Η διάγνωση της Covid-19 βασίζεται στην μοριακή ανίχνευση σε δείγματα που λαμβάνονται από την μύτη και το φάρυγγα των ασθενών (ρινοφαρυγγικό επίχρισμα). Η λήψη γίνεται από επαγγελματίες υγείας (ιατρούς, νοσηλευτές, κλπ). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αφενός τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού σε εργαζόμενους που δεν έχουν επαρκή εξοπλισμό ατομικής προστασίας (ΜΑΠ) αφετέρου απαιτεί σημαντικό αριθμό εξειδικευμένου προσωπικού.
Σε άλλες κλινικές καταστάσεις, είναι πιο γρήγορο να ληφθεί ένα δείγμα από την γλώσσα, την μύτη ή από την μέση ρινική κόγχη (από το εσωτερικό της μύτης), από ότι ένα ρινοφαρυγγικό δείγμα. Από τις θέσεις αυτές είναι επίσης λιγότερο πιθανό ο ασθενής να φτερνιστεί, να βήξει ή να προκληθεί αναγωγή. Επιπλέον, πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι δείγματα και από άλλες θέσεις εκτός από τα ρινοφαρυγγικά μπορεί να έχουν ικανοποιητική ευαισθησία για την ανίχνευση του SARS-CoV-2. Επιπλέον η συλλογή του δείγματος από τον ίδιο τον ασθενή μειώνει τον κίνδυνο έκθεσης των επαγγελματιών υγείας στον ιό και περιορίζει την χρήση των πολύτιμων ΜΑΠ.
Σε μια μελέτη από τις ΗΠΑ που δημοσιεύθηκε στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine, μελετήθηκε η πιθανή εφαρμογή της λήψης του δείγματος για διάγνωση από το ίδιο τον ασθενή. Ο Αναπληρωτής Καθηγητής Ευστάθιος Καστρίτης και ο Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής και Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης. Σε 530 ασθενείς με συμπτώματα ενδεικτικά λοίμωξης, δόθηκαν οδηγίες και τους ζητήθηκε να συλλέξουν μόνοι τους δείγματα από την γλώσσα, την μύτη και την μέση ρινική κόγχη, με αυτή τη σειρά. Στη συνέχεια συλλέχθηκε ρινοφαρυγγικό δείγμα του ασθενή και από έναν επαγγελματία υγείας.
Όταν τα αποτελέσματα τη συλλογή δειγμάτων από τον ίδιο τον ασθενή συγκρίθηκαν με αυτά από ρινοφαρυγγικό δείγμα που συλλέχθηκε από έναν επαγγελματία υγείας, οι εκτιμώμενες ευαισθησίες των δειγμάτων από την γλώσσα, την μύτη και τη μέση ρινική κόγχη, που συλλέχθηκαν από τους ασθενείς ήταν 89.8%, 94%, και 96.2%, αντίστοιχα. Αν και οι διαφορές αυτές δείχνουν ότι ελάττωση της ευαισθησίας όταν η λήψη του δείγματος γίνεται από τον ίδιο τον ασθενή, τόσο τα δείγματα από τη μύτη ρινικά όσο και από την μέση ρινική κόγχη μπορεί να είναι κλινικά αποδεκτά. Επιπλέον οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε ασθενείς με θετικά αποτελέσματα εξέτασης τόσο από το ρινοφαρυγγικό επίχρισμα όσο και από τη γλώσσα, τη μύτη ή την μέση ρινική κόγχη το ιικό φορτίο μπορεί να είναι υψηλότερο στη μέση ρινική κόγχη από ότι στον ρινοφάρυγγα και ισοδύναμο μεταξύ της μύτης και του ρινοφάρυγγα.
Συνεπώς φαίνεται ότι η λήψη γλωσσικών, ρινικών ή δειγμάτων από τη μέση ρινική κόγχη που συλλέχθηκαν από ασθενείς σε σύγκριση με τα ρινοφαρυγγικά δείγματα που συλλέχθηκαν από επαγγελματίες υγείας μπορεί να είναι αξιόπιστη για τη διάγνωση της Covid-19. Η υιοθέτηση τεχνικών δειγματοληψίας από ασθενείς μπορεί να μειώσει την ανάγκη για εξειδικευμένο προσωπικό και τη χρήση Μέτρων Ατομικής Προστασίας καθώς και να ίσως να είναι πιο άνετη για τον ασθενή.