Η UNESCO διερευνά το ζήτημα που έχει προκύψει μετά τις εξαγγελίες Ερντογάν για μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε ισλαμικό τέμενος, δηλώνει ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του διεθνούς οργανισμού Ερνέστο Οτόνε Ραμίρεζ στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ». Ο χιλιανός αξιωματούχος επισημαίνει ότι η UNESCO έχει αποστείλει σχετική επιστολή με σειρά ερωτημάτων στις αρμόδιες Αρχές στην Τουρκία από τις αρχές Ιουνίου, χωρίς όμως να έχει λάβει ακόμη απάντηση. Παράλληλα, διαβεβαιώνει, ότι η Σύμβαση για την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά προβλέπει ότι πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση για την αλλαγή του στάτους ενός Μνημείου Πολιτιστικής Κληρονομιάς, όπως είναι η Αγία Σοφία, απαιτείται απόφαση της αρμόδιας διακυβερνητικής επιτροπής της UNESCO. Πάντως, ο COVID-19 έχει δυσκολέψει το έργο ελέγχου της UNESCO, αφενός διότι η συνεδρίαση της 21μελούς επιτροπής για το 2020 δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί μετά την αναβολή της προγραμματισμένης συνάντησης (29 Ιουνίου έως 9 Ιουλίου) και αφετέρου διότι έχουν ακυρωθεί οι αποστολές επιτόπιου ελέγχου. Γενικότερα, ο κορωνοϊός έχει προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στον πολιτισμό παγκοσμίως, δηλώνει ο Οτόνε Ραμίρεζ, ο οποίος προειδοποιεί ακόμη ότι έχει αυξηθεί η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών.
«Περιμένουμε την απάντηση σε επιστολή που έχουμε στείλει με σειρά ερωτημάτων στις αρμόδιες Αρχές στην Τουρκία. Οταν ένα κράτος-μέλος [η Ελλάδα] απευθύνει ερώτημα στον οργανισμό μας για κάποιο συγκεκριμένο παγκόσμιο πολιτιστικό μνημείο, πρέπει να απευθύνουμε το ζήτημα στο κράτος στο οποίο βρίσκεται το μνημείο [Τουρκία] και να περιμένουμε απάντηση» δηλώνει ο Οτόνε Ραμίρεζ, διαβεβαιώνοντας ότι «ο οργανισμός θα συνεχίσει να στέλνει επιστολές μέχρι να λάβει σχετικές απαντήσεις, καθώς το ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί στην επόμενη συνεδρίαση της Επιτροπής Πολιτιστικής Κληρονομιάς». Μάλιστα, όπως λέει η Σύμβαση, απαιτεί να γίνεται αναφορά από τις αρμόδιες Αρχές για κάθε αλλαγή στο στάτους ενός χώρου που περιλαμβάνεται ανάμεσα στα 1.241 Μνημεία Πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. «Η διαδικασία προϋποθέτει ότι αν υπάρχουν εξελίξεις στη χρήση ενός μνημείου οι αρμόδιες Αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν την επιτροπή» τονίζει. Προς το παρόν το ζήτημα έχει περιέλθει σε γνώση της UNESCO χάρη σε παρέμβαση «τρίτων», λέει ο ανώτερος αξιωματούχος, αναφερόμενος στις κινήσεις που έχει κάνει η ελληνική κυβέρνηση προς τον διεθνή οργανισμό, αλλά και σε σχετική επιστολή από οργάνωση πολιτών.
Ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της UNESCO επεξηγεί ότι ο οργανισμός προχωρεί κάθε τέσσερα χρόνια σε τακτικούς επιτόπιους ελέγχους στα μνημεία για να διαπιστωθεί ότι οι προδιαγραφές που θέτει η Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς ικανοποιούνται. «Λόγω του κορωνοϊού είναι δύσκολη η διερεύνηση των πληροφοριών σε αυτή τη φάση. Υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσαμε να στείλουμε ειδικούς για επιτόπιο έλεγχο [στην Αγία Σοφία], αλλά αυτή την εποχή, μέχρι τον Σεπτέμβριο, δεν πραγματοποιούνται αποστολές. Μόλις λάβουμε απάντηση στην επιστολή μας, θα εξετάσουμε ποια θα είναι τα επόμενα βήματα για να διασφαλίσουμε ότι η Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς θα ασχοληθεί με το ζήτημα» τονίζει ο αξιωματούχος του διεθνούς οργανισμού, ξεκαθαρίζοντας ότι βάσει των στοιχείων που θα λάβει η UNESCO θα προχωρήσει σε αξιολόγηση και συστάσεις, αλλά η απόφαση θα ληφθεί από τη διακυβερνητική επιτροπή με γνώμονα τη διατήρηση της παγκόσμιας αξίας του μνημείου στη βάση της εφαρμογής της Σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας, η κατάταξή της ως Παγκόσμιου Μνημείου περιλαμβάνεται στις ιστορικές ζώνες της Κωνσταντινούπολης που έχουν εγγραφεί στον «κατάλογο παγκόσμιας κληρονομιάς» το 1985. Πάντως, παρότι δεν έχει καθοριστεί ακόμη νέα ημερομηνία για τη συνεδρίαση της διακυβερνητικής επιτροπής, ο αξιωματούχος της UNESCO διαβεβαιώνει ότι «θα πρέπει να συνεδριάσει φέτος».
Οι επιπτώσεις
Η συζήτηση των «Νέων» με τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της UNESCO επεκτάθηκε αναπόφευκτα στις επιπτώσεις των μέτρων περιορισμού, που επιβλήθηκαν λόγω του κορωνοϊού, στους χώρους πολιτισμού. Κατά τον κ. Οτόνε Ραμίρεζ ο κορωνοϊός έχει επιφέρει σοβαρό πλήγμα, ενώ η έλλειψη δυνατότητας επιτόπιου ελέγχου αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς να έχουν πέσει θύματα γεωπολιτικών εντάσεων. «Ο κορωνοϊός έχει δυσκολέψει τον έλεγχο για τη συντήρηση και διατήρηση των μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς. Όταν θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην φάση ελέγχου ελπίζουμε να μην βρεθούμε προ εκπλήξεων» επισημαίνει. Επιπλέον, «η έρευνά μας έδειξε ότι πάνω από 50% των μουσείων στον κόσμο δεν έχει πρόσβαση στο Ίντερνετ, δεν το άγγιξε η ψηφιοποίηση. Μόνο 5% των μουσείων στην Αφρική και σε μικρά νησιά σε Ειρηνικό και Καραϊβική είχαν στήριξη από την τεχνολογία» επισημαίνει. Όπως επεξηγεί από τις αρχές Απριλίου μέχρι τον Μάιο, 92% των πολιτιστικών χώρων έκλεισαν μερικώς ή ολικώς. Οι αρνητικές επιπτώσεις στον κλάδου του πολιτισμού είναι σοβαρές, λέει, επεξηγώντας, ότι η απασχόληση στον κλάδο έχει αυξηθεί σημαντικά. Ενδεικτική της τάσης είναι η κατακόρυφη αύξηση στον αριθμό των μουσείων. «Σε οκτώ χρόνια είχαμε 60% αύξηση στον αριθμό των μουσείων, από 65.000 το 2012 σε 95.000 το Μάιο του 2020. Το ζήτημα στήριξης του πολιτισμού είναι επείγον. Όλα αλλάζουν, ο τρόπος επισκέψεων, τα εισιτήρια, πολλοί εργαζόμενοι έχουν χάσει τη δουλειά τους, καθετί επαναπροσδιορίζεται» τονίζει. «Η κατάσταση είναι κρίσιμη και όλοι στο σύστημα του πολιτισμού έχουν επηρεαστεί αρνητικά. Προσπαθούμε να διασφαλίσουμε ότι στα πακέτα χρηματοδότησης και στα μέτρα που λαμβάνονται για ενίσχυση έναντι του κορωνοϊού θα περιληφθεί ο πολιτισμός, ο οποίος μαζί με τον τουρισμό δέχεται σοβαρό πλήγμα».
Η UNESCO, μάλιστα, ανησυχεί ιδιαιτέρως για τις αναπτυσσόμενες περιοχές. «Γίνεται προσπάθεια να ενισχυθεί ο εγχώριος τοπικός τουρισμός. Η λύση μπορεί να εφαρμοστεί σε ορισμένες περιοχές, όπως την Ευρώπη, αλλά όχι σε περιοχές όπως την Καραϊβική ή την Αφρική» λέει ο κ. Οτόνε Ραμίρεζ. Αναφέρεται στον θεσμό ResiliArt, που ξεκίνησε η UNESCO, προκειμένου «οι άνθρωποι της πολιτισμού να προτείνουν λύσεις, τις οποίες προσπαθούμε να προωθήσουμε στις αρμόδιες αρχές».
Όσον αφορά τους αρχαιολογικούς χώρους, ο αναπληρωτής διευθυντής της UNESCO λέει ότι υπάρχουν πληροφορίες από ορισμένες χώρες (όχι από Ελλάδα, ξεκαθαρίζει) ότι υπήρξε μεγαλύτερη δραστηριοποίηση παράνομης διακίνησης και λεηλασίας αντικειμένων, ενώ σε μνημεία φυσικής κληρονομιάς, όπως στην Αφρική, υπήρξαν παράνομες είσοδοι από διάφορες ομάδες. «Έχουμε αύξηση της παράνομης διακίνησης αντικειμένων τέχνης ηλεκτρονικά και συνεργαζόμαστε με την Interpol και τον διεθνή οργανισμό τελωνείων να διαπιστώσουμε το μέγεθος του ζητήματος. Αποτελεί ανησυχητικό φαινόμενο» τονίζει.