Στην περίπτωσή του ακόμη και μια υπερβολική περίφραση περιέχει ψήγμα αλήθειας: ο Πέτρος Μάρκαρης είναι ένα ζωντανό κεφάλαιο της νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Ενας ανήσυχος Κωνσταντινουπολίτης, γεμάτος ενέργεια, που βρίσκει κάθε φορά τον τρόπο για να αποδώσει στο έργο του τις εξελίξεις του τόπου. Αρχικά τον κέρδισε ο θεατρικός λόγος. Εγραψε αξιομνημόνευτα έργα όπως «Η ιστορία του Αλή Ρετζό», «Το έπος του βασιλιά Υμπύ» κ.ά. Υπήρξε από τους πιο σοβαρούς μελετητές του Μπέρτολτ Μπρεχτ και άλλων πολύ σημαντικών όπως οι Πέτερ Βάις, Γκέοργκ Μπίχνερ και Αρτουρ Σνίτσλερ. Στέλεχος επιχειρήσεων επί χρόνια, εισήλθε στην αστυνομική λογοτεχνία όταν ένιωσε να γεννιέται στη φαντασία του ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος. Από τότε το «Νυχτερινό δελτίο» έκανε ζωντανή σύνδεση στα αναγνωστικά μονοπάτια ενός ξεχωριστού γραφιά.
Από τις σελίδες του έχουν παρελάσει όλα σχεδόν τα σχήματα του εγκλήματος, που αποτελούν οργανικά στοιχεία της ελληνικής παθογένειας: ξέπλυμα χρήματος, εμπόριο ανθρώπων, διαπλοκή, οργανωμένο έγκλημα, εκμετάλλευση μεταναστών, τρομοκρατία, εθνικιστικό μένος, οικονομική και πολιτική διαφθορά. Το νέο μυθιστόρημα του Μάρκαρη με τίτλο «Ο φόνος είναι χρήμα» (στις νέες και κομψές εκδόσεις Κείμενα) μας φέρνει και πάλι στη σαγηνευτική τοπογραφία της Αθήνας. Αυτή τη φορά στο μυθοπλαστικό «στόχαστρό» του είναι οι ξένοι επενδυτές. Ενώ σε μια γωνιά της πόλης ετοιμάζεται εξέγερση… Συναντήσαμε τον Πέτρο Μάρκαρη λίγο μετά τη λήξη της καραντίνας, σε μια συζήτηση για την τρέχουσα καθημερινότητα.
Η πανδημία κράτησε τον μισό πλανήτη μέσα στο σπίτι, σε συνθήκες πρωτόγνωρες. Παρά την τεχνολογική πρόοδο, φάνηκε πως δεν είμαστε άτρωτοι μπροστά στην ασθένεια. Εσείς πώς βιώσατε την κατάσταση και τελικά τι πιστεύετε ότι αφήνει ως «κληρονομιά» για το μέλλον;
Η τεχνολογική εξέλιξη και η ευκολία της επικοινωνίας έπεισαν ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών παγκοσμίως ότι με το πάτημα ενός πλήκτρου έχουν την απόλυτη εποπτεία. Ηρθε τώρα η πανδημία να μας θυμίσει πόσο ευάλωτοι είμαστε απέναντι στο «άγνωστο», και ως άτομα, και ως κοινωνίες. Οταν κάποια στιγμή η πανδημία υποχωρήσει, ελπίζω να κρατήσουμε τα δυο στοιχεία: το άγνωστο και το ευάλωτο. Είναι τα δυο κίνητρα που μας σπρώχνουν να αγωνιζόμαστε.
Ολο το προηγούμενο διάστημα αναδύθηκαν ξεχασμένες έννοιες, όπως ατομική ευθύνη ή κοινωνική μέριμνα. Πιστεύετε ότι οι Ελληνες έμαθαν κάτι το προηγούμενο διάστημα; Οι πολλοί και καλοί σας φίλοι από το εξωτερικό τι σας είπαν για τις χώρες τους;
Εμείς οι Ελληνες επιδείξαμε μια υποδειγματική συμπεριφορά απέναντι στην πανδημία και την αντιμετώπισή της. Δέχομαι πολλά τηλεφωνήματα από φίλους στο εξωτερικό, οι οποίοι εκφράζουν τον θαυμασμό τους για τον τρόπο που αντιμετωπίσαμε την πανδημία. Κάθε φορά που τους ακούω θυμάμαι το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: «Οι έσχατοι έσονται πρώτοι».
Ο ρόλος του δημόσιου κράτους αδιαμφισβήτητα ενισχύθηκε. Από κοντά όμως φάνηκαν ξανά οι νοσταλγοί των λεφτόδεντρων, όπως οι θιασώτες ενός κράτους – πατερούλη. Το σύγχρονο κράτος μπορεί να λειτουργήσει στη χώρα μας και πώς;
Το κράτος λειτουργεί, ακόμα και εκεί όπου ήταν εξαιρετικά ευάλωτο: στο σύστημα της δημόσιας υγείας. Οσο για τους νοσταλγούς που αναφέρετε, αυτοί προέρχονται κυρίως από το πελατειακό κράτος, που μαστίζει την ελληνική κοινωνία. Ας ελπίσουμε ότι ταυτόχρονα με το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού θα μπορέσουμε και εμείς να βρούμε το εμβόλιο κατά του πελατειακού κράτους.
Ακούμε συνεχώς τη φράση «νέα κανονικότητα». Τι σημαίνει για εσάς αυτή η έννοια; Υπάρχει μπροστά μας κάτι νέο προς ανακάλυψη ή απλώς είμαστε εγκλωβισμένοι σε λέξεις που τις επαναλαμβάνουμε εν κενώ;
Οσο οι ειδικοί αδυνατούν να δώσουν απαντήσεις, τόσο θα αυξάνονται οι γενικόλογες απόψεις και οι προφητείες. Η άγνοια προσφέρεται για προφητείες και για ψάρεμα σε θολά νερά.
Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι διαφορές της σημερινής κρίσης από εκείνη του 2010;
Η καθημερινή επαφή μου με τη σημερινή πραγματικότητα με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Ελληνες δεν άλλαξαν, αλλά πείστηκαν. Η πειθώ είναι, κατά τη γνώμη μου, η μεγάλη διαφορά από την οικονομική κρίση του 2010. Τότε, ένα πολιτικό σύστημα έπαιζε το δικό του παιχνίδι είτε με αλληλοκατηγορίες είτε με πρόσχημα την «κακιά Ευρώπη». Αυτή η τακτική επέτεινε την ανασφάλεια των πολιτών και τους οδηγούσε σε σπασμωδικές αντιδράσεις. Αντίθετα, σήμερα οι πολιτικοί έδωσαν τον πρώτο λόγο στους επιστήμονες και αυτό έπεισε τους πολίτες. Επιπλέον η παγκόσμια εικόνα της πανδημίας επιβεβαιώνει πόσο σωστά αντιδράσαμε.
Πότε αισθανθήκατε πραγματικά ότι είστε συγγραφέας; Ποια ήταν εκείνα τα ερεθίσματα που σας ώθησαν στη λογοτεχνία και τη γραφή;
Η ανάγνωση με οδήγησε στη γραφή. Ημουν από παιδί ένας μανιακός αναγνώστης. Γύρω στα δεκαοκτώ άρχισα να κάνω τις πρώτες μου απόπειρες. Οπως κάποιος που βλέπει καθημερινά τη θάλασσα και κάποια στιγμή δοκιμάζει τη βουτιά.
Πώς βλέπετε τον χώρο του βιβλίου σήμερα; Προς ποια κατεύθυνση πιστεύετε ότι πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα;
Είπα κάποτε σε μια καθηγήτρια Πανεπιστημίου ότι ένα μεγάλο τμήμα των σημερινών νέων είναι «αναλφάβητοι με μάστερ». Είναι αστέρια στο αντικείμενο που επέλεξαν να σπουδάσουν, αλλά υστερούν αφάνταστα σε αυτό που κάποτε ονομάζαμε μόρφωση και γενική παιδεία. Ο κόσμος τους είναι το Google και τα κοινωνικά δίκτυα. Εχω κάνει μια πικρή διαπίστωση. Σε όποια πόλη της Ευρώπης κι αν πηγαίνω για παρουσιάσεις βιβλίων μου, το κοινό που συμμετέχει είναι πάνω από σαράντα. Οι νεότεροι λάμπουν διά της απουσίας τους και όσοι έρχονται ασχολούνται περισσότερο με το κινητό τους.
Το νέο σας βιβλίο «Ο φόνος είναι χρήμα» μόλις κυκλοφόρησε. Βρισκόμαστε στην Αθήνα του 2019. Μια πόλη με οξυμμένες ανισότητες. Η κυβέρνηση αναστατώνεται από φόνους ξένων επενδυτών, ενώ στην άκρη της πόλης γεννιέται το κίνημα των φτωχών. Τι άλλο πρέπει να ξέρουμε;
Δεν θα μπω σε θεματικές λεπτομέρειες. Η τομή στο καινούργιο μυθιστόρημα είναι οι δύο αφηγητές. Ο αστυνόμος Χαρίτος, που αφηγείται την αστυνομική ιστορία, και ο Λάμπρος Ζήσης, ο οποίος αφηγείται μια παράλληλη ιστορία. Το άλλο στοιχείο είναι η αυξημένη και καθοριστική σημασία της οικογένειας του αστυνόμου Χαρίτου στην εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Καταφέρνετε και αφουγκράζεστε το «μυστικό τοπίο» κάθε εποχής. Tι είναι εκείνο που σας παρακινεί να είστε μέσα στην εποχή σας κάθε φορά;
Από τα νιάτα μου είχα μια διαρκή ενασχόληση με την κοινωνία και την πολιτική. Από εκεί και πέρα, για να γράψω ένα μυθιστόρημα, πρέπει ένα γεγονός ή ένα κοινωνικό φαινόμενο να με κάνει έξαλλο. Οταν γίνω έξαλλος, βρίσκω μια ιστορία για να την αφηγηθώ και να ξεθυμάνω.
Κατά πολλούς, η αστυνομική λογοτεχνία τείνει να γίνει – αν δεν είναι ήδη – το κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής μας. Κατά τη γνώμη σας, πού οφείλεται η κλιμακωτή άνοδός της τα τελευταία χρόνια;
Ναι, το αστυνομικό είναι το κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής μας, κυρίως στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική. Από την άλλη, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Πολλά αστικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα είχαν ως αφετηρία μια αστυνομική πλοκή. Πώς ξεκινάνε, για παράδειγμα, «Οι άθλιοι» του Ουγκώ ή το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογέφσκι; Με μια αστυνομική ιστορία. Εμείς απλώς επιστρέψαμε στις ρίζες, δεν ανακαλύψαμε την Αμερική.
Πόσο επηρεάζουν οι κοινωνικές εξελίξεις την εγκληματική δραστηριότητα; Η μορφή που της δίνουν κάθε φορά τι αντανακλά για τη χώρα;
Ενας από τους πρωταγωνιστές στο τελευταίο μυθιστόρημά μου «Ο φόνος είναι χρήμα» λέει: «Αυτό που βλέπουμε στον κόσμο είναι μια παράσταση σκηνοθετημένη από το χρηματοπιστωτικό σύστημα με ηθοποιούς πάνω στη σκηνή τους πολιτικούς». Αυτή είναι, δυστυχώς, η σημερινή πραγματικότητα.
Ποιους αστυνομικούς συγγραφείς από Ελλάδα και εξωτερικό ξεχωρίζετε;
Τρέφω απεριόριστη εκτίμηση και θαυμασμό στον Γιάννη Μαρή. Ο Μαρής υπήρξε στην Ελλάδα το μεγάλο θύμα της ρετσινιάς της παραλογοτεχνίας. Αν ζούσε σε μια άλλη χώρα, θα ήταν από τους πρωτοπόρους του κοινωνικού αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ευρώπη. Τώρα, από τους κλασικούς ξεχωρίζω τον Ζορζ Σιμενόν, τον Ντάσιελ Χάμετ και τον Ρέιμοντ Τσάντλερ. Από τους σύγχρονους, έχω μεγάλη αγάπη στους συγγραφείς του μεσογειακού αστυνομικού, τον Λεονάρντο Σάσα, τον Μανουέλ Βάσκεζ Μονταλμπάν και τον Αντρέα Καμιλέρι.
Ποια ζητήματα απασχολούν τον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο αυτές τις μέρες; Τι τον κάνει να αντέχει μέσα στον χρόνο;
Ανησυχεί πολύ με την πανδημία, όπως όλοι μας. Επαγγελματικά περνάει μια ήσυχη περίοδο, ρίχνει μια ματιά στις ειδήσεις από την Αμερική και λέει: «Δόξα τω Θεώ που είμαι στην Ελλαδίτσα».
Πρόσφατα ο χώρος του βιβλίου είχε μια μεγάλη απώλεια. Τον Σάμη Γαβριηλίδη. Πώς γνωριστήκατε και αποφασίσατε να πορευτείτε τόσο πολλά χρόνια μαζί;
Μία από τις πολύ μεγάλες ατυχίες της ζωής μου ήταν ότι έχασα δυο εκδότες, που ήταν και πολύ αγαπημένοι φίλοι μου: τον Φίλιππο Βλάχο, με τον οποίο ξεκινήσαμε μαζί στις εκδόσεις Κείμενα (σ.σ.: ο γιος του, Φοίβος, είναι αυτός που τις συνεχίζει από τις αρχές του 2020), και τώρα τον Σάμη Γαβριηλίδη, ο οποίος ήταν ο εκδότης που με καθιέρωσε ως αστυνομικό συγγραφέα. Η σχέση μας εξελίχθηκε σε μια πολύ βαθιά φιλία, που κράτησε ως τον πρόωρο θάνατό του.
Αν κοιτάξετε πίσω, κύριε Μάρκαρη, ποια πράγματα θα βάζατε στον εκδρομικό σάκο σας σήμερα, χωρίς να το μετανιώσετε;
Είμαι πια σε προχωρημένη ηλικία και δεν αντέχω να σηκώνω πολλά βάρη. Θα έπαιρνα εκείνες τις αξίες που με βοήθησαν να καταλάβω τον κόσμο και να γίνω συγγραφέας και όλους εκείνους που με βοήθησαν και με στήριξαν στην πορεία μου.
Τι σημαίνει για εσάς η έννοια του διανοουμένου; Από ποια υλικά αποτελείται;
Από τη μια μεριά, είναι τα άτομα εκείνα που χάρη στην τεχνολογική εξέλιξη μπορούν να αντλούν πολύ περισσότερα από την ιστορία και την εξέλιξη της σκέψης. Από την άλλη μεριά, οι διανοούμενοι ασχολούνται πρώτιστα με την ανακύκλωση της σκέψης και πολύ λιγότερο με τη δυναμική της παρέμβασής της.
Το 2021 συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Επανάσταση. Ποια είναι τα δικά σας προσωπικά συμπεράσματα για την εξέλιξη του Ελληνισμού μέχρι σήμερα;
Αν και έχω κόψει από χρόνια τις σχέσεις μου με τον μαρξισμό – λενινισμό, μπορώ να σας πω ότι ο τίτλος ενός βιβλίου του Λένιν, «Ενα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω», εκφράζει με μεγάλη ακρίβεια την πορεία του νεοελληνικού κράτους. Θα σας φέρω μερικά παραδείγματα. Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, θυσίασε μια σπουδαία πολιτική καριέρα για να δημιουργήσει ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος. Αυτό ήταν ένα τεράστιο βήμα μπροστά. Αλλά τον σκότωσαν και κάναμε δυο βήματα πίσω. Το άλλο παράδειγμα είναι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν η μεγάλη μας ευκαιρία, αλλά ο Εμφύλιος ήταν τα δυο βήματα πίσω. Και τέλος με την Ευρώπη. Το 1980 κάναμε ένα τεράστιο βήμα μπροστά, που το συμπληρώσαμε το 2001 με το ευρώ. Ηρθαν όμως η κρίση και τα Μνημόνια και μαζί τα δυο βήματα πίσω.