Τα ηγετικά του προσόντα δεν τα αρνούνται ούτε εκείνοι που αμφισβητούν το έργο του. Με τους αγώνες του «έβαλε τη σφραγίδα της δυναμικής προσωπικότητάς του σε μια μακρά περίοδο της εθνικής μας ζωής», έλεγε ο βασικός του πολιτικός αντίπαλος Κωνσταντίνος Καραμανλής για τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου.
Σε αυτές τις λιγοστές φράσεις συμπυκνώνεται η ιστορικότητα της παρουσίας του μεγαλύτερου λαϊκού ηγέτη της Ελλάδας, που κατάφερε μέσα από το ριζοσπαστισμό της μεταπολιτευτικής περιόδου και το μεταρρυθμιστικό του πνεύμα, να συμφιλιώσει όχι μόνο τις δύο χαμένες «Ελλάδες» του εμφυλίου πολέμου, αλλά και να οικοδομήσει τη σύγχρονη ευρωπαϊκή Ελλάδα. Η σχέση του Ανδρέα με το λαό ήταν αδιαπραγμάτευτη, έντονά συναισθηματική, αμφίδρομη και πάντα με επίκεντρο τον άνθρωπο.
Πριν λίγες μέρες έκλεισαν 24 χρόνια από το θάνατο του και όλοι νοσταλγούν εκείνες τις ηρωικές για το λαό και τη χώρα εποχές. Ο Ανδρέας, έτσι τον προσφωνούσαν όλοι, γιατί τον ένιωθαν δικό τους άνθρωπο. Χάραζε δημιουργικούς αγωνιστικούς δρόμους για το λαό και την πατρίδα. Τον Ανδρέα Παπανδρέου μονίμως τον διακατείχε ένα θεϊκό ένστικτο και πίστευε στο άστρο του. Ο Ανδρέας εισέβαλλε στην πολιτική σκηνή ως ριζοσπάστης, μεταρρυθμιστής και πέτυχε να αλλάξει το πρόσωπο της Ελλάδας, χτίζοντας ένα κοινωνικό κράτος: Εθνικό Σύστημα Υγείας, ΚΕΠ, ΑΣΕΠ. Διασφάλισε την απόλυτη ισονομία, καταργώντας πολύχρονες αδικίες και διακρίσεις, εξασφάλισε τη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και στήριξε πράγματι τους μη προνομιούχους Έλληνες.
Ο Ανδρέας άφησε μια μεγάλη παρακαταθήκη, δημιούργησε ένα συνεκτικό ιστό και στην κοινωνία μας και στη Δημοκρατία μας. Μετά την εποχή Παπανδρέου, η Ελλάδα εκλαμβάνεται διεθνώς ως ξεχωριστή οντότητα. Και οι κυβερνήσεις που έχουμε, είναι όλων των Ελλήνων και όχι της εκάστοτε πλειοψηφίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου λειτουργούσε με τον Καραμανλή (σαν ΠτΔ) εκείνη τη δύσκολη περίοδο για τη χώρα, πότε ως δίπολο και πότε ως δίδυμο. Και αυτό είχε θετική επίδραση για την ισχυροποίηση της Ελλάδας για την εθνική ομοψυχία, για την καθιέρωση των δημοκρατικών θεσμών και για την απόκτηση μιας δημοκρατικής κουλτούρας που θεωρεί εφικτή τη δυνατότητα εναλλαγής των δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία. Και οι δυο τους ξεχώρισαν, και ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου, ως οι μοναδικοί πολιτικοί ηγέτες της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Το παράδειγμα είναι τώρα επίκαιρο όσο ποτέ. Και το ερώτημα της κοινωνίας είναι καθημερινό: Πού είναι σήμερα οι ηγέτες αυτού του πολιτικού διαμετρήματος, να συναποφασίσουν και να κρατήσουν την Ελλάδα όρθια και εθνικά υπερήφανη όπως της αξίζει; Η κοινωνία δεν μπορεί και δεν αντέχει άλλο να βλέπει μια Ελλάδα αλυσοδεμένη και γονατισμένη. Η διαφορά είναι ότι τώρα δεν υπάρχουν ηγέτες όπως εκείνη την εποχή. Απλά υπάρχουν πολιτικοί εξουσιομανείς που τους ενδιαφέρει η εξουσία και όχι η κοινωνία.
Έχουν συμπληρωθεί 24 χρόνια από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή. Όμως ο Ανδρέας εξακολουθεί και σήμερα να ακτινοβολεί με τη λάμψη του σαν ένας αδάμας της πολιτικής και δύσκολα θα βρεθεί στις ημέρες μας κάποιος παρόμοιος ηγέτης σαν αυτόν. Ο Ανδρέας όμως υπάρχει παντού και ζει μέσα μας γιατί πίστευε βαθιά ότι οι Έλληνες μπορούν να δημιουργήσουν και αξίζει να ζήσουν όλοι μαζί σε μια νέα Ελλάδα με ισονομία, με υπερηφάνεια, με ελευθερία και με δικαιώματα για όλους. Τα συνθήματα παραμένουν επίκαιρα: Εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική δικαιοσύνη και φυσικά η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες! Όσο για εκείνους, τους υποτιθέμενους αριστερούς που προσπαθούν να τον μιμηθούν ισχύει αυτό που είχε ειπωθεί από τον Κώστα Λαλιώτη: «το αρχέτυπο του Ανδρέα Παπανδρέου δεν μπορεί να αναπαραχθεί».
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πριν από λίγα χρόνια σε όλες τις δημοσκοπήσεις στις οποίες οι πολίτες αξιολογούν, κρίνουν και συγκρίνουν όλους τους πρωθυπουργούς της μεταπολίτευσης, ο Ανδρέας έχει μια σαφή υπεροχή παντού, σε όλους τους κρίσιμους τομείς. Η κατάταξή του διαχρονικά στην πρώτη θέση από τον ελληνικό λαό, είναι μια αποστομωτική απάντηση για τους εχθρούς και τους αντιπάλους και μια λυτρωτική απάντηση για τους φίλους του.
Δεν αρκεί ο χαρισματικός ηγέτης να έχει τη συναισθηματική επαφή με τον λαό, χρειάζεται πολιτική ενόραση και στρατηγικό νου για να διατηρηθεί διαχρονικά στις καρδιές των πολιτών και να καθοδηγήσει ένα Κίνημα με όραμα. Ένας τέτοιος ηγέτης ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, που από τη δεκαετία του ’80 είχε αναφερθεί προφητικά και είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τη χώρα.
Από το 1987, σε άρθρο του, που δημοσιεύτηκε το 1987 στο αμερικανικό περιοδικό «ΝewΡerspectives Quaterly» (ΝΡQ), είχε προειδοποιήσει: «Ο Κέινς ανέπτυξε τη θεωρία της “ενεργού ζήτησης”… μέσα στα εθνικά σύνορα… Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας σήμερα τα άλλαξε όλα. Αν τονώσουμε την καταναλωτική δύναμη εδώ στην Ελλάδα, δημιουργούμε θέσεις εργασίας στην Ιταλία και τη Γερμανία… Οι καταναλωτές μας αγοράζουν ιταλικά παπούτσια ή τα καλύτερα γερμανικά αυτοκίνητα και δημιουργούν πρόβλημα στο ελληνικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Σήμερα ένας οπαδός του Κέινς θα είχε οδηγήσει την Ελλάδα στην πτώχευση μέσα σε δύο χρόνια!»
Και πρόσθετε προφητικά ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ: «Εάν η Ελλάδα θέλει ένα κράτος πρόνοιας με υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και ασφαλείς συντάξεις, πρέπει ταυτόχρονα να έχουμε υπόψη μας τη μάχη για την αύξηση της παραγωγικότητας», ενώ στηλίτευε τον διογκωμένο δημόσιο τομέα.
Είχε όμως την ικανότητα μέσα σε λίγες λέξεις να εκλαϊκεύει πολιτικά το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, αφού είναι ο πρώτος που στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είπε: «Ή το Έθνος θα αφανίσει το χρέος ή το χρέος θα αφανίσει το Έθνος».
Ήταν ο μοναδικός Έλληνας Ηγέτης που διέθετε έναν πολιτικό κοσμοπολιτισμό, αφού έβλεπε τη θέση της χώρας στη διεθνή σκακιέρα και δη την ευρωπαϊκή. Τα λόγια του μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη Σύνοδο Κορυφής στις Κάννες προέβλεπε τα επακόλουθα. Μετά τη Σύνοδο των Καννών, 25 χρόνια πριν, ο καταβεβλημένος για λόγους υγείας Ανδρέας δηλώνει: ««Βρίσκω ότι πάμε σ’ ένα είδος συρρίκνωσης της εθνικής δύναμης αλλά όχι στον βωμό μιας συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας… Σας λέγω όμως ότι εδώ… υπάρχει σαφές σχέδιο για τη μηδενοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων οι οποίες δεν θα μπορούν να παίξουν δημοκρατικά αποτελεσματικό ρόλο, αλλά θα υπόκεινται στις κατευθύνσεις που μας δίνει το διευθυντήριο».
Στη Βουλή, το 1992, με αφορμή την κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, προέβλεψε τα δεινά της χώρας, αλλά και το ατελές του οικοδομήματος της νομισματικής ένωσης και της δημιουργίας του ευρώ: «Παραμένει, βέβαια, πάντα το ερώτημα, σε όλη αυτή την πορεία, εάν πορευόμαστε προς μια ευρωπαϊκή Γερμανία ή προς μια γερμανική Ευρώπη. Στα πλαίσια της ΕΟΚ παραμονεύει πάντα η σύγκρουση βορρά και νότου…
Εάν δεν υπάρξουν κάποια μέτρα, κάποιες παρεμβάσεις, θα οξύνει τις αποστάσεις ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές περιφέρειες. Το Μάαστριχτ, αυτή η συνθήκη, απλώς αποτελεί για μας ένα εισιτήριο σε έναν δύσκολο και άνισο αγώνα. Ο αγώνας είναι άνισος, γιατί στην εκκίνηση είμαστε οι τελευταίοι…».
Και αυτό που ταιριάζει απόλυτα στο σήμερα, αν και έχει ειπωθεί, σε συνέντευξη του στον Θανάση Λάλα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αφορούσε την ανάγκη μιας εθνικής συστράτευσης όλων των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου, των καλλιτεχνών, των ανθρώπων του πνεύματος, προκειμένου η χώρα να έχει μέλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπογράμμισε την αναγκαιότητα υποχωρήσεων και συμβιβασμών και ανοχών μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων για την επίτευξη του τελικού στόχου, ειδάλλως, όπως προειδοποιούσε, η Ελλάδα θα γίνει τριτοκοσμική χώρα.
Η ειρωνεία της ζωής είναι ότι για τον Ηγέτη αυτής τη χώρας ούτε ο ίδιος ούτε και οι επίγονοι του φρόντισαν να υπάρχει ένα μνημείο αντάξιο της προσφοράς του. Ακόμη και ο τάφος του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών παραμένει λιτός και ορισμένες φορές παραμελημένος. Ίσως γιατί η μοίρα των Μεγάλων είναι στη ζωή και στον θάνατο να βιώνουν την απόλυτη μοναξιά του ενός και μοναδικού Ηγέτη, οραματιστή που πέτυχε να ζει στις καρδιές μας για πάντα.