Με έναν τρόπο θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν περιμένουμε απλώς την επόμενη μέρα. Είμαστε ήδη σε αυτήν, έστω και εάν, όπως συμβαίνει πάντα σε μεταιχμιακές στιγμές, δεν μπορούμε εύκολα να προσδιορίσουμε πότε έγινε το πέρασμα από το πριν στο μετά. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι αναδύεται μια νέα συνθήκη, με ανοιχτά ερωτήματα για το παραγωγικό υπόδειγμα που μπορεί να διαμορφωθεί, για τη μορφή και εκδοχή διακυβέρνησης που θα δοκιμαστεί, αλλά και για τον τρόπο άρθρωσης της πολιτικής συζήτησης.
Αυτό σημαίνει ότι τα πολιτικά ρεύματα θα κληθούν να προσαρμοστούν στη νέα συνθήκη και να προσφέρουν τις όποιες απαντήσεις έχουν να δώσουν στα κρίσιμα ερωτήματα που αναδεικνύονται, απαντήσεις που θα κρίνουν τόσο την απήχησή τους, όσο και την ικανότητά τους όντως να δώσουν προοπτική σε κοινωνίες που δεν διαθέτουν ούτε την ίδια αισιοδοξία, ούτε την ίδια εμπιστοσύνη στα όποια πολιτικά αφηγήματα προτείνονται.
Η δύσκολη ανανέωση του νεοφιλελευθερισμού
Από μία άποψη ο νεοφιλελευθερισμός είναι το ρεύμα που αντιμετωπίζει την πιο ανοιχτή κρίση. Η συγκυρία της πανδημίας έδειξε ότι σε κρίσιμες στιγμές οι «δυνάμεις της αγοράς» δεν μπορούν να κινητοποιήσουν τους πόρους και το δυναμικό που απαιτείται για την αποτροπή της καταστροφής, αλλά αντίθετα απαιτείται ισχυρή κρατική παρέμβαση. Αλλωστε, τα περιοριστικά μέτρα, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο παραμένουν σε ισχύ σε πολλές χώρες σημαίνουν ότι δύσκολα μπορεί να γίνει επίκληση της απλής «απελευθέρωσης των αγορών». Δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη μεγάλη κρίση του νεοφιλελευθερισμού, το ρεύμα αυτό που διεκδίκησε να είναι η «μοναδική σκέψη», συναντά τη μεγαλύτερη έμπρακτη αμφισβήτησή του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Τι σημαίνει προοδευτική πολιτική σήμερα
Σε αυτά προστίθεται και η διάχυτη αίσθηση ότι η λύση απέναντι στην πανδημία δεν μπορεί να είναι πρωτίστως ατομική, αλλά απαιτείται συλλογική προσπάθεια, την οποία μπορεί να καθοδηγήσει καλύτερα η επιδίωξη ενός συλλογικού και δημόσιου συμφέροντος, παρά η εμπιστοσύνη στην επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Ακόμη χειρότερα, όσες κυβερνήσεις προσπάθησαν, έστω και για βραχύ χρόνο, να θέσουν την απρόσκοπτη λειτουργία της οικονομίας ως προτεραιότητα έναντι της άμεσης λήψης μέτρων για την πανδημία, αντιμετώπισαν συνθήκη έντονης απονομιμοποίησης.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να πούμε ότι ξεμπερδέψαμε με τον νεοφιλελευθερισμό. Αν κοιτάξουμε τις περισσότερες χώρες θα δούμε πως παρότι οι κυβερνήσεις λαμβάνουν έκτακτα μέτρα και κάνουν μεγάλες κρατικές παρεμβάσεις, σε μικρό βαθμό ευαγγελίζονται την «επιστροφή του κράτους». Η βασική κατεύθυνση είναι αφού ξεπεραστεί η κρίση, να είναι κυρίως οι μηχανισμοί της αγοράς και της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη. Ούτε είναι τυχαίο ότι την ίδια ώρα που στην κορύφωση της πανδημίας είχαμε ακόμη και επίταξη ιδιωτικών μονάδων, προωθούνται σχέδια ιδιωτικοποίησης και ακόμη μεγαλύτερης ευελιξίας της εργασίας. Αλλωστε, είναι πολύ δύσκολο για τα κόμματα που το προηγούμενο διάστημα ενστερνίστηκαν πτυχές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής να σκεφτούν με διαφορετικό τρόπο την οικονομική ανασυγκρότηση. Ανεξαρτήτως της κρίσης του ο νεοφιλελευθερισμός παραμένει αναπόδραστος διανοητικός ορίζοντας για μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού.
Ομως, η ίδια συνθήκη που δείχνει να επιτρέπει τη συνεχιζόμενη επιβίωση του νεοφιλελευθερισμού ως ηγεμονικού πολιτικού προτάγματος, αντιπροσωπεύει και την ακόμη μεγαλύτερη κρίση του. Γιατί την ίδια ώρα που φαντάζει ένας αυτονόητος τρόπος σκέψης, δεν μπορεί να ορίσει το περίγραμμα μιας νέας εποχής, ούτε να απαντήσει στην αυξημένη δυσπιστία ή και οργή των κοινωνιών.
Ο πειρασμός του αυταρχικού εθνικισμού
Σε αυτό το τοπίο είναι που προκύπτει ως εναλλακτική ή και συμπληρωματική λογική ο πειρασμός ενός αυταρχικού εθνικισμού, που τροφοδοτείται από δύο πραγματικές τάσεις της περιόδου. Από τη μια, η συγκυρία της πανδημίας, οι απαιτήσεις επιβολής περιοριστικών μέτρων, η αίγλη που απέκτησε το παράδειγμα της Κίνας, τροφοδότησαν το αντανακλαστικό ότι αυτό που απαιτείται είναι ένα κράτος που με «ισχυρό χέρι» θα ηγηθεί της σωτηρίας της κοινωνίας, προσπερνώντας ζητήματα δικαιωμάτων και ελευθεριών. Από την άλλη, η κρίση της παγκοσμιοποίησης σημαίνει τάσεις μεγαλύτερης εθνικής αναδίπλωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση οι περισσότερες κρίσιμες αποφάσεις σε σχέση με τη διαχείριση του υγειονομικού κινδύνου πάρθηκαν σε εθνικό επίπεδο, ή ότι ήταν πάλι εντός της ΕΕ που είχαμε το παράδειγμα της Ουγγαρίας όπου ουσιαστικά στο όνομα της υγειονομικής έκτακτης ανάγκης ανακηρύχτηκε μια δικτατορία του Βίκτορ Ορμπαν. Ούτως ή άλλως, είχε προλειάνει το έδαφος και η ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ και το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική».
Ομως, θα ήταν λάθος να πούμε ότι αυτή η κατεύθυνση είναι ανταγωνιστική προς τον νεοφιλελευθερισμό. Ως έναν βαθμό μπορεί και να είναι μια συνθήκη ανανέωσής του. Σε αυτή την περίπτωση, τείνουμε προς τον συνδυασμό ανάμεσα σε ένα αυταρχικό και συνάμα πατερναλιστικό στη ρητορική του κράτος, την επίκληση του εθνικισμού και ενός όχι και τόσο συγκαλυμμένου ρατσισμού (με επίκεντρο τις πολιτικές για το Μεταναστευτικό και το Προσφυγικό) και νεοφιλελεύθερες στην ουσία τους πολιτικές με στόχο την συγκράτηση του κόστους εργασίας, τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας και την προσέλκυση επενδύσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι σε τέτοιες κατευθύνσεις κατατείνουν διάφορα ρεύματα της Ακροδεξιάς, ακόμη και εάν χρησιμοποιούν «λαϊκιστική» ρητορική, που άλλωστε εκτιμούν ότι ο φόβος οδηγεί σε συντηρητικότερες και αυταρχικότερες λογικές, αλλά και τμήματα της Κεντροδεξιάς που θέλουν να αποκρούσουν την εκ δεξιών αμφισβήτησή τους.
Ο κίνδυνος είναι ακριβώς από αυτό το μείγμα νεοφιλελευθερισμού, αυταρχισμού και εθνικισμού να αναδυθεί ουσιαστικά μια σύγχρονη εκδοχή υβριδικού νεοφασισμού, που θα ομνύει στις τυπικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά στην πραγματικότητα θα επιτείνει μια βαθιά αντιδημοκρατική μετάλλαξη.
Η αμηχανία της σοσιαλδημοκρατίας
Το τελευταίο διάστημα δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν αναγγείλει την επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας. Και είναι αλήθεια ότι στοιχεία της περιόδου όπως η επανεκτίμηση της σημασίας των δημόσιων υποδομών σε χώρους όπως η υγεία και η πολιτική προστασία, η ανάδειξη της ανάγκης ισχυρής κρατικής παρέμβασης, η προβολή της ανάγκης στήριξης των εργαζομένων απέναντι στη μαζική ανεργία, μαζί με την εμφανή κρίση του νεοφιλελευθερισμού, φάνηκαν να δίνουν μια ώθηση σε μια λογική που θα μπορούσε να θεωρηθεί σοσιαλδημοκρατική.
Και όντως θα μπορούσε κανείς να δει ως αναδυόμενη εναλλακτική μια νεοσοσιαλδημοκρατική πολιτική πρόταση που θα προσπαθούσε να αρθρώσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, γύρω από την ανασυγκρότηση αυτού που συνήθως ονομάζουμε «κοινωνικό κράτος», την έστω και μερική αναδιανομή εισοδήματος και ένα Πράσινο New Deal που θα συνδυάζει την απασχόληση με τη στροφή στη βιωσιμότητα και την αποτροπή της κλιματικής καταστροφής.
Ομως, το πρόβλημα είναι ότι τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι πολύ πιο μετατοπισμένα προς νεοφιλελεύθερες πολιτικές από ό,τι θα ήθελαν να ομολογήσουν και αυτό σημαίνει μια δυστοκία στο να μπορούν να αρθρώσουν μια τέτοια εναλλακτική προοπτική, πέραν επιμέρους χρωματισμών που παρατηρεί κανείς σε χώρες με σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση (π.χ. η θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που προωθεί η ισπανική κυβέρνηση). Αυτό τα φέρνει στην αμήχανη θέση να μην μπορούν να αρθρώσουν σε πολιτικό πρόγραμμα και κυβερνητική πρακτική αυτό που βλέπουν ως ιστορική δυνατότητα.
Το μετέωρο βήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς
Εάν κανείς συνδυάσει τα επιτακτικά ερωτήματα που έθεσε η πανδημία για τον τρόπο που τα σύγχρονα κράτη (αλλά και η αγορά) μπορούν να εγγυηθούν όντως την προστασία της ζωής, το βάθος της οικονομικής κρίσης και κυρίως της κοινωνικής κρίσης την οποία μπορεί να επάγει, την αμφισβήτηση μιας εκδοχής «παγκοσμιοποίησης», την εμφάνιση ίσως της πρώτης κοινωνικής έκρηξης της νέας εποχής στις ΗΠΑ και βέβαια το απόλυτο όριο του σημερινού μοντέλου ανάπτυξης που αντιπροσωπεύει η κλιματική αλλαγή, εύλογα θα μπορούσε να υποθέσει ότι υπάρχουν οι όροι για μια νέα ριζοσπαστική Αριστερά που θα διεκδικούσε έναν κάθε άλλο παρά περιθωριακό ρόλο.
Είναι αυτή η διάχυτη αίσθηση ότι απέναντι σε μια συστημική κρίση απαιτείται συστημική αλλαγή που επιτείνει αυτό το ερώτημα. Εάν μάλιστα προσθέσουμε στο κλασικό ρεπερτόριο της κοινωνικής ισότητας, της δικαιοσύνης, της υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών και της αναβάθμισης της θέσης της εργασίας, την οικολογική διάσταση σε μια νέα «οικο-σοσιαλιστική» σύνθεση, μπορούμε να δούμε μια πολιτική κατεύθυνση που να μπορεί να εκπροσωπήσει πολύ ευρύτερες αγωνίες και αναζητήσεις.
Ομως, ανάμεσα στη διαίσθηση μιας αναγκαιότητας και ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση. Ιδίως, όταν αυτό που χρειάζεται δεν είναι απλώς ένα άθροισμα αιτημάτων ή αφηρημένων στόχων αλλά ένας εναλλακτικός τρόπος συμμετοχικής κοινωνικής οργάνωσης που να μπορεί να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά από τον αυτοματισμό της αγοράς και να συγκροτεί ένα διαφορετικό πρότυπο ευημερίας. Τα πράγματα δεν κάνει πιο εύκολα το βάρος της αποτυχίας ή της αδυναμίας δικαίωσης προσδοκιών εκείνων των κομμάτων ή και κυβερνητικών σχημάτων που διεκδίκησαν εμφατικά τον χαρακτηρισμό της ριζοσπαστικής Αριστεράς, χωρίς να καταβάλουν και τον αναγκαίο κόπο σκέψης που τέτοια διαβήματα απαιτούν.