Η συμφωνία της Ελλάδας με την Ιταλία για την από κοινού οριοθέτηση ΑΟΖ, αποτελεί σημαντικό βήμα στην προσπάθεια της ελληνικής διπλωματίας να κατοχυρώσει τις θέσεις της ως προς τα κυριαρχικά δικαιώματα στη Μεσόγειο απέναντι στις «αναθεωρητικές θέσεις της Τουρκίας, όπως συγκεφαλαιώνονται στη στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Είναι αλήθεια ότι η χάραξη αυτή δεν είχε μεγάλες δυσκολίες, καθώς οι δύο χώρες ήδη από το 1977 είχαν συμφωνία οριοθέτησης ως προς την υφαλοκρηπίδα (το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου της Θάλασσας για τις ΑΟΖ διαμορφώθηκε αργότερα), συμφωνία που είχε επίσης να κάνει με την τότε διπλωματική προσπάθεια της Ελλάδας να κατοχυρώσει κυριαρχικά δικαιώματα απέναντι στις τουρκικές αξιώσεις. Θυμίζουμε ότι ως προς τη γεωγραφική χάραξη ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, δηλαδή τα 200 ν.μ. ή η μέση γραμμή όταν οι αποστάσεις είναι μικρότερες, όπως επίσης και οι ίδιες αρχές δηλαδή ότι τα νησιά έχουν αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Απλώς, η υφαλοκρηπίδα αφορά την εκμετάλλευση του υπεδάφους, ενώ η ΑΟΖ και την υπερκείμενη θάλασσα.
Αυτή ήταν, άλλωστε και η βασική δυσκολία που είχε υπάρξει τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή η ακριβής οριοθέτηση των δικαιωμάτων αλιείας, που φαίνεται ότι επιλύθηκε με την εξασφάλιση πρόσβασης και των ιταλικών αλιευτικών.
Με αυτή την έννοια η Ελλάδα μπορεί να υποστηρίζει ότι τη δική της ανάγνωση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας την υποστηρίζει έμπρακτα μια σημαντική ευρωπαϊκή χώρα και δη μέλος του G7 και ότι δεν συναντούν απήχηση οι τουρκικές θέσεις και ιδίως η αντίληψη ότι τα νησιά δεν έχουν δική τους αυτοτελή ΑΟΖ.
Οι πραγματικές διαστάσεις της συμφωνίας
Όμως, την ίδια στιγμή πρέπει να δούμε τις πραγματικές διαστάσεις της συμφωνίας. Η συγκεκριμένη συμφωνία αφορούσε μια οριοθέτηση η οποία ήδη είχε σε προηγούμενες δεκαετίες, όταν και οι δύο χώρες είχαν συνομολογήσει κοινές αρχές σε σχέση με την αυτοτελή υφαλοκρηπίδα των νησιών.
Μάλιστα, καλό είναι να θυμόμαστε ότι και στη δεκαετία του 1970 το πεδίο διαφωνίας με την Τουρκία ήταν το ίδιο δηλαδή το εάν έχουν τα νησιά αυτοτελή υφαλοκρηπίδα. Κατά συνέπεια η τότε ελληνοϊταλική συμφωνία δεν είχε λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς την κλιμάκωση των τουρκικών αξιώσεων και αμφισβητήσεων. Απλώς τώρα το θέμα έχει αποκτήσει ξεχωριστή επικαιρότητα εξαιτίας των αντιπαραθέσεων γύρω από τις εξορύξεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Επιπλέον, η σχετική χάραξη, τόσο της υφαλοκρηπίδας όσο και της ΑΟΖ δεν εφάπτεται σε κάποια σημεία με περιοχές διαφιλονικούμενες εξαιτίας των τουρκικών αξιώσεων.
Αντίστοιχα, έχει σημασία ότι με βάση τη πρακτική και των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, υπάρχουν οι γενικές αρχές, υπάρχουν τα παραδείγματα άλλων αμοιβαίων χαράξεων αλλά υπάρχει και η λογική ότι όταν υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση οι χώρες πρέπει να βρίσκουν ένα «σημείο ισορροπίας», έναν συμβιβασμό που δεν είναι απαραίτητο να ακολουθεί το «γράμμα» του διεθνούς δικαίου.
Τα δύσκολα επόμενα βήματα
Τα κρίσιμα βήματα για την ελληνική διπλωματία είναι τα επόμενα. Όπως έχει καταστεί σαφές η ελληνική πλευρά θα προσπαθήσει τώρα και για ανάλογη συμφωνία με την Αίγυπτο.
Μόνο που εδώ δεν υπάρχει ένα προηγούμενο ανάλογο με την συμφωνία του 1977 με την Ιταλία. Επιπλέον, σε προηγούμενες απόπειρες είχαν υπάρξει αρκετές δυσκολίες ως προς το να υπάρξει μια συμφωνία. Αυτές δεν αφορούσαν μόνο τεχνικά θέματα αλλά και ένα ζήτημα πολιτικής εκτίμησης.
Είναι γνωστό ότι μια χάραξη ΑΟΖ ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αίγυπτο, με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και τις πάγιες ελληνικές θέσεις θα σήμαινε χάραξη που περιλαμβάνει και σημαντικό μέρος των περιοχών που διεκδικεί η Τουρκία.
Αυτό σημαίνει ότι η Αίγυπτος δεν καλείται απλώς να κάνει μια αμοιβαία χάραξη με την Ελλάδα αλλά και να πάρει θέση απέναντι στις τουρκικές αξιώσεις. Και όσο και εάν ισχύει ότι τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις της Τουρκίας με την Αίγυπτο δεν ήταν από τις καλύτερες δυνατές, ιδίως από τη στιγμή που ανέβηκε ο στρατηγός Σίσι στην εξουσία, όπως και το γεγονός ότι Τουρκία και Αίγυπτος στηρίζουν αντίπαλες πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη, αυτό δεν σημαίνει ότι τόσο εύκολα θα προχωρήσει η Αίγυπτος σε μια τέτοια κίνηση. Μένει να δούμε επομένως πώς θα εξελιχθεί αυτή η διαπραγμάτευση.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει επενδύσει στην αναβαθμισμένη αμυντική συνεργασία με το Ισραήλ, ενώ θα το επισκεφθεί και ο πρωθυπουργός . Το Ισραήλ έδειξε τα προηγούμενα χρόνια να συμφωνεί με τις θέσεις της ελληνικής διπλωματίας, όπως και τις θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ωστόσο, εάν αυτό θα αποτελέσει πραγματική πίεση προς την Τουρκία θα φανεί το επόμενο διάστημα, ιδίως από τη στιγμή που η ισραηλινή διπλωματία έχει κάνει σαφές ότι θα ήθελε καλύτερες σχέσεις με την Τουρκία, προβάλλοντας μάλιστα την κοινή αντιπαλότητα στους σχεδιασμούς του Ιράν στην περιοχή.
Το πεδίο της αντιπαράθεσης
Η Τουρκία από τη μεριά της δείχνει να θέλει να κατοχυρώσει έστω και συμβολικά την ισχύ της τουρκολιβυκής συμφωνίας. Αυτό αποτυπώνουν οι ανακοινώσεις για σεισμικές έρευνες, παρά την επίγνωση ότι αυτές μπορούν οριακά να οδηγήσουν ακόμη και σε θερμό επεισόδιο. Με αυτό τον τρόπο θα προσπαθήσει να απαντήσει στην εικόνα ότι είναι απομονωμένη ως προς τα επιχειρήματά της.
Όμως θα ήταν λάθος να υπεργενικεύσουμε μια εικόνα απομόνωσης. Την ίδια στιγμή η Τουρκία προσπαθεί να βρει νέα σημεία ισορροπίας με τις ΗΠΑ, χωρίς να διαρρηγνύει δεσμούς με την Ρωσία, την ώρα που οι εξελίξεις στη Λιβύη, με την αποτυχία των σχεδιασμών Χαφτάρ και το ενδεχόμενο μιας νέας ειρηνευτικής διαδικασίας, της επιτρέπουν να συνεχίσει να διεκδικεί ρόλο εγγυητή.