Λίγο ο κορωνοϊός, λίγο κάποιες εσωτερικές αστοχίες, λίγο οι κακοθελητές που παραμονεύουν, η «Επιτροπή 2021» βρέθηκε στο επίκεντρο μιας παροδικής, ελπίζουμε, αρνητικής δημοσιότητας. Ως μέλη της Επιτροπής βρεθήκαμε αντιμέτωποι με προθέσεις που δεν είχαμε διανοηθεί – «να ξαναγράψουμε την εθνική μας Ιστορία» – ή με ελέγχους του εθνικού μας φρονήματος – «ουδετεροπατρία» – που ανακίνησε, σχεδόν νοσταλγικά, αναμνήσεις της νεότητάς μας όταν πράγματι ελέγχονταν τα πολιτικά μας φρονήματα. Η καλή πλευρά της μικρής αυτής αναταραχής ήταν ότι γράφτηκαν πολύ χρήσιμες κριτικές και υποδείξεις που ασφαλώς βοηθούν την Επιτροπή να προσανατολιστεί στο έργο της (αυτές που εγώ εντόπισα Ευ. Βενιζέλος, «Βήμα» 31/5/2020, Τ. Θεοδωρόπουλος, «Καθημερινή» 1/5 και 7/6/2020, Μ. Τσιντσίνης «Καθημερινή» 26/5/2020, Ν. Δήμου «Βήμα» 7/6/2020).
Αυτονόητη αφετηρία του έργου της Επιτροπής είναι μια διάκριση. Αλλο πράγμα είναι ο εορτασμός ενός ιστορικού γεγονότος και άλλο η επιστημονική προσέγγισή του. Ο εορτασμός «συνομιλεί» με τις παραστάσεις και τις αντιλήψεις της κοινωνίας για το γεγονός, με τα συναισθήματα, την αισθητική, τους μύθους και τους συμβολισμούς που αυτό έχει καλλιεργήσει και συνεχίζει να τροφοδοτεί.
Από την άλλη, η επιστημονική πραγμάτευση του γεγονότος έχει τις δικές της μεθόδους, τους δικούς της τόπους και χρόνους. Μιλάμε φυσικά με τα δεδομένα μιας δημοκρατικής Πολιτείας, όπου η ιστορική συνείδηση και οι ιδεολογίες ποικίλουν, και όπου η Ιστορία γράφεται με τους κανόνες της επιστημονικής κοινότητας, όχι κατά παραγγελία της (όποιας) Εξουσίας. Τόσο οι αντιλήψεις όσο και η επιστημονική προσέγγιση – ευτυχώς – μεταβάλλονται, αναθεωρούνται και εξελίσσονται.
Η καθεμία με τους δικούς της τρόπους και τους δικούς της ρυθμούς. Εορτασμός και επιστήμη είναι μεν έννοιες διακριτές, αλλά ασφαλώς αλληλεπιδρούν και αλληλοδιαμορφώνονται. Η έλευση μιας επετείου μπορεί να ενισχύσει το επιστημονικό ενδιαφέρον για το ιστορικό γεγονός, να πολλαπλασιάσει τις μελέτες, τις συζητήσεις ή τις αντιπαραθέσεις. Από την άλλη, και αυτό είναι το σημαντικότερο, σε επετειακές περιόδους όπου αυξάνεται το ενδιαφέρον του κοινού, η αποκτημένη επιστημονική γνώση μπορεί να διαχυθεί και να διαποτίσει περισσότερο τις συλλογικές παραστάσεις και να εκσυγχρονίσει τις μαζικές αντιλήψεις για το γεγονός. Αυτή η γονιμοποίηση είναι ασφαλώς βασικός στόχος του εορτασμού. Είναι λίγο; Καθόλου. Συνιστά βήμα βαθύτερης εθνικής αυτογνωσίας και εμπλουτισμού της εθνικής ταυτότητας. Ακόμα και όταν οι μύθοι επιβιώνουν σε πείσμα της Ιστορίας, είναι διαφορετικό να ξέρεις ότι πρόκειται για προσφιλείς μύθους, από το να τους αναγορεύεις σε αλήθειες.
Σε αυτό το σταυρικό σημείο συνάντησης του εορτασμού και της κεκτημένης έγκυρης γνώσης στέκεται – θα πρέπει να σταθεί – η «Επιτροπή 2021» που δεν είναι ούτε κέντρο έρευνας ούτε όμως οργανωτής εθνικής φανφάρας. Στο ίδιο σημείο στέκονται – θα πρέπει να σταθούν – οι επιστημονικές κοινότητες, το πανεπιστήμια, οι πολιτιστικοί φορείς, οι πολιτικές και αυτοδιοικητικές ηγεσίες, τα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Ολοι δηλαδή οι παράγοντες που θα καθορίσουν την ποιότητα της επετείου. Στο κάτω-κάτω δεν γιορτάζει η «Επιτροπή 2021» αλλά οι Ελληνες και οι Ελληνίδες.
Η αλληλεπίδραση εορτασμού και επιστήμης εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε χώρας και της κάθε επετείου. Στη Γαλλία π.χ. που το 1989 γιόρτασε λαμπρά τα διακόσια χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης (Ξένη Δ. Μπαλωτή, «ΝΕΑ» 5-7/6/2020) είχε προϋπάρξει για πάνω από δέκα χρόνια μια πλούσια και συγκρουσιακή συζήτηση των ιστορικών για την (επαν)ερμηνεία των επαναστατικών γεγονότων. Ηταν μια αυτοτελής επιστημονική δυναμική που καθορίστηκε αφενός από την εξέλιξη των ιστοριογραφικών επιστημονικών εργαλείων, αφετέρου από τις πνευματικές-πολιτικές ζυμώσεις του τέλους του «σύντομου 20ού αιώνα» και της παρακμής του κομμουνιστικού συνασπισμού. Η επιστήμη και ο εορτασμός κρατήθηκαν χωριστά, αλλά με σαφή αλληλεπίδραση.
Ουσιαστικά, με πολιτική επιλογή γιορτάστηκε η «φιλελεύθερη στιγμή του 1789» της Επανάστασης και η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, αφήνοντας στο περιθώριο τη «ριζοσπαστική» ή κατ’ άλλους «ολοκληρωτική στιγμή του 1793» της ροβεσπιερικής κυριαρχίας. Μέσω αυτής της επιλογής η Γαλλία διεκδίκησε να αυτοπαρουσιαστεί στην παγκόσμια κοινή γνώμη ως η μήτρα της πολιτικής Νεωτερικότητας σε μια περίοδο που άλλαζε ριζικά ο Κόσμος.
Το σχήμα είναι χρήσιμο όσο και αν οι διαφορές είναι προφανείς. Η Ελλάδα δεν είναι Γαλλία, και το 1821 δεν είναι 1789. Εδώ, η μελέτη της Επανάστασης του 1821 δεν έχει αποτελέσει μείζονα προτεραιότητα της κοινότητας των ιστορικών, παρότι μεταξύ των ολιγάριθμων ειδικών συγκαταλέγονται έγκυρα και σημαντικά ονόματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επιστημονική μελέτη για το 1821 έμεινε στάσιμη.
Αλλαξε γιατί παρήχθη καινούργια γνώση από τους ειδικούς, γιατί άλλαξαν τα επιστημονικά εργαλεία, και κυρίως γιατί άλλαξε η ματιά μας για το παρελθόν εξαιτίας των κοσμοϊστορικών εξελίξεων της εποχής μας: συνείδηση της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης και των ενοποιητικών στοιχείων του ευρωπαϊκού πολιτισμού, επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υπό αυτό το νέο πρίσμα έχουμε ξεπεράσει στο επιστημονικό επίπεδο παλαιότερες αναγνώσεις του 1821, είτε εθνικορομαντικές είτε παλαιομαρξιστικές. Αντί να μειώσει τη σημασία του, η νέα ματιά αντιμετωπίζει το 1821 ως επαναστατικό κατόρθωμα, πρωτοποριακό για την εποχή του και την περιοχή, γόνιμη σύνθεση διαφωτισμού και λαϊκότητας, μακροχρόνιας πολεμικής αντοχής και πολιτικής δεξιοτεχνίας χάρη στην οποία πέτυχε τελικά την ίδρυση εθνικού κράτους. Πήρε δηλαδή το εισιτήριο για την είσοδο στη νεωτερική εποχή.
Ουσιαστικά, το 2021 θα γιορτάσουμε το ταξίδι που κάναμε με αυτό το εισιτήριο. Με άλλα λόγια, τα εθνικά γενέθλια δίνουν την αφορμή για να ανατρέξουμε και να αναστοχαστούμε την εθνική μας πορεία στα 200 χρόνια. Και όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, ο εορτασμός των γενεθλίων μιας χώρας εξαρτάται από τις συνθήκες. Αυτές καθορίζουν και τον άλλο μεγάλο στόχο της επετείου: την ενίσχυση του ηθικού της κοινωνίας και τη δυναμικότερη παρουσία της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή. Μιας κοινωνίας που βίωσε τη χρεοκοπία. Μιας χώρας που δυσφημίστηκε κατά την παγκόσμια κρίση του 2008, αλλά που κερδίζει προς το παρόν διεθνή εύσημα για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Μπορεί ο αναστοχασμός των 200 χρόνων να στηρίξει αυτούς τους στόχους; Μπορεί να το κάνει όχι σαν αυτοϊκανοποίηση, αλλά βασιζόμενος σε πειστικά τεκμήρια; Μπορεί. Μπορεί, γιατί σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε μια ρεαλιστική και ιστορικά ακριβέστερη αντίληψη του εαυτού μας, αφήνοντας πίσω εκείνες της υπανάπτυκτης χώρας ή του μονίμως αδικημένου έθνους που καλλιεργήσαμε επί χρόνια. Ας το επαναλάβω. Εννοώ την εικόνα ενός Ελληνα που πορεύτηκε με ασυνέχειες, που άλλοτε έτρεξε και άλλοτε καθυστέρησε ή έπεσε, περπατώντας ωστόσο σε έναν δρόμο που τον έφερε πιο κοντά στα «πολιτισμένα έθνη», όπως ο ίδιος διακαώς επιθυμούσε. Εννοώ επίσης την εικόνα ενός Ελληνα που θα αναγνώριζε ότι σε μεγάλο βαθμό, είχε ο ίδιος την ευθύνη και για τις επιτυχίες του και για τις αποτυχίες του, χωρίς να καταφεύγει στην εύκολη αυτοθυματοποίηση και στο «φταίνε οι ξένοι».
Στο παρελθόν, σε κρίσιμες στιγμές εθνικής ανασυγκρότησης, έχουμε πετύχει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις της εποχής. Το ίδιο χρειαζόμαστε και πάλι.