Ενα παιδί που γεννιέται αυτή τη στιγμή στην Αθήνα αναμένεται να ζήσει στα 80 του χρόνια καλοκαίρια που σήμερα φαντάζουν σχεδόν αδιανόητα: Οι θερμότερες ημέρες των τωρινών μας καλοκαιριών θα είναι οι δροσερότερες ημέρες εκείνης της εποχής στην Ελλάδα… Τα κλιματικά μοντέλα προβλέπουν αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 3,5 έως 4 °C στη χώρα μας με παράλληλη μείωση των βροχοπτώσεων κατά περίπου 30% μέχρι τα τέλη του αιώνα – κι αυτό με βάση τα μετριοπαθή σενάρια. Τα στοιχεία κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Και οι επιστήμονες αναλαμβάνουν δράση: Πριν από λίγο καιρό συστάθηκε, και πολύ πρόσφατα ξεκίνησε τη δράση του, ένας φιλόδοξος φορέας, το Εθνικό Δίκτυο για την Κλιματική Αλλαγή (Climpact), με τη συμμετοχή εκπροσώπων έντεκα εμβληματικών επιστημονικών οργανισμών της χώρας. Στόχος τους είναι η δημιουργία μιας «διεπιστημονικής κοινοπραξίας», που θα αποτελέσει το κύριο συμβουλευτικό όργανο της πολιτείας και των πολιτών σε θέματα κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεων της.
Πώς θα το καταφέρει; Με την καταγραφή των κλιματικών δεδομένων της Ελλάδας – σε μια μεγάλη ενιαία βάση δεδομένων -, την παρακολούθηση των μεταβολών, τον υπολογισμό των επιπτώσεων και του κόστους που αυτές επιφέρουν και τον σχεδιασμό συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και αντιμετώπισης. Ηδη, για το καλοκαίρι του 2020 προγραμματίζεται μια «εκστρατεία μετρήσεων» σε αρκετές τοποθεσίες της Ελλάδας με σκοπό να εξεταστεί η ενδεχόμενη σύνδεση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης με την κλιματική αλλαγή. Εκτός από τους έλληνες ερευνητές, στις μετρήσεις θα κληθούν να συμμετάσχουν και μερικές από τις καλύτερες ερευνητικές ομάδες της Ευρώπης και της Αμερικής.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, κάποιες από τις οποίες είναι ήδη ορατές, περιλαμβάνουν ενδεικτικά «τη θερμική δυσφορία, την ενίσχυση της παραγωγής φωτοχημικών ρύπων και την αύξηση σχετικών ασθενειών, τη μεταβολή της περιόδου των καλλιεργειών, την έντονη ξηρασία κυρίως στις νότιες και ανατολικές ηπειρωτικές περιοχές της χώρας και στην Κρήτη, την αύξηση των δασικών πυρκαγιών με έμφαση σε όλη την Ανατολική Ελλάδα, την αύξηση των πλημμυρικών φαινομένων, τη διάβρωση των ακτών, την αλλαγή στη βιοποικιλότητα» σημειώνει ο Νίκος Μιχαλόπουλος, διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και Επιστημονικός υπεύθυνος του Climpact.
Σύμφωνα με Εκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, σε περίπτωση μη λήψης μέτρων οι επιπτώσεις μπορεί να στοιχίσουν στην ελληνική οικονομία έως και 700 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι τα τέλη του αιώνα.
Ποιοι συμμετέχουν
Στο δίκτυο Climpact συμμετέχουν η Ακαδημία Αθηνών, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, το Εθνικό Κέντρο Ερευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος», το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Πολυτεχνείο Κρήτης, το Ερευνητικό Κέντρο ΑΘΗΝΑ και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, με συντονιστή φορέα το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. «Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών ανταποκρινόμενο σε αυτή την αναγκαιότητα και αντιλαμβανόμενο το χρέος του απέναντι στην κοινωνία έθεσε πρόσφατα, με ειδική απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, ως έναν από τους βασικούς στρατηγικούς του πυλώνες το θέμα της κλιματικής αλλαγής με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη τόσο της ερευνητικής του δραστηριότητας όσο και της παροχής εμπειρογνωμοσύνης και ανάπτυξης καινοτόμων υπηρεσιών σε θέματα πρόληψης των κινδύνων, απομείωσης επιπτώσεων και προσαρμογής στις νέες κλιματικές συνθήκες» αναφέρει ο καθηγητής Μανώλης Πλειώνης, διευθυντής και πρόεδρος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και συντονιστής του Climpact.
Για την επίτευξη των σκοπών του Δικτύου, οι δράσεις του διακρίνονται σε τρεις πυλώνες: Πρώτον, στη συλλογή και διάθεση των κλιματικών παραμέτρων και εκτιμήσεων από το παλαιοκλίμα και την αρχαιότητα της Ελλάδας μέχρι το πρόσφατο παρελθόν και παρόν – για τον σκοπό αυτό θα αξιοποιηθούν και έμμεσες πηγές όπως ιστορικά κείμενα, έμμεσες μετρήσεις (δακτύλιοι δένδρων, αποθέσεις γύρεως σε λιμναία και θαλάσσια ιζήματα, σπηλαιοαποθέματα), δεύτερον, στον προσδιορισμό των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα και τη σύνδεση των επιπτώσεών της με την οικονομία της χώρας και, τρίτον, στην εκτίμηση, διαχείριση και μείωση του κινδύνου από φυσικές καταστροφές που μπορεί να προκαλέσουν την απώλεια ανθρώπινων ζωών και οι οποίες συνδέονται με την κλιματική αλλαγή – κυρίως πυρκαγιές και πλημμύρες.