Για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξαρχής η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία ήταν ένα καλό νέο. Διάφοροι παράγοντες είχαν συντελέσει σε αυτό.
Καταρχάς ο Ντόναλντ Τραμπ είχε επιμείνει στην προεκλογική εκστρατεία του στην ανάγκη μιας λιγότερο επεμβατικής εξωτερικής πολιτικής κάτι που για τον Ερντογάν ήταν ιδιαίτερα σημαντικό από τη στιγμή που θεωρούσε ότι ο τρόπος που οι ΗΠΑ είχαν δοκιμάσει να παρέμβουν σε διάφορες συγκρούσεις την ευρύτερη περιοχή προκαλούσαν περισσότερα προβλήματα από όσα έλυναν, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον τρόπο που οι ΗΠΑ προσέγγισαν τους Κούρδους της Συρίας ως βασικούς συνεργάτες «στο πεδίο», την ώρα που για την Τουρκία αυτό μεταφραζόταν σε αμερικανική υποστήριξη στο PKK.
Σε αυτό ας προσθέσουμε και την ιδιαίτερα έντονη καχυποψία του Ερντογάν απέναντι στις ΗΠΑ μετά το πραξικόπημα, τόσο σε σχέση με την παραδοσιακή σχέση των ΗΠΑ με τον Φετουλάχ Γκιουλέν (τον οποίο άλλωστε ακολουθεί η φήμη ότι υπήρξε asset των αμερικανικών υπηρεσιών) όσο και με τη διάχυτη αίσθηση ότι έδειξαν ανοχή (αν δεν επένδυσαν κιόλας) στο πραξικόπημα. Με αυτή την έννοια, ο ερχομός ενός προέδρου που έδειχνε να είναι έξω από το παραδοσιακό πλαίσιο της Ουάσιγκτον αποτελούσε θετική εξέλιξη για τον Ερντογάν.
Επιπλέον, υπήρχε και μια κοινή πολιτική αντίληψη. Η αγάπη για την λαϊκιστική ρητορική και για την προβολή μιας εικόνας «ηγέτη» που επικοινωνεί με την κοινωνία αλλά και ταυτόχρονα όταν πρέπει «αναλαμβάνει τα ηνία», είναι ένα στοιχείο στο οποίο συγκλίνουν Τραμπ και Ερντογάν.
Προφανώς και υπήρχαν και διαφορές σε διάφορα ζητήματα. Για παράδειγμα, ο Τραμπ αποτέλεσε ένα από τα βασικά στηρίγματα του Νετανιάχου, την ώρα που ο τούρκος πρόεδρος και ο ισραηλινός πρωθυπουργός εξακολουθούν να έχουν κακές σχέσεις.
Ένας ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας
Το γεγονός ότι ο τούρκος πρόεδρος μπορούσε να έχει έναν ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με τον αμερικανό ομόλογό του ήταν κάτι που του φάνηκε χρήσιμο σε διάφορες στιγμές.
Καταρχάς, επέτρεψε στην Τουρκία να μπορέσει να πάρει το «πράσινο φως» και από τις ΗΠΑ για τις επιχειρήσεις της επί του συριακού εδάφους, κάτι που ήταν από τις βασικές επιδιώξεις της Τουρκίας και για να μπορέσει να έχει λόγο στις εξελίξεις στη Συρία και για διαμορφώσει μια «ζώνη ασφαλείας» απέναντι στις κουρδικές δυνάμεις που για την Τουρκία αποτελούν μια «υπαρξιακή» απειλή.
Αποκορύφωμα όλων αυτών η αμερικανική ανακοίνωση για αποχώρηση από την βορειοανατολική Συρία. Η επιλογή αυτή ήταν πολύ σημαντική για την Τουρκία, αφού πρακτικά σήμαινε ότι οι κουρδικές πολιτοφυλακές, θα έχαναν την υποστήριξη στην οποία επένδυαν για να διαμορφώσουν μια οιονεί κρατική οντότητα στην περιοχή που είχαν υπό τον έλεγχό του. Ακόμη περισσότερο, ήταν αυτή η αποχώρηση που επέτρεψε στις τουρκικές δυνάμεις να καταλάβουν κρίσιμο έδαφος στη Συρία και να μετακινήσουν προς τα εκεί τις ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις που ελέγχουν. Το γεγονός ότι η απόφαση για την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων ανακοινώθηκε από τον ίδιο τον Τραμπ ήταν ενδεικτικό.
Ταυτόχρονα η καλή σχέση Τραμπ και Ερντογάν βοηθούσε και σε ένα άλλο ζήτημα. Να μην προχωρούν οι αποφάσεις για κυρώσεις κατά της Τουρκίας. Και γι’ αυτό γιατί η Τουρκία, που παράλληλα επένδυσε και σε μια συνεργασία με τη Ρωσία, πάλι με σκοπό να αποτρέψει τα χειρότερα για αυτή στη Συρία, βρέθηκε στο στόχαστρο εκείνων των κύκλων στην Ουάσιγκτον που θεωρούν ότι η βασική απόδειξη φιλίας προς τις ΗΠΑ είναι η διάρρηξη κάθε συνεργασίας με τη Ρωσία. Όμως, παρότι η Τουρκία θα αντιμετωπίσει κυρώσεις, με πιο χαρακτηριστική την καθυστέρηση σε σχέση με τα μαχητικά F35, θα αποφύγει παραπέρα κυρώσεις κυρίως γιατί ο πρόεδρος Τράμπ θα είναι πάντα πρόθυμος να δείξει «κατανόηση». Βέβαια, συχνά της «κατανόησης» προηγούνταν απειλές, όπως τον Οκτώβριο του 2019, όταν ο Τραμπ δήλωσε ότι θα κατέστρεφε την τουρκική οικονομία, εάν η εισβολή της Τουρκία στη Συρία εξόντωνε τον κουρδικό πληθυσμό εκεί, ή όταν πίεσε ιδιαίτερα για την απελευθέρωση του αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον.
Η σημασία της σύγκρουσης στη Λιβύη
Τα ζητήματα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα σε σχέση με τις εξελίξεις στη Λιβύη. Εκεί η Τουρκία πήρε μια επιλογή να στηρίξει την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση στην Τρίπολη, την ώρα που η άλλη πλευρά, η Εθνοσυνέλευση και ο στρατάρχης Χαφτάρ είχαν τη στήριξη της Ρωσίας, τη Αιγύπτου, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και επί της ουσίας της Γαλλίας.
Όμως, η αποτυχία του Χαφτάρ να έχει τις στρατιωτικές επιτυχίες που θα του επέτρεπαν να κερδίσει τη μάχη τη Τρίπολης, εν μέρει και εξαιτίας της υποστήριξης που έδειξε η Τουρκία στην άλλη πλευρά, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς μισθοφόρων από τη Συρία, σήμαινε ότι η Τουρκία είναι μάλλον με την πλευρά των νικητών. Κάτι που την ενδιέφερε ιδιαίτερα, ιδίως από τη στιγμή που εξασφάλισε τη συμφωνία της κυβέρνησης της Τρίπολης για την αμοιβαία οριοθέτηση ΑΟΖ στο πλαίσιο της στρατηγικής της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Άλλωστε, και η Ρωσία έδειξε από ένα σημείο και μετά ότι κυρίως ενδιαφερόταν για την εξεύρεση μιας πολιτικής λύσης, παρά απλώς για την υποστήριξη του Χαφτάρ.
Όλα αυτά έδωσαν άλλη μια δυνατότητα στην Τουρκία όχι μόνο να διεκδικήσει ρόλο περιφερειακής δύναμης αλλά και να προσεγγίσει ξανά τις ΗΠΑ που ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για το γεγονός ότι σε αυτή τη σύγκρουση η Μόσχα και η Άγκυρα δεν ήταν από την ίδια πλευρά.
«Μια νέα εποχή μπορεί να ξεκινήσει ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Τουρκία»
Με αυτόν τον τρόπο αποτίμησε ο Τούρκος πρόεδρος τη συνομιλία που είχε με τον Αμερικανό ομόλογό του πριν από λίγες μέρες.
Μάλιστα, υποστήριξε ότι σε αυτή «φτάσαμε και σε κάποιες συμφωνίες» σε σχέση με τη Λιβύη, χωρίς όμως να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις.
Άλλωστε, όλα δείχνουν ότι οι ΗΠΑ είναι ικανοποιημένες που στη Λιβύη η ρωσική επιρροή δείχνει να περιορίζεται, με την Τουρκία να έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο.
Από τη μεριά του, ο Ερντογάν επέμεινε στη συνομιλία του με τον Τραμπ ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα σε «κούρδους τρομοκράτες» και αυτό που ο Τραμπ επιμένει να αποκαλεί «οργάνωση antifa». Μικρή σημασία έχει ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιο οργανωμένο «κίνημα antifa», καθώς είναι απλώς μια κοινή αναφορά πολλών και διαφορετικών αντιφασιστικών κινημάτων, ή ότι αλληλεγγύη στον αγώνα των κούρδων δείχνουν ευρύτερα κινήματα σε όλο τον κόσμο. Το βασικό για τον Ερντογάν ήταν να τροφοδοτήσει την εμμονή του Τραμπ και φυσικά να βρει ευκαιρία να στιγματίσει τους Κούρδους.
Με αυτή την έννοια, όλα δείχνουν σε μια τακτική επαναπροσέγγιση ανάμεσα την Τουρκία και τις ΗΠΑ. Φάνηκε αυτό και από τη λεπτή ισορροπία με την οποία κινείται η τουρκική πλευρά ως προς το θέμα των συστοιχιών S-400. Μπορεί να συνεχίζει να παραλαμβάνει εξοπλισμό, όμως ακόμη καθυστερεί την πλήρη εγκατάσταση και ενεργοποίησή του. Παράλληλα, ο πρόεδρος Ερντογάν σπάνια αναφέρεται στην υποστήριξη των κουρδικών πολιτοφυλακών από τις ΗΠΑ, ενώ έχουν πέσει οι τόνοι γύρω από το αίτημα έκδοσης του Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία, με την τουρκική πλευρά να δείχνει ότι θα μπορούσε να αποδεχτεί την αμερικανική πρόταση να διεξάγει έρευνα για τον Γκιουλέν το FBI.
Άλλωστε, ακόμη και στη Συρία, όπου ήταν και το βασικό πεδίο της ρωσοτουρκικής προσέγγισης, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Στην αντιπαράθεση γύρω από την Ιντλίμπ, η Τουρκία βρέθηκε αντιμέτωπη με τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις αλλά και τη Ρωσία, κάτι που αντιμετώπισαν ιδιαίτερα θετικά οι ΗΠΑ, έστω και εάν τελικά ήταν η ρωσοτουρκική συνεννόηση που οδήγησε στην ανακωχή στη συγκεκριμένη εστία έντασης.
Το επόμενο διάστημα ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να επενδύσει ακόμη περισσότερο σε αυτή την επαναπροσέγγιση με τον Τραμπ. Βέβαια γνωρίζει ότι ανάμεσα σε μια ευμενή στάση και την πλήρη στήριξη υπάρχει μια μεγάλη απόσταση.
Για παράδειγμα σε σχέση με τις εξορύξεις υδρογονανθράκων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, οι ΗΠΑ δεν είναι βέβαιο ότι προσυπογράφουν το σύνολο της τουρκικής στρατηγικής. Δεν θέλουν να δουν την Τουρκία να μένει έξω από τη συνολική προσπάθεια εκμετάλλευση, αλλά και δεν θα ήθελαν να δουν μεγάλη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Τουρκία και άλλες χώρες που οι ΗΠΑ θεωρούν σημαντικές για τους σχεδιασμούς τους όπως η Ελλάδα.