Ερωτηματικά προκαλεί η εσπευσμένη «αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου», σύμφωνα με το Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας.
Στο επίκεντρο της αναμόρφωσης τίθεται η άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς σε περίπτωση διαζυγίου, κάτι το οποίο περιλαμβανόταν, αλλά απαλείφθηκε, σε πρόταση νόμου που είχε κατατεθεί το 2008.
«Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και είκοσι έξι μεγάλες οργανώσεις (www.leaguewomenrights.gr), θεώρησαν ότι νομοσχέδιο του 2008 (που έγινε Ν. 3719/2008), το οποίο εισήγαγε τον κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας σε περίπτωση διαζυγίου ή χωρισμού των γονέων, επέφερε επικίνδυνη ανατροπή βασικών αρχών του οικογενειακού δικαίου που εξυπηρετούν το συμφέρον του παιδιού και θα προκαλούσε βλαβερές για τα παιδιά προστριβές και συχνότερη παρέμβαση των δικαστηρίων.
«Γι’ αυτό, και προκειμένου να μη γίνουν τα παιδιά πειραματόζωα, είχαν ζητήσει να απαλειφθούν οι σχετικές διατάξεις από το εν λόγω νομοσχέδιο, πράγμα που έγινε», επισημαίνει σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ο οποίος συμπλήρωσε φέτος έναν αιώνα δράσης.
Ο Σύνδεσμος κάνει λόγο για διαδικασία «fast-track»- καθώς η επιτροπή οφείλει να ολοκληρώσει το έργο της ως το τέλος Σεπτεμβρίου- «χωρίς να έχει προηγηθεί συστηματική και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της λειτουργίας του ισχύοντος οικογενειακού Δικαίου και σχετική δημόσια διαβούλευση, ώστε να διαπιστωθούν τυχόν αδυναμίες και κενά του και να μελετηθούν τρόποι αντιμετώπισής τους, όπως απαιτείται για θεσμούς με σοβαρές και ευρύτατες, ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τα παιδιά».
Και προσθέτει: «Το οικογενειακό μας δίκαιο είναι από τα πιο προοδευτικά. Υλοποιεί κανόνες του Συντάγματος και του ευρωπαϊκού και διεθνούς Δικαίου. Κατ’ επιταγή των κανόνων αυτών, είναι παιδοκεντρικό.(…). Σε περίπτωση διαζυγίου ή χωρισμού των γονέων, καθένας τους μπορεί να ζητήσει δικαστική ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας ενώ αποκλείεται η εναλλασσόμενη άσκηση γονικής μέριμνας, που στερεί το παιδί από το αναγκαίο σταθερό περιβάλλον.
Το συμφέρον του παιδιού κρίνεται κατά περίπτωση, για κάθε συγκεκριμένο παιδί, και όχι κατ’ εφαρμογή γενικών και απρόσωπων διατάξεων», καταλήγει ο Σύνδεσμος ζητώντας να βελτιωθούν οι δομές κοινωνικής έρευνας, με εξασφάλιση επαρκούς επιστημονικού προσωπικού- ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών- και υλικοτεχνικής υποδομής, ώστε να βοηθήσουν σε αυτήν την διαδικασία και παράλληλα να υλοποιηθούν οι διατάξεις που προβλέπουν τη σύσταση οικογενειακoύ δικαστηρίου, με το οποίο οι δομές αυτές θα συνεργάζονται».