Ελεύθερο με περιοριστικούς όρους (απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, παρουσία σε αστυνομικό τμήμα) αφέθηκε μετά την απολογία του ενώπιον της 32ης ανακρίτριας Αθηνών το ζευγάρι των ιδιοκτητών του ξενοδοχείου στη λεωφόρο Συγγρού οι οποίοι κατηγορούνται ως οι ηθικοί αυτουργοί του εμπρησμού του, στις 5 Δεκεμβρίου 2019, από τον οποίο τραυματίσθηκαν αρκετά άτομα. Σημειώνεται ότι δύο Πακιστανοί, εργαζόμενοι στο ξενοδοχείο που έχουν κατηγορηθεί ως φυσικοί αυτουργοί έχουν ήδη προφυλακισθεί. Η απολογία των δύο επιχειρηματιών είχε προσδιορισθεί για τις 26 Μαρτίου, όμως υπήρχε αναβολή λόγω κορωνοϊού.
Σύμφωνα με έγγραφα της ΕΛ.ΑΣ., η διαλεύκανση του εμπρησμού επιτεύχθηκε ύστερα από την ανάλυση υλικού καμερών του ξενοδοχείου -μία ημέρα πριν από τον εμπρησμό – όπου φαίνεται οι δύο αλλοδαποί να εκφορτώνουν δοχεία με βενζίνη που χρησιμοποιήθηκαν στον εμπρησμό. Στις απολογίες τους ενώπιον των αστυνομικών αλλά και των αρμοδίων δικαστικών λειτουργών οι δύο Πακιστανοί υποστήριξαν ότι ήταν εργαζόμενοι και σε άλλες επιχειρήσεις των δύο κατηγορουμένων ξενοδόχων. Ισχυρίστηκαν ακόμη ότι προχώρησαν στον εμπρησμό χωρίς αμοιβή αλλά γιατί «πιέσθηκαν από τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου και πως σε περίπτωση αδράνειάς τους θα έχαναν τη δουλειά τους γιατί είχε κινηθεί η διαδικασία έξωσης, ύστερα από δικαστικές ενέργειες του ιδιοκτήτη του κτιρίου. Σύμφωνα με πληροφορίες, μία συγγενής ενός εκ των αλλοδαπών προσκόμισε στους δικαστικούς λειτουργούς και ηχητικό υλικό με συνομιλία -παραμένει άγνωστο αν τελικώς ενταχθεί επισήμως στη δικογραφία- όπου φέρεται να υπάρχει «ομολογία» για αυτήν τη μεθόδευση.
Όπως ανέφεραν στην απολογία τους οι δύο κατηγορούμενοι ξενοδόχοι, «δεν είχαμε τον παραμικρό λόγο να κάψουμε την επιχείρησή μας. Για την ανακατασκευή και ανακαίνιση του ξενοδοχείου δαπανήσαμε το δυσθεώρητο ποσό των 3.561.750 ευρώ. Η αξία μόνο του κινητού εξοπλισμού της επιχείρησης ανερχόταν σε ποσό κοντά στο ένα εκατομμύριο ευρώ».
Στη συνέχεια επιρρίπτουν σχετικές ευθύνες στον ιδιοκτήτη του κτιρίου (σ.σ. επιχειρηματίας από την Κρήτη). Όπως ανέφεραν, «αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση ο μόνος που είχε κίνητρο για τον εμπρησμό του ξενοδοχείου και είχε το δικαίωμα να εισπράξει αποζημίωση από την καταστροφή συνεπεία πυρκαγιάς του ξενοδοχείου ήταν ο ιδιοκτήτης αυτού». Προχώρησαν μάλιστα σε αγωγή κατά του ιδιοκτήτη ζητώντας 30 εκατομμύρια ευρώ για διαφυγόντα κέρδη.
Στο απολογητικό τους υπόμνημα μέσω του δικηγόρου Αλέξη Κούγια, οι δύο ξενοδόχοι ανέφεραν ότι «πρέπει να προσεχθεί ότι τέσσερις μάρτυρες την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 11 Μαρτίου 2020, ανασκεύασαν τις αρχικές μαρτυρικές τους καταθέσεις θέτοντας εμάς στο κάδρο των ποινικών ευθυνών, εμένα και τον σύζυγό μου. Επίσης μας αποδίδεται ότι δώσαμε εντολές στους φυσικούς αυτουργούς από τα προσωπικά τηλέφωνά μας, που είναι καταχωρισμένα με τα ονόματα μας».
Επιπλέον, στο υπόμνημα των δύο ξενοδόχων, κατηγορουμένων για τον εμπρησμό, διατυπώνονται αιχμές για «υπερβάλλοντα ζήλο των αστυνομικών», κάτι που οι ίδιοι αρνούνται.
Όσον αφορά το προαναφερθέν ηχητικό υλικό, η πλευρά των ξενοδόχων αναρωτήθηκε: «Ποιος έδωσε την εντολή στη συγγενή του κατηγορούμενου για φυσική αυτουργία να προβεί σε υποκλοπή της συνομιλίας μας; Γιατί δεν κατονόμασε στις αρχές τον άνθρωπο εκείνον, ο οποίος υποτίθεται, τη συμβούλεψε για τον τρόπο με τον οποίο θα προέβαινε στη μαγνητοφώνηση;». Στο απολογητικό υπόμνημα ακόμη επιρρίπτονται ευθύνες για την καταγγελλόμενη «μεθόδευση» σε δικηγόρο που εκπροσωπεί άλλον επιχειρηματία και στον οποίο αποδίδονται εμπλοκές σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις.
Ο δικηγόρος Αλέξης Κούγιας μιλώντας στο «Βήμα» σημείωσε ότι «η κυρία ανακρίτρια κι η κυρία εισαγγελέας αντελήφθησαν ότι οι άνθρωποι που διέθεσαν 3,5 εκατ. ευρώ για να μετατρέψουν ένα εγκαταλελειμένο «γιαπί» σε πεντάστερο ξενοδοχείο ήταν αδύνατο να υποδείξουν σε δύο εργαζόμενους τους να το κάψουν κι ενώ είναι επί τρεις μήνες ανασφάλιστο. Θεωρώντας ως ύποπτες ορισμένες τηλεφωνικές επαφές τους, ενώ ήταν σε καθημερινή επικοινωνία μαζί τους».
Σημειώνεται, τέλος, ότι στο διαβιβαστικό έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. αναφερόταν ότι ένας εκ των ξενοδόχων είχε καταδικασθεί για σοβαρά αδικήματα στο παρελθόν, ενώ στο απολογητικό υπόμνημα σημειωνόταν ότι είχε «λευκό ποινικό μητρώο».