Το “No man is an island entire of itself» (Μτφρ: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνος ένα ολόκληρο νησί»), η νέα πρόταση της Αργυρώς Χιώτη και της ομάδας VASISTAS, ένα έργο – πρόσκληση σε μια νοερή περιπλάνηση, παρουσιάζεται απ’ την 1η έως τις 5 Ιουλίου στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ).
Ο τίτλος προέρχεται από το ποίημα του John Donne «Meditation XVII, 1624». Σε μια σειρά από παράδοξα ονειρικά δωμάτια, δέκα κάθε φορά θεατές συναντούν τους πέντε κατοίκους τους, οι οποίοι ως άλλα εκθέματα συνομιλούν με τους «έγκλειστους εαυτούς τους». Καθοδηγούμενοι από μια γυναικεία φωνή στα ακουστικά που φορούν, οι επισκέπτες προχωρούν όλο και βαθύτερα σε μια νοερή περιπλάνηση στην Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων -1 του μουσείου. Μέσα από τις ποιητικές τους αυτές συναντήσεις, οι θεατές καλούνται να βιώσουν μια προσωπική διαλογιστική εμπειρία.
Με το φως να δημιουργεί περιβάλλοντα και αρχιτεκτονική, με έντονη χρήση οπτικοακουστικών ερεθισμάτων, με λόγο έντονα ποιητικό, οι θεατές παρακολουθούν την πραγματικότητα να διαστρεβλώνεται και την προσωπική τους αντίληψη να διευρύνεται. Καθένας απ’ αυτούς θα ζήσει μόνος μια πορεία προς τη δική του ουτοπία.
Η πρώτη εκδοχή του έργου παρουσιάστηκε στο διαδίκτυο ζωντανά μέσω της ιστοσελίδας του μουσείου στις 22, 23 και 24 Μαΐου, στο πλαίσιο της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων 2020. Μια αχαρτογράφητη θεατρική εμπειρία που άντλησε υλικά από τον ψηφιακό κόσμο, με τους ιδιαίτερους κανόνες και την ανοίκεια εμπειρία «σκηνής» και αφήγησης που αυτός δημιουργεί.
Η δεύτερη εκδοχή, ως live art έργο με παρόντα πια τα σώματα των ερμηνευτών, παρουσιάζεται τώρα στον φυσικό του χώρο, στο κτήριο του μουσείου, ως μια από τις πρώτες δράσεις της πολυαναμενόμενης επανεκκίνησής του. Ερμηνεύουν οι Ειρήνη Κουμπαρούλη, Έκτορας Λιάτσος, Ρίτα Λυτού, Κώστας Σεβδαλής και Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη.
Η ώρα έναρξης είναι 19:30 και 21:00 και η διάρκεια 60 λεπτά. Η είσοδος είναι
δωρεάν κατόπιν τηλεφωνικής κράτησης στο 6906053267. Μέγιστος αριθμός θεατών τα 10 άτομα. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.
Λίγο πριν την πρεμιέρα, τα μέλη της ομάδας μίλησαν στα «Νέα» για την περφόρμανς και τις προκλήσεις της.
- Πώς προέκυψε η ιδέα για την περφόρμανς;
Ρίτα Λυτού: Η ιδέα για την περφόρμανς ξεκίνησε από κάτι τυχαίο, από τις συνθήκες δουλειάς. Το κομπιούτερ μου βρίσκεται στον χώρο που μοιραζόμαστε με τον σύντροφό μου και τον λέμε χώρο δουλειάς. Εκεί, όταν ξεκίνησαν οι πρόβες, εμφανιζόμασταν όλοι με ρούχα πολύ πρόχειρα, και κάποια μέρα μου γεννήθηκε η ιδέα να πράξω το αντίθετο ακριβώς, να ντυθώ πάρα πολύ όμορφα και έβαλα ένα σακάκι με πούλιες που μου είχε χαρίσει στα γενέθλιά μου ο Άγγελος Μέντης. Ενθουσιάστηκα. Μετά, επειδή αυτό θύμιζε κάτι από έναν κλόουν, σκέφτηκα να κρατάω μια κορδέλα και βρήκα σε ένα ντουλάπι της κουζίνας μια κορδέλα πράσινη. Πάνω σε αυτή τη σύνθεση χτίστηκε η κίνηση του κομματιού με έναν μονόλογο του Τσάπλιν που χρησιμοποιήσαμε σαν εφαλτήριο, ώσπου να γραφτεί η μουσική του Jan Van De Engel. Έτσι συνειρμικά χτίστηκε το κομμάτι. Πρέπει να πω, όμως, ότι η Αργυρώ Χιώτη με ενθάρρυνε σε όλη αυτή την σύνθεση και, μάλιστα, ενώ φοβόμουν μήπως μου έλεγε κάτι για το σακάκι, ούτε καν προέκυψε. Είναι ο τρόπος της δουλειάς και του ήθους της τέτοιος- που οι άνθρωποι ανασαίνουν ελεύθεροι.
Μου αρέσει να πιάνω νήματα από το υποσυνείδητο. Δε μου αρέσει να νοηματοδοτώ. Έχω την αίσθηση ότι συνδέομαι με μια πολύ παλιά γνώση, την αρχέγονη (μεγάλες κουβέντες βέβαια), όπως ήταν οι πρόγονοί μου με τα παραμύθια και τα τραγούδια τους. Θέλω να μου δίνεται η δυνατότητα να αφεθώ σε κάτι που έχει μεταφυσική διάσταση. Όσο προχωρούσα το κομμάτι, μου ήρθε στο μυαλό μια σκηνή από την ταινία Φάννυ και Αλέξαντρος του Μπεργκμαν, όπου θυμάμαι αμυδρά ότι κάποια στιγμή συναντούσαν μια πολύ παράξενη περσόνα κλεισμένη συνέχεια σε ένα δωμάτιο. Έτσι αισθανόμουν και εγώ.
Ποιες ιδιαιτερότητες παρουσιάζει αυτή η ηλεκτρονική ερμηνεία σας;
Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη: Τον καιρό που ήμασταν σε καραντίνα, ονειρεύτηκα πως ήμουν έναν κόκκος άμμου ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους και κοιτούσα τους αστερισμούς. Όλο αυτό το σύστημα στο οποίο βρισκόμουν ήταν μέσα σε μια μήτρα. Ήταν μια μεταφυσική εμπειρία, έξω από το σώμα… Σαν ταξίδι στο διάστημα και στον πυρήνα της Γης ταυτόχρονα. Ταξίδι σαν εκείνο του Οδυσσέα βιωμένο μέσα από τη γυναικεία φύση, με όλα τα θαύματα και τους σκοπέλους που εκείνη ορίζει. Με τη φωνή του Έκτορα άλλοτε να με καλεί, άλλοτε να με ερμηνεύει, άλλοτε να με πολεμά, μα και να με μαγεύει.
Όλα αυτά από μια μικρή οθόνη ενός κινητού τοποθετημένη στο ταβάνι, χωρίς να βλέπω κάποιες φορές κανέναν, λόγω τεχνικών προβλημάτων, έπαιρνα και έδινα τη σκυτάλη με έναν τρόπο πρωτόγνωρα μοναχικό και κάθε δωμάτιο μας προχωρούσε κι άλλο και μας συνέδεε. Μοιραστήκαμε βαθιά προσωπικές στιγμές, με ησυχία και γενναιοδωρία. Η δυσκολία αυτού το μέσου ήταν απελευθερωτική. Το γεγονός ότι ήταν το μέσο ψηφιακό διεύρυνε τους ορίζοντες, δεν είχες τον συνάδελφο ούτε τον θεατή απέναντι σου, αλλά για παράδειγμα παρακολούθησε την παράσταση μια θεατής στη Νέα Υόρκη, μέσα από το μαιευτήριο, λίγο αφότου έφερε στον κόσμο την κόρη της… Μαγικό!
Η εμπειρία της ηλεκτρονικής σκηνής πώς είναι για εσάς;
Έκτορας Λιάτσος: Ήταν η πρώτη φορά που ενεπλάκην σε κάτι τέτοιο, όπως και όλοι μας. Ήταν σίγουρα άχαρο, χωρίς να σημαίνει ότι δεν είχε ενδιαφέρον, όλο αυτό, καθώς στο θέατρο η επαφή για μένα είναι κάτι απαραίτητο. Παρόλ’ αυτα, είναι όμορφο που βρέθηκε ένας τρόπος να παρουσιαστεί η δουλειά μας σε αυτές τις συνθήκες της καραντίνας. Και ακόμα πιο όμορφο που τώρα μπορούμε να το ξανακάνουμε σε έναν πραγματικό χώρο, στο ΕΜΣΤ.
Πώς συνομιλεί το ψηφιακό με το φυσικό έργο που θα παρουσιάσετε αργότερα στο Μουσείο;
Ειρήνη Κουμπαρούλη: Αυτή η μοναχική κατοίκηση του καθενός μας σε αυτούς τους πέντε χώρους- δωμάτια – αποτυπώνεται πια ως ένα ψηφιακό ντοκουμέντο το οποίο, μοιραζόμενο μέσα στους χώρους του μουσείου, συγκροτεί έναν χάρτη πάνω στον οποίο, τα ζωντανά σώματά μας θα έρθουν ύστερα από όλη αυτή την εμπειρία να συνδιαλλαγούν. Να πλέξουν δηλαδή μία σχέση – μια επόμενη αφήγηση. Αυτά τα παράξενα πέντε δωμάτια- μεταφερόμενα στο Μουσείο, θα λειτουργήσουν σαν υποδοχείς για αυτό που συνέβη ψηφιακά, αλλά και για αυτό που θα συμβεί με τα φυσικά σώματα των ηθοποιών ως κινούμενα εκθέματα στον χώρο. Κρατώντας ως σταθερό σημείο ότι η περιπλάνηση του θεατή παραμένει μια ήσυχη, προσωπική, μοναχική διαδικασία, το έργο ίσως να θέλει να δημιουργήσει μια ερώτηση σχετικά με το τι διακυβεύεται ανάμεσα στην ψηφιακή και τη φυσική δημιουργία, μια ερώτηση για την απομόνωση μέσα και έξω από την εποχή μας.
Θεωρείτε ότι η ψηφιακή ερμηνεία μπορεί να αντικαταστήσει την φυσική, μπροστά στους θεατές κι όχι μπροστά σε οθόνες;
Κώστας Σεβδαλής: Η ψηφιακή ερμηνεία ενός ηθοποιού εκφράζεται μέσα από την κάμερα, οπότε μιλάμε εκ των πραγμάτων για μια κινηματογραφική ερμηνεία. Επομένως δεν τίθεται θέμα συζήτησης αντικατάστασης αλλά επιλογής εκφραστικού μέσου, κινηματογράφος – θέατρο. Δύο δρόμοι διαφορετικοί, όπου ο κάθε δρόμος έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και εργαλεία για να αναπτυχθεί.
Ξεκινώντας λοιπόν με την παραδοχή ότι εκφραζόμαστε μέσα από την κάμερα, ήδη ο δρόμος της ερμηνείας διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τη φυσική. Τώρα, αυτό στο οποίο πρέπει να δώσουμε σημασία είναι το εξής: ενώ στον κινηματογράφο το εκφραστικό μέσο, που είναι το μοντάζ, μας δίνει μια προκατασκευασμένη εικόνα ( άρα μη μεταβολίσιμη κατά τη διάρκεια της θέασης-παράστασης -εκτέλεσης), στην περίπτωση της δικιάς μας παράστασης που δώσαμε on line, υπήρξε η διαφορά της ζωντανής ερμηνείας, δεν ήταν ένα προεγγεγραμμένο τελικό θέαμα, οπότε εκεί ενυπήρχαν στοιχεία της φυσικής ερμηνείας του ηθοποιού. Υπήρχε το Εδώ και το Τώρα. Σε καμία περίπτωση δεν είναι το ίδιο και για αυτό πιστεύω ότι στο μέλλον θα δούμε και άλλες τέτοιες προσπάθειες που θα χρησιμοποιήσουν παλιά και νέα στοιχεία για να δημιουργηθεί ένα νέο θεατρικό υβρίδιο.
Η φυσική παρουσία ηθοποιού- θεατή είναι και η απόδειξη ύπαρξης του θεάτρου είναι η ερώτηση και η απάντηση.
Η περιπλάνηση της ομάδας σας, έχει επίκαιρα στοιχεία στον καιρό της πανδημίας;
Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη: Η περιπλάνηση της ομάδας, μέλος της οποίας είμαι τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν ξεκινά τώρα. Σε όλες μας τις δουλειές αναζητούμε αυτήν την καταβύθιση, το “ξύπνημα” των αισθήσεων με τρόπο ολιστικό. Καταθέτω πως σε κάποιες στιγμές ένιωθα να ενώνονται πέντε προσευχές, πέντε εξομολογήσεις και παρακλήσεις. Η απομόνωση που μας επιβλήθηκε, το πάγωμα όλων, η τρομοκρατία δεν άφησε πια το άλλοθι της έλλειψης χρόνου, να υφίσταται. Δεν είναι μόνο η πανδημία που μας απειλεί. Είναι βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου στις κρίσιμες στιγμές όπως αυτές που ζούμε τα τελευταία χρόνια να εμβαθύνει,να ενδοσκοπεί, να επαναπροσδιορίζει τον τρόπο που ζει,να επιθυμεί την αλλαγή και να τη δρομολογεί, να αναζητήσει ο ένας τον άλλον μέσα στο σύνολο και μαζί να ξανα-ανακαλύψουμε την απύθμενη ανθρωπιά μας.
Με έναν τρόπο, ψιθυρίζουμε στα αυτιά του θεατή τη μουσική μιας τέτοιας απόσταξης, πάντα με τρόπο τέτοιο που να επιτρέπει σε όποια στενωπό τη διαπερατότητα του φωτός.
Γιατί «Κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνος ένα νησί»;
Ρίτα Λυτού: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί» θα πει κανείς δεν είναι απομονωμένος από τη μοίρα του διπλανού του όσο καμιά φορά φαντάζεται. Ποια είναι η κοινή μοίρα μάς το θύμισε πρόσφατα η πανδημία- σχεδόν μας το δίδαξε. Στίχοι του μεταφυσικού ποιητή Τζον Νταν είναι ο τίτλος. Από το ίδιο ποίημα ο Χέμινγουεϊ πήρε τον τίτλο: Για ποιόν χτυπά η καμπάνα. Όταν την ακούς μην αναρωτιέσαι για ποιον χτυπά, χτυπάει για σένα.