όλοι οι άλλοι φορολογούμενοι – φυσικά πρόσωπα, όπως οι εισοδηματίες (κυρίως από ακίνητα), οι επιχειρηματίες (βιομήχανοι, βιοτέχνες, έμποροι κ.λπ.) από μισθωτές υπηρεσίες στις επιχειρήσεις τους.
Οι μισθωτοί για τα εισοδήματα του 2015, του 2016 και του 2017 (δηλώθηκαν το 2016, το 2017 και το 2018) πλήρωσαν 38,6 ευρώ, 38,8 ευρώ και 42 ευρώ έναντι 37 ευρώ που πλήρωσαν πριν από το 2015. Επίσης, οι συνταξιούχοι εμφανίζονται να πλήρωσαν τα ίδια έτη 20,9 ευρώ, 21,6 ευρώ και 22,7 ευρώ, που είναι στα ίδια επίπεδα των προηγούμενων μνημονιακών ετών.
Το πιο δυναμικό στρώμα της κοινωνίας
Η πολυπόθητη, σε όρους προεκλογικών ψήφων, μεσαία τάξη αποτελεί το πιο ελκυστικό κοινό για τους αγώνες των ελληνικών κομμάτων. Παρά τους πολιτικούς διαξιφισμούς στις κοινοβουλευτικές αρένες, η λεγόμενη μεσαία τάξη υπέστη τη μεγαλύτερη φορολόγηση. Αν και διεθνώς είναι σε καθοδική πορεία, πολιτικοί αναλυτές παρατηρούν πως αποτελεί ακόμα το πιο δυναμικό στρώμα της κοινωνίας, όπου η οικονομική ευμάρειά της καθορίζει και τις πολιτικές εξελίξεις.
Παρά ταύτα, από τα στοιχεία προκύπτει ότι η μεσαία εισοδηματική τάξη καταβάλλει το 51% των φορολογικών εσόδων, ενώ πριν από την κρίση κατέβαλλε το 39,3%. Αντίστοιχα, η υψηλότερη εισοδηματική τάξη, που συρρικνώθηκε αριθμητικά και εισοδηματικά, σήμερα καταβάλλει το 38,1% των φορολογικών εσόδων έναντι άνω του 50% που κατέβαλλε πριν από την κρίση. Ως μεσαία τάξη ορίζεται το μερίδιο των νοικοκυριών με διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ του 75% και του 200% του διάμεσου εισοδήματος όλων των νοικοκυριών. Με τους ορισμούς αυτούς, στη μεσαία εισοδηματική τάξη ανήκει χονδρικά ένας στους δύο Ελληνες (54%), ενώ στην υψηλή εισοδηματική τάξη (άνω του 200% του διάμεσου) ένας στους οκτώ και στη χαμηλή εισοδηματική τάξη (κάτω του 75% του διάμεσου) ένας στους τρεις.
Στην Ελλάδα το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα για ένα νοικοκυριό με δύο ενηλίκους και δύο παιδιά άνω των 14 ετών προσδιορίζεται το 2018 σε 19,7 χιλ. ευρώ. Το εισόδημα αυτό αυξήθηκε στη δεκαετία της υψηλής ανάπτυξης σε 30 χιλ. ευρώ περίπου, ενώ μειώθηκε σε 19 χιλ. ευρώ το 2014, κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης, λόγω της προσαρμογής των Μνημονίων, όταν το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά το 1/4. Εξι χρόνια μετά, διαμορφώνεται σε 20 χιλ. ευρώ περίπου.
Οι φόροι στην ακίνητη περιουσία
Διαχρονικά, τα στοιχεία δείχνουν πως η ακίνητη περιουσία αποτελεί μια από τις σημαντικές πηγές εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό. Το άλλοτε πολυπόθητο αγαθό για τον Ελληνα έχει υποστεί φόρους που αυξήθηκαν 700%, σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ για την περίοδο 2009-2018, τη στιγμή που οι περισσότερες χώρες-μέλη κατέγραψαν σχετικά μείωση.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με το Πανελλαδικό Δίκτυο Κτηματομεσιτών, συγκαταλέγεται πλέον στις πιο ακριβές, φορολογικά, χώρες για ακίνητα και γη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Με βάση τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών το 2019, ο τομέας της αγοράς ακινήτων ήταν υπεύθυνος για το 35% των άμεσων ξένων επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν πέρυσι στην ελληνική οικονομία, οι οποίες ανήλθαν σε 4,2 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τον Θέμη Μπάκα, πρόεδρο του Πανελλαδικού Δικτύου Κτηματομεσιτών E-Real Estates, «απαιτείται πλέον μία ρεαλιστική αναμόρφωση της φορολογίας, ξεκινώντας πρωτίστως από την εναρμόνιση των αντικειμενικών αξιών με τις αντίστοιχες εμπορικές μέσω ενός ευέλικτου μηχανισμού που θα ενημερώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς και από την απλοποίηση των διαδικασιών μεταβιβάσεων αλλά και τη θεσμοθέτηση νέων φορολογικών κινήτρων για την απόκτηση ακίνητης περιουσίας».
Τα έσοδα από φόρους στα ακίνητα *
- Το 2010 το Δημόσιο εισέπραξε από τη φορολόγηση των ακινήτων 487 εκατ. ευρώ
- Το 2011 οι φόροι των ακινήτων έφθασαν τα 1,17 δισ. ευρώ
- Το 2012 οι φόροι των ακινήτων διαμορφώθηκαν στα 2,75 δισ. ευρώ
- Το 2013 οι φόροι των ακινήτων αυξήθηκαν περαιτέρω και διαμορφώθηκαν στα 2,991 δισ. ευρώ
- Το 2014 οι φόροι των ακινήτων έσπασαν το φράγμα των 3 δισ. ευρώ
- Το 2015 οι φόροι στα ακίνητα ανήλθαν στα 3,18 δισ. ευρώ
- Το 2016 οι φόροι στα ακίνητα ανήλθαν στα 3,53 δισ. ευρώ
- Το 2017 οι φόροι στα ακίνητα διαμορφώθηκαν στα ίδια επίπεδα
- Το 2018 οι φόροι στα ακίνητα διαμορφώθηκαν στα 3,217 δισ. ευρώ
- Το 2019 οι φόροι στα ακίνητα διαμορφώθηκαν στα 2,801 δισ. ευρώ. Παρά την εφαρμογή του μέτρου της πρόσθετης μείωσης του ΕΝΦΙΑ λόγω βελτίωσης της εισπραξιμότητας που συνεπάγεται η πραγματοποιηθείσα μείωση των φορολογικών συντελεστών
- Προϋπολογισμός 2020. Από τους τακτικούς φόρους ακίνητης περιουσίας αναμένεται να εισπραχθούν έσοδα ύψους 2,829 δισ. ευρώ. Αυξημένα έναντι των εκτιμήσεων του 2019
* Στοιχεία Πανελλαδικού Δικτύου Κτηματομεσιτών E-Real Estates
Το δηλούμενο εισόδημα ιδιοκτητών από ακίνητα *
- Το 2010 το δηλούμενο εισόδημα από ακίνητα ανερχόταν στα 8,87 δισ. ευρώ
- Το 2011 το δηλούμενο εισόδημα μειώθηκε στα 7,98 δισ. ευρώ (1.584.059 φορολογούμενοι είχαν εισοδήματα από ακίνητα)
- Το 2012 το εισόδημα από ακίνητα διαμορφώθηκε στα 6,8 δισ. ευρώ
- Το 2013 το δηλούμενο εισόδημα μειώθηκε στα 6,22 δισ. ευρώ
- Το 2014 το δηλούμενο εισόδημα περιορίστηκε στα 6,08 δισ. ευρώ
- Το 2015 το δηλούμενο εισόδημα υποχώρησε στα 6,05 δισ. ευρώ
- Το 2016 το δηλούμενο εισόδημα ήταν 6,107 δισ. ευρώ
- Το 2017 το δηλούμενο εισόδημα ήταν 6,19 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 85 εκατ. ευρώ