Η τουρκική κυβέρνηση παρακολουθούσε μυστικά τους Έλληνες που επισκέπτονταν το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στην τουρκική ακτογραμμή της Μαύρης Θάλασσας, σύμφωνα με πρώην πράκτορα των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, που επικαλείται η Nordic Monitor.
Η αποκάλυψη αυτή έγινε στις 20 Ιουνίου 2016, κατά τη διάρκεια ακροαματικής διαδικασίας στο 14ο Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης από τον Μουχιτίν Ζενίτ, έναν 46χρονο πρώην πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας που ήρθαν στην κατοχή της ιστοσελίδας Nordic Monitor, ο αξιωματούχος, ο οποίος εργαζόταν στην επαρχία της Τραπεζούντας, παραδέχτηκε ότι αυτός και οι συνάδελφοί του είχαν εντολή να παρακολουθούν τους Έλληνες προσκυνητές που επισκέπτονταν την επαρχία για τουριστικούς λόγους.
«[Η παρακολούθηση των] δραστηριοτήτων στον Πόντο είναι τμήμα των εντολών μας… Για παράδειγμα, ομάδες τουριστών από την Ελλάδα που επισκέπτονται το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά (σ.σ. του ελληνορθόδοξου μοναστηριού του 4ου αιώνα που βρίσκεται στην Τραπεζούντα)», κατέθεσε ο Ζενίτ, προσθέτοντας ότι τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών ήταν υπεύθυνοι να επιτηρούν τους Έλληνες τουρίστες.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «αν και κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι Έλληνες του Πόντου έχουν μειωθεί δραματικά, θεωρούνται για τις διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις ως απειλή για την ασφάλειά τους. Η κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Η παραδοχή του Ζενίτ επιβεβαιώνει ότι η ανθελληνική παράνοια συντηρείται συστηματικά και διαχρονικά από το τουρκικό κράτος, το οποίο χρησιμοποιεί τις μυστικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες ασφαλείας του, καταναλώνοντας αξιοσημείωτους πόρους, για την κατασκοπεία ακόμη και των Ελλήνων τουριστών».
Παλαιότερο έγγραφο μυστικών υπηρεσιών έδειξε ότι οι τουρκικές αρχές είχαν παγιδεύσει με κοριό έναν 61χρονο ιταλικό κληρικό, τον πατέρα Αντρέα Σαντόρο, με την υποψία ότι συμμετείχε σε δραστηριότητες για να βοηθήσει στην αναβίωση του «ποντιανισμού» πριν δολοφονηθεί από έναν εθνικιστή έφηβο στις 5 Φεβρουαρίου 2006.
Η αστυνομία είχε επικαλεστεί τότε υποψίες ότι ο Σαντόρο ενδέχεται να εμπλεκόταν σε «αυτονομιστικές δραστηριότητες για την αναβίωση του κράτος του Πόντου» και για αυτόν τον λόγο είχε διατάξει την παρακολούθηση των τηλεφωνικών του επικοινωνιών το 2006.
Ποιος είναι ο Μουχιτίν Ζενίτ
Χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, ο Ζενίτ υπήρξε πράκτορας των μυστικών πληροφοριών που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου σχεδόν ένα χρόνο πριν από τη δολοφονία του Τουρκο-Αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ στις 19 Ιανουαρίου 2007.
Είχε υποβάλει έκθεση στις 15 Φεβρουαρίου 2006, ενημερώνοντας τους προϊσταμένους του για μια συνωμοσία δολοφονίας για την οποία άκουσε από πληροφοριοδότη.
Ωστόσο, οι μυστικές πληροφορίες αγνοήθηκαν από τις Αρχές στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατοικούσε ο Ντινκ, και ο επικεφαλής της εκεί αστυνομίας Εντζίν Ντίντς δεν ενήργησε σχετικά με τις πληροφορίες.
Ο Ζενίτ αργότερα μετατέθηκε σε άλλη επαρχία, αλλά ανταμείφθηκε από τον Ντιντ ο οποίος τον έκανε τον προσωπικό του προσωπάρχη το 2013.
Μέσα σε μια ώρα από τη δολοφονία, ο Ζενίτ βρέθηκε ότι είχε μιλήσει με έναν πληροφοριοδότη που είχε δεσμούς με τον δολοφόνο, Ογκούν Σαμάστ, καθώς και με τον ηθικό αυτουργό της δολοφονίας Γιασίν Χαϊάλ. Αυτήν την εποχή δικάζεται με την κατηγορία της αμέλειας στη δολοφονία.