Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να αποφεύγει την αυτοκριτική για τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ. Ίσως γιατί ήταν περισσότερο στρατηγική από όσο θέλει να παραδεχτεί. Εξαρχής φάνηκε ως αταίριαστη συνεργασία. Πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η συνεργασία ανάμεσα σε ένα κόμμα που αναφερόταν στη ριζοσπαστική Αριστερά με έναν σχηματισμό που κατά βάση είχε θέσεις εθνικιστικές και ακροδεξιές;
Ωστόσο, δικαιολογήθηκε στο όνομα του «αντιμνημονιακού αγώνα». Σύμφωνα, με αυτό το σχήμα η διαιρετική τομή στην ελληνική κοινωνία δεν οριζόταν πια στον άξονα «Δεξιά – Αριστερά», με τις ιστορικές και ιδεολογικές συνυποδηλώσεις του. Η τομή ήταν «μνημόνιο – αντιμνημόνιο»: όσοι διαδήλωναν κατά των μνημονίων ήταν ευπρόσδεκτοι στο νέο μέτωπο.
Όντως, μέσα στις μεγάλες αλλαγές στις σχέσεις εκπροσώπησης που συνέβαιναν μέσα σε μια συγκυρία πρωτοφανούς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, άνθρωποι με αναφορά στο ΠΑΣΟΚ ή στη ΝΔ μετατοπίστηκαν πολιτικά και επομένως οποιαδήποτε προσπάθεια να εκπροσωπηθούν πολιτικά δεν μπορούσε να γίνει με όρους «ιστορικών ρευμάτων».
Όμως, ο Πάνος Καμμένος, όπως και τα περισσότερα στελέχη που συσπείρωσε, είχαν γνωστές διαδρομές ανεξάρτητα από την πολιτική ρητορική τους, ενώ το πρόγραμμα των ΑΝΕΛ μικρή σχέση είχε με την Αριστερά. Όμως, και τότε και τώρα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να τη θεωρεί ως τη μόνη επιλογή.
Η τελική εισήγηση για το κείμενο απολογισμού ενόψει του Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ που κατατέθηκε τον Φεβρουάριο του 2020 το συμπυκνώνει ως εξής: «Στη βάση της αντίθεσης μνημόνιο/αντιμνημόνιο […] μόνη πολιτικά εφικτή συμμαχία τότε ήταν αυτή με τους ΑΝΕΛ. […] Η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ συνιστούσε στις τότε συνθήκες μονόδρομο γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι δυνάμει σύμμαχοι είχαν εναντιωθεί με τρόπο απόλυτο στην αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ […] μόνος δυνάμει σύμμαχος παρέμεναν οι ΑΝΕΛ παρά τις κάποιες φορές αβυσσαλέες διαφορές σε ζητήματα «εθνικά» και ζητήματα δικαιωμάτων».
Ωστόσο, οι «αβυσσαλέες διαφορές» απλώς θεωρούνται δεδομένες σε μια αφήγηση όπου η συνεργασία ήταν κατά βάση επιτυχημένη, μέχρις ότου ήρθε η Συμφωνία των Πρεσπών. Μάλιστα, η συγκεκριμένη διαφωνία εμφανίζεται ως η μόνη πραγματική απόκλιση και η όποια αυτοκριτική είναι ως προς το γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε να συνεχίσει να συνεργάζεται με τον Πάνο Καμμένο ακόμη και όταν είχε πάρει σαφώς απορριπτική θέση απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Όμως, αυτό ισοδυναμεί με το να θεωρηθούν, αν όχι θεμιτές, τουλάχιστον μη προβληματικές όλες οι υπόλοιπες πρακτικές του Πάνου Καμμένου και του κόμματός του: το εθνικιστικό κιτς διαφόρων δημόσιων παρεμβάσεών του (ποιος μπορεί να ξεχάσει την τελετή κατάθεσης στεφάνου στους… σαλαμινομάχους), υποθέσεις όπως η απόπειρα πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία και μάλιστα με πιθανό προορισμό τον εμφύλιο στην Υεμένη, τις διασυνδέσεις του με «παράλληλα» δίκτυα στα σώματα ασφαλείας και στη Δικαιοσύνη, τις σχέσεις του με εμπόρους όπλων και φυσικά το γεγονός ότι πάντα εξασφάλιζε υπερεκπροσώπηση στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Μάλιστα, ακόμη και εσωκομματικές τάσεις που θα περίμενε κανείς να εξεγείρονται κατά της συνεργασίας επέμειναν να την αποδέχονται στο όνομα της διατήρησης της εξουσίας, θέτοντας μόνο θέματα φυσιογνωμίας. Ελεγαν χαρακτηριστικά οι 53+ σε κείμενό τους τον Ιανουάριο του 2020: «Η υποχρεωτική και σε ορισμένες περιπτώσεις οδυνηρή συμμαχία με τους ΑΝΕΛ – και όσο αυτή θα διαρκέσει – δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για υπαναχωρήσεις σε κρίσιμα για τη φυσιογνωμία μας ζητήματα».
Μάλιστα, θα περίμενε κανείς ότι πλέον, μετά και την εμπειρία της αντιπαράθεσης για τη Συμφωνία των Πρεσπών και της ρητορικής που υιοθέτησε ο κ. Καμμένος, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θα εμφανίζονταν πιο αυτοκριτικά για την εμπειρία της συγκυβέρνησης.
Ωστόσο, είτε επιμένουν να την υπερασπίζονται, όπως έκανε ο Χρ. Σπίρτζης που πρόσφατα επέμεινε ότι «δεν ήταν λάθος» η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, είτε να θεωρούν ότι έγινε προβληματική μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, όπως υποστήριξε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Σάκης Παπαδόπουλος, που υπογράμμισε ότι ήταν λάθος μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρεί υπουργό Άμυνας τον Πάνο Καμμένο, ο οποίος έπαιρνε πρωτοβουλίες που ήταν σε αντίθετη κατεύθυνση με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπήρχε εναλλακτική; Το κλειδί για να κατανοήσουμε αυτή την εμμονή ίσως να βρίσκεται στις εναλλακτικές λύσεις που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
Η μια εκδοχή θα ήταν να επιδιώξει συνεργασία με σχηματισμούς της Κεντροαριστεράς, μόνο που αυτό θα σήμαινε περισσότερο μια κυβέρνηση που εξαρχής θα έβαζε στόχο «ρεαλιστικής διαπραγμάτευσης» χωρίς μεγάλες προσδοκίες «αντιμνημονιακής ανατροπής». Ομως, αυτό θα ερχόταν σε σύγκρουση με την εικόνα που είχε κατασκευάσει η ηγετική ομάδα, έστω και εάν εξαρχής δεν επεδίωκε κάτι παραπάνω από ένα «μνημόνιο με ανθρώπινο πρόσωπο».
Η άλλη εκδοχή θα ήταν να στραφεί προς τα αριστερά του, μόνο που αυτό απαιτούσε μια δέσμευση σε μια στρατηγική ρήξης με την ΕΕ που ήταν έξω από τον ορίζοντα ενός κόμματος που είχε περίπου απαλλαγή από τα μνημόνια, χωρίς μεγάλη σύγκρουση και με παραμονή στο ευρώ.
Αντίθετα, οι ΑΝΕΛ πρόσφεραν τον ιδανικό πολιτικό συνεργάτη σε μια διαδρομή που θα συνδύαζε την αντιμνημονιακή αισθητική με την ετοιμότητα αναδίπλωσης και συνθηκολόγησης έναντι των δανειστών. Οπως ακριβώς έγινε στην πράξη.
Επομένως, η δυστοκία στην αυτοκριτική για τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ δεν ήταν απλώς μια υπεράσπιση της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς. Αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ βλέπει πια την πολιτική, που θεωρεί ότι «κυβερνώσα Αριστερά» σημαίνει μια εκδοχή «ρεάλ πολιτίκ» που το ρεπερτόριό της δεν θα περιορίζεται στις πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια, αλλά θα περιλαμβάνει και συνεργασίες με ανθρώπους και σχηματισμούς που δεν θα ταιριάζουν στο ύφος και στο ήθος της Αριστεράς αλλά θα μπορούν να «κάνουν τη δουλειά».