Ο Παναγιώτης Ροϊλός, καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στην έδρα «Γιώργος Σεφέρης» και καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, ζει στην Αμερική από αρχές του 1990. Και στη συνάντησή μας στη «Βιβλιοθήκη» της πλατείας Κολωνακίου παραγγέλνει αυτό που του λείπει περισσότερο στο εξωτερικό: καφέ ελληνικό με ολίγη.
«Στην επιστημονική μου δουλειά, στην έρευνα και τη διδασκαλία, όταν ασχολούμαι με το παρελθόν, ακολουθώ μια μέθοδο προσέγγισης των πολιτισμικών φαινομένων την οποία ονομάζω γνωσιολογική ιστορική ανθρωπολογία. Δηλαδή με ενδιαφέρει πώς οι δομές σκέψης – οι βασικές κατηγορίες πρόσληψης του κόσμου – εξελίσσονται και αλλάζουν από μία περίοδο σε μία άλλη. Ενα από τα ερευνητικά μου εγχειρήματα είναι η ιστορία της έννοιας της φαντασίας από την ύστερη Αρχαιότητα έως τον Μεσαίωνα. Πώς δηλαδή η έννοια της φαντασίας εκλαμβανόταν από συγγραφείς σε διαφορετικά περικείμενα, ιστορικά, ιδεολογικά, μέσα στη φιλοσοφία, τη ρητορική, τα αγιολογικά κείμενα, τη θεολογία. Το τι συνιστούσε θαυμαστό ή φανταστικό ή υπερπραγματικό και πραγματικό ήταν διαφορετικό από τις αντίστοιχες κατηγορίες τού σήμερα».
Ενας μοναχός τού 11ου αιώνα είχε δηλαδή διαφορετική αίσθηση του πραγματικού ή του φανταστικού;
«Σήμερα στη δική μας τεχνολογικά δομημένη κοινωνία, η έννοια του υπερβατικού, υπερφυσικού ως μέρους της πραγματικότητας έχει εξοβελιστεί. Αυτό το φαινόμενο το ορίζω και το μελετώ σε ένα άλλο βιβλίο, το «Νεομεσαιωνικός Μετακαπιταλισμός». Αλλά στον Μεσαίωνα και σε προνεωτερικές κοινωνίες γενικότερα το υπερβατικό συνιστούσε βασικό συστατικό της δυνάμει πραγματικότητας. Με ενδιαφέρει η μετάβαση από την παγανιστική κοινωνία στη χριστιανική. Η έννοια του φανταστικού ξεκίνησε ως μια επιστημολογική κατηγορία. Ηταν μια λειτουργία που συνέβαλε στην πρόσληψη του κόσμου και την ερμηνεία του. Ηδη από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη αντιμετωπιζόταν ως μια αμφίσημη λειτουργία που συχνά οδηγούσε σε λανθασμένη πρόσληψη της πραγματικότητας.
Στον χριστιανισμό η έννοια της φαντασίας ταυτίζεται με την αρνητική εισβολή του διαβολικού, του Δαίμονα, που προκαλεί μια φανταστική πρόσληψη της πραγματικότητας και δημιουργεί μη αληθινές αποτυπώσεις της πραγματικότητας. Με παρασέρνουν αυτές οι σκέψεις επειδή βρίσκομαι στη συγγραφή ενός βιβλίου γύρω από αυτό το θέμα. Ισως να μην ενδιαφέρουν τους αναγνώστες σας όλα αυτά…».
Κι όμως, ανοίγει τη συζήτηση στο πού σταματά η αλήθεια. Από ένα όριο και πάνω η σκέψη ελευθερώνεται από περιορισμούς και η πνευματική αναζήτηση επεκτείνεται.
«Μην ξεχνούμε ότι ο Χριστός οριζόταν ως η κατεξοχήν ενσάρκωση της αλήθειας. Το αντίθετο, ο Σατανάς ήταν το ψεύδος. Εκανα τη μεγάλη παρένθεση για να σας πω για το ερευνητικό μου πεδίο, για να διαλευκάνω τη μέθοδο που έχω αναπτύξει, της γνωσιολογικής ιστορικής ανθρωπολογίας (cognitive historical anthropology). Οι έρευνές μου αφορούν την Υστερη Αρχαιότητα, το Βυζάντιο, τα νεότερα χρόνια, έχω γράψει βιβλία για τον Καβάφη. Επίσης ακόμη και για σύγχρονα θέματα που άπτονται της θεωρίας πολιτισμού και φιλοσοφίας, σχέσεις ανθρωπολογίας, τελετουργίας με την Ιστορία. Ως προς τα τελευταία, βρίσκομαι σε διάλογο με σύγχρονους στοχαστές και ερευνητές, όπως οι Virilio, Latour, Stengers, Harraway και, από τη σκοπιά της επιστημονικής μεθοδολογίας, με την πρωτοποριακή έρευνα και σκέψη του Dimitrios Yatromanolakis, κυρίως τις ιδέες του περί «κοινωνικοαισθητικής» και interdiscursivity, όπως αυτές αποτυπώνονται ειδικά στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του «Sappho in the Making», που έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση σε διάφορους τομείς των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών».
Και βρεθήκατε στους Δελφούς με την ίδρυση της Δελφικής Ακαδημίας…
«Μία από τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, του οποίου είμαι μέλος, είναι και η ίδρυση της Δελφικής Ακαδημίας Ευρωπαϊκών Σπουδών, τον Ιούνιο του 2017. Με την υποστήριξη της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας και υπό την επίβλεψη μιας διεθνούς επιτροπής, η Ακαδημία διοργανώνει διεπιστημονικά σεμινάρια στην αγγλική γλώσσα, διάρκειας δύο εβδομάδων, που απευθύνονται κυρίως σε μεταπτυχιακούς φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες.
Η πολιτική, ο πολιτισμός, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες αποτελούν τα ερευνητικά πεδία στα οποία εστιάζονται οι δραστηριότητες της Δελφικής Ακαδημίας Ευρωπαϊκών Σπουδών. Ο βασικός κορμός της είναι το θερινό Πρόγραμμα Σεμιναρίων ανωτάτου επιπέδου, το οποίο απευθύνεται, εντελώς δωρεάν, κυρίως σε υποψήφιους διδάκτορες από όλον τον κόσμο και λαμβάνει χώρα στους Δελφούς, στις εγκαταστάσεις του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, στις δραστηριότητες του οποίου έχω εντάξει τη Δελφική Ακαδημία, χάρη στην αμέριστη στήριξη της κυρίας Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ και του Παύλου Καλλιγά, προέδρου και διευθυντή, αντιστοίχως, του εν λόγω Κέντρου».
Τα τρία σεμινάρια της φετινής Δελφικής Ακαδημίας που θα διεξαχθεί στα μέσα Ιουνίου 2020 είναι τα εξής: «Μια Ευρώπη χωρίς τείχη; Γλώσσα, ταυτότητα και αναζήτηση για την Κοινότητα μετά το 1989», «Ανασχεδιασμός της Ευρώπης: Χαρτογραφία και κατασκευή μιας ηπείρου», «Η άνοδος και η πτώση του Στρουκτουραλισμού».
Οπως επισημαίνει ο ιδρυτής της Δελφικής Ακαδημίας, η πρωτοβουλία αυτή «συμβάλλει, στο μέτρο του δικού της δυνατού, στην ενίσχυση και προβολή της ιδέας ότι οι Δελφοί, η Ελλάδα, εν γένει, μπορεί να είναι πράγματι «ομφαλός» στους χώρους των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Δημιουργείται ένα είδος ιδανικής ερευνητικής ακαδημαϊκής πολιτείας».
«Είχα λοιπόν αυτό το όραμα, τη δημιουργία ενός ευρύτερου ακαδημαϊκού εκπαιδευτικού πλαισίου που θα εστιάζεται στις ευρωπαϊκές σπουδές. Την περίοδο της κρίσης το βίωνα πιο έντονα. Σκεφτόμουν ότι ήταν αναγκαίο κάποια θέματα που έχουν να κάνουν με τη σχέση του ευρωπαϊκού πολιτισμού ή της παρουσίας της ευρωπαϊκής πολιτικής στο ευρύτερο πολιτικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι την εποχή της παγκοσμιοποίησης να μελετηθούν εντατικά από νέους επιστήμονες. Δηλαδή ποια είναι η θέση της Ευρώπης; Πώς η Γηραιά Ηπειρος θα μπορούσε να επανέλθει, αν όχι σε μια περίοδο νεότητας, τουλάχιστον σε μια περίοδο ωριμότητας; Είδαμε ότι η τελευταία κρίση έχει δοκιμάσει την ωριμότητα της Ευρώπης. Πολλοί ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν λειτουργούσαν αποτελεσματικά, τουλάχιστον στην αρχή της κρίσης».
Εδωσε η κρίση, μετά από μια δεκαετία, απαντήσεις σε αυτά τα ευρωπαϊκά ερωτήματα;
«Παραμένω υποστηρικτής του οράματος της ενωμένης Ευρώπης. Θεωρώ ότι η Ελλάδα για λόγους γεωπολιτικούς και οικονομικούς δεν θα μπορούσε να επιβιώσει πια εκτός Ευρώπης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βλέπω τα πολλά τρωτά της Ευρώπης. Υπάρχει μια ανισορροπία στην αντιμετώπιση κρίσεων και στην αντιμετώπιση των κρατών-μελών. Σε βαθμό που κάποιες φορές δεν κρατούνται τα προσχήματα. Η Γερμανία παίζει τον κατεξοχήν ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη. Πολλά ευρωπαϊκά κράτη που δεν ανήκουν στην ομάδα των δυνατών της Ευρώπης βλέπουν με μεγάλη δυσπιστία το τι συμβαίνει. Το βλέπουμε και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Οπως τώρα στο θέμα της Λιβύης, η Ελλάδα ως κατεξοχήν ευρωπαϊκή χώρα που έχει επηρεαστεί, έμεινε απ’ έξω στη συνάντηση που κάλεσε η Μέρκελ. Συνεχίζει να υφίσταται αυτή η μεγάλη αντίφαση, το μεγάλο στοίχημα της σύζευξης ισχυρών εθνικών οικονομικών, γεωπολιτικών συμφερόντων με ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό όραμα».
Παρά τη συμβολή όλων των κρατών στα κεφάλαια της ευρωπαϊκής Ιστορίας δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να δημιουργήσουμε έναν κοινό πολιτισμό, έτσι δεν είναι;
«Σε μεγάλο βαθμό όχι. Η σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη νομίζω ότι μπορεί να οριστεί σε αυτό που ορίζω στην έννοια του παρα-περιθωρίου. Στην Ευρώπη η Ελλάδα δεν είναι απόλυτα περιθωριοποιημένη, γιατί η αρχαία Ελλάδα, ακόμη και αυτό που κουβαλά το Βυζάντιο, βρίσκονται στις απαρχές του λεγόμενου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Είναι κάτι το οποίο οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να το παραβλέψουν και έχει αποτελέσει ένα από τα δυνατά μας εισιτήρια στην ένταξή μας. Από την άποψη του πολιτισμού και της Ιστορίας βρισκόμαστε στο κέντρο της Ευρώπης. Αλλά από άποψη οικονομική, γεωπολιτική και πολιτιστική – σε ό,τι αφορά τη μεταβυζαντινή περίοδο – θεωρούμαστε ότι βρισκόμαστε στις παρυφές της Ευρώπης. Οχι στο περιθώριο, αλλά «παρά», γύρω, δίπλα, στο περιθώριο. Αυτό δημιουργεί σημαντικές αντιφάσεις. Αυτή η έννοια μπορεί να επεξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η Ελλάδα».
Είναι η καταδίκη που βιώνουμε στο παρόν μας;
«Δεν είναι καταδίκη. Είναι μια ταλάντευση μεταξύ κέντρου και περιθωρίου. Δεν είμαστε ούτε ακριβώς στο κέντρο της Ευρώπης αλλά ούτε και στο περιθώριο, στην άκρα περιφέρεια της Ευρώπης. Χάρη στον πολιτισμό και την Ιστορία δεν είμαστε στην εξώτερη περιφέρεια. Το είδαμε και την περίοδο της κρίσης».
Αυτό διχάζει την ίδια την Ευρώπη, στο ποιο θα είναι το βλέμμα της πάνω μας, αφού η Ευρώπη δεν έχει πλέον ως προτεραιότητά της τον πολιτισμό;
«Δεν είναι, δυστυχώς, ο πολιτισμός προτεραιότητα. Αυτό έχει να κάνει με την ευρύτερη κρίση των ανθρωπιστικών επιστημών. Βιώνουμε άκρως μεταβατικές περιόδους. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην τεχνολογία και αυτές που αναμένονται, επαναπροσδιορίζουν ακόμα και την ίδια την έννοια της ανθρώπινης ταυτότητας. Το γεγονός ότι η ανθρωπιστική παράδοση στο σύνολό της αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της ιστορικής κληρονομιάς διαφόρων κρατών και του εθνικού φαντασιακού τους, τις έχει μέχρι τώρα διαφυλάξει από την απροσχημάτιστη περιθωριοποίησή των σχετικών επιστημών. Ακόμη και στα κατά παράδοσιν προπύργια του ουμανισμού, όπως η Αγγλία, η Γερμανία και η Γαλλία, αλλά και σε μικρότερες χώρες, για παράδειγμα, το Βέλγιο και αλλού, o νόμος της προσφοράς και ζήτησης, στατιστικά δεδομένα (αριθμός φοιτητών, συχνότητα της χρήσης βιβλίων στις ερευνητικές πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, συμβολή στον προϋπολογισμό εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων κ.τ.λ.) είναι τα κατεξοχήν κριτήρια προσδιορισμού της αξίας των ανθρωπιστικών σπουδών ή μάλλον το άλλοθι υποτίμησής τους».