Τελικά ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δεν πραγματοποίησε τη δέσμευσή του για προσάρτηση τμήματος της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη από το Ισραήλ την 1η Ιουλίου. Η επίσημη δικαιολογία που δόθηκε ήταν ότι αναμένουν ένα ακόμη διάγγελμα του προέδρου Τραμπ επί του θέματος, ώστε στη συνέχεια να προχωρήσουν στην προσάρτηση, ή την «κυριαρχία» όπως την ονομάζουν στο ίδιο το Ισραήλ.
Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι για την επιλογή της προσάρτησης καταλύτης ήταν η ανακοίνωση από τον πρόεδρο Τραμπ του σχεδίου του για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή που ως κομβικό άξονα έχει την προσάρτηση μέρους της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ με ταυτόχρονη εκκίνηση της διαδικασίας συγκρότησης Παλαιστινιακού Κράτους στις εκτάσεις που περισσεύουν και στη Λωρίδα της Γάζας.
Ωστόσο, η μικρή αυτή αναβολή δεν έχει οδηγήσει σε υποχώρηση των πολύ έντονων αντιδράσεων που υπάρχουν τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο σε σχέση με τη συγκεκριμένη επιλογή που από πολλούς θεωρείται ταυτόχρονα ενταφιασμός κάθε προοπτικής Παλαιστινιακού κράτους και παράγοντας αποσταθεροποίησης συνολικά της Μέσης Ανατολής.
53 χρόνια παράνομης κατοχής
Το ιστορικό βάθος της συγκεκριμένης πρωτοβουλίες είναι μεγάλο. Οι εκτάσεις αυτές καταλήφθηκαν από το Ισραήλ, μαζί με την Ανατολική Ιερουσαλήμ κατά τον «Πόλεμο των Έξι Ημερών» το 1967. Γι’ αυτό το λόγο και για 53 χρόνια αντιμετωπίζονται από τον ΟΗΕ αλλά και σχεδόν το σύνολο της διεθνούς κοινότητας ως μια παράνομη κατοχή ξένου εδάφους.
Ως προς την Ανατολική Ιερουσαλήμ, το Ισραήλ επέκτεινε σε αυτήν τα όρια της πλήρους δικαιοδοσίας του, σε μια κίνηση που αποτελούσε εξαρχής ντε φάκτο προσάρτηση, έστω και εάν απέφυγε τη τυπική προσάρτηση. Εξ ου και ότι οι παλαιστίνιοι κάτοικοι της Ανατολικής Ιερουσαλήμ έχουν καθεστώς μόνιμης παραμονής, αλλά όχι την ιδιότητα του ισραηλινού πολίτη.
Οι υπόλοιπες περιοχές της Δυτικής Όχθης παραμένουν υπό ισραηλινή κατοχή, με ένα μέρος τους να είναι υπό τη διοίκηση της Παλαιστιανιακής Αρχής (στη βάση των συμφωνιών του Όσλο), ένα μέρος υπό τη διοίκηση της Παλαιστινιακής Αρχής και του ισραηλινού στρατού και ένα μέρος, που περιλαμβάνει και τους εποικισμούς, υπό αποκλειστικά ισραηλινή διοίκηση.
Από τη μεριά του το Ισραήλ πάντα δικαιολογούσε την επιλογή με το επιχείρημα ότι η κατοχή αυτών των περιοχών ήταν αναγκαία για την ασφάλειά του.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την πρακτική του εποικισμού. Η περιοχή των Κατεχόμενων είναι γεμάτη από συνοικισμούς εποίκων που κάνουν πράξη την αντίληψή τους για τα πραγματικά γεωγραφικά όρια του κράτους του Ισραήλ. Η σημασία των εποίκων στα πολιτικά πράγματα του Ισραήλ είναι μεγάλη γιατί συνήθως υποστηρίζουν τις πιο επιθετικές και ακραίες θέσεις και θεωρούνται ένα από τα εμπόδια σε μια ειρηνευτική διαδικασία. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 400.000 έποικοι στη Δυτική Όχθη και 200.000 στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.
Πέραν του παράνομου κατά το διεθνές δίκαιο εποικισμού, το Ισραήλ έχει διαμορφώσει ένα περίπλοκο σύστημα από αμυντικά έργα, φυλάκια και δρόμους που κατακερματίζει πολλαπλά την Δυτική Όχθη και ιδίως τις περιοχές όπου κατοικούν μαζικά οι Παλαιστίνιοι.
Αυτό διαμορφώνει ένα καθεστώς πολλαπλής επιτήρησης για τους Παλαιστινίους, που εκτός των άλλων έχουν να αντιμετωπίσουν πολλαπλές περιπτώσεις καταπάτησης εκτάσεων που τους ανήκαν, κατεδαφίσεις σπιτιών και όλα τα προβλήματα από την κατασκευή του τείχους. Επιπλέον, όλα αυτά συνεπάγονται και μεγάλο κοινωνικό κόστος. Η φτώχεια στις παλαιστινιακές περιοχές είναι μεγάλη, ενώ σε αυτή προστίθεται και η διαρκής ταλαιπωρία από τα checkpoints για να φτάσουν στην Ανατολική Ιερουσαλήμ για να εργαστούν εκεί.
Υπολογίζεται ότι οι Παλαιστίνιοι χάνουν κάθε χρόνο 60 εκατομμύρια ώρες εργασίας εξαιτίας των καθυστερήσεων στα σημεία ελέγχου και 270 εκατομμύρια δολάρια, ενώ εξαιτίας των μακρύτερων διαδρομών που πρέπει να κάνουν ξοδεύουν άλλα 135 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο σε καύσιμα. Όλα αυτά είναι μεγάλα ποσά για μια φτωχή περιοχή.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η κατάσταση στη Δυτική Όχθη θυμίζει πολύ περισσότερο την κατάσταση που ίσχυε με τα μπαντουστάν στη Νότιο Αφρική της περιόδου του απαρτχάιντ παρά με την προοπτική «δύο κρατών».
Ούτως ή άλλως, εδώ και αρκετά χρόνια το Ισραήλ είχε κάνει σαφές ότι δεν θα δεχόταν οποιαδήποτε πραγματική λύση «δύο κρατών». Στην καλύτερη περίπτωση θα ανεχόταν ένα κρατίδιο με λίγες εκτάσεις στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, με πάρα πολλούς απλώς να θέλουν να διατηρηθεί το σημερινό καθεστώς της κατοχής. Την ίδια στιγμή πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η Παλαιστίνη είναι αναγνωρισμένη ως κράτος από 138 κράτη και ο ΟΗΕ την έχει κάνει δεκτή ως μη-μέλος κράτος παρατηρητή.
Το σχέδιο Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε εξαρχής δείξει ότι ήθελε να μετακινήσει την αμερικανική εξωτερική πολιτική σε ακόμη πιο φιλοϊσραηλινή πολιτική. Άλλωστε, είναι και υποστηρικτής του Μπ. Νετανιάχου και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο σχέδιο Τραμπ ήταν και ένα προεκλογικό δώρο στον Νετανιάχου που εκτός όλων των άλλων αντιμετωπίζει όχι μόνο πολιτικά προβλήματα αλλά και ποινική δίωξη. Άλλωστε, ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ που πήρε την απόφαση ότι οι ΗΠΑ επισήμως αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ.
Το ίδιο το σχέδιο Τραμπ είναι τυπικά μια λύση «δύο κρατών», όμως, στηρίζεται στην παραχώρηση στο Ισραήλ μεγάλου μέρους των κατεχόμενων και του μεγαλύτερου μέρους της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, με τους Παλαιστινίους να έχουν μέρος της Δυτικής Όχθης, ένα πολύ μικρό μέρος της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και τη Γάζα, σε ένα κράτος αποστρατιωτικοποιημένο και υποκείμενο στην πραγματικότητα στο στρατιωτικό έλεγχο του Ισραήλ. Το σχέδιο περιλαμβάνει επίσης και διάφορες μορφές οικονομικών ενισχύσεων που υποτίθεται ότι θα το έκαναν πιο εύκολα αποδεκτό από τους Παλαιστινίους.
Ωστόσο οι αραβικές χώρες το απέρριψαν, κάτι που αποτυπώθηκε σε ομόφωνη απορριπτική ανακοίνωση του Αραβικού Συνδέσμου, ενώ ο Ζοσέπ Μπορέλ, μιλώντας εκ μέρους της ΕΕ υποστήριξε ότι το σχέδιο παραβιάζει τις διεθνώς συμφωνημένες παραμέτρους του ζητήματος.
Η επιλογή της προσάρτησης
Το σχέδιο δεν έβαζε όρους για το πώς και πότε θα γίνει η προσάρτηση μεγάλου μέρους της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης. Πάνω σε αυτή τη βάση ο Νετανιάχου έβαλε το στόχο της προσάρτησης, με μονομερή ανακήρυξη κυριαρχίας από τη μεριά του Ισραήλ πάνω σε συγκεκριμένες περιοχές.
Το σχέδιο του Νετανιάχου, που μέχρι τώρα δεν έχει ανακοινώσει τις λεπτομέρειές του αφορά την προσάρτηση έως και του 30% της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, συμπεριλαμβανομένης της Κοιλάδας του Ιορδάνη που το Ισραήλ θεωρεί στρατηγικής σημασίας.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλές αντιδράσεις στο ίδιο το Ισραήλ, από διάφορες πλευρές. Υπάρχουν οι αντιδράσεις της ισραηλινής αριστεράς, των φιλειρηνικών οργανώσεων και των κομμάτων που εκπροσωπούν τους άραβες πολίτες του Ισραήλ, που θεωρούν ότι η προσάρτηση υπονομεύει την προοπτική ειρηνικής λύσης. Υπάρχουν οι αντιδράσεις των εποίκων που υποστηρίζουν ότι η προσάρτηση μέρους μόνο της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, απλώς θα επιτρέψει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους και θα ακυρώσει το στόχο της δημιουργίας ενός εβραϊκού κράτους σε όλη την έκταση δυτικά του Ιορδάνη. Υπάρχουν ακόμη επιφυλάξεις από τις υπηρεσίες ασφαλείας που εκτιμούν ότι η κίνηση θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια ευρύτερη αποσταθεροποίηση στην περιοχή. Ήδη η Χαμάς πραγματοποίησε μια δοκιμαστική εκτόξευση ρουκετών στην Γάζα, ως προειδοποίηση.
Η καθυστέρηση στην ανακοίνωση
Τυπικά η ανακοίνωση της προσάρτησης θα γινόταν την 1η Ιουλίου 2020. Όμως, τελικά επιλέχτηκε η αναβολή της. Επισήμως η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι αναμένεται νέο διάγγελμα του προέδρου Τραμπ και εφόσον η προσάρτηση γίνεται στο πλαίσιο της συνεννόησης για το αμερικανικό σχέδιο το διάγγελμα Τραμπ θα έπρεπε να προηγηθεί.Από τη μεριά του ο ίδιος ο Νετανιάχου υποστήριξε ότι συνεχίζει να συζητά το ζήτημα με την αμερικανική κυβέρνηση.
Όμως, φαίνεται πως διάφορες πλευρές σταθμίζουν τις εσωτερικές και εξωτερικές αντιδράσεις. Οι αραβικές χώρες, ακόμη και αυτές που είχαν κάπως καλύτερες σχέσεις με το Ισραήλ έχουν καταδικάσει το σχέδιο, ενώ ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Υβ Λε Ντριάν επέμεινε μιλώντας στη γαλλική Βουλή ότι η προσάρτηση θα παραβίαζε το διεθνές δίκαιο και θα δημιουργούσε προβλήματα στην επίλυση του προβλήματος.
Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι υπάρχουν και διαφορές στο εσωτερικό του νεοπαγούς κυβερνητικού συνασπισμού στο Ισραήλ. Ο Μπένι Γκαντζ, ηγέτης του συνεργαζόμενου κόμματος Γαλάζιο και Λευκό (τα χρώματα της Ισραηλινής σημαίας), που με βάση τη συμφωνία για την κυβέρνηση συνασπισμού θα διαδεχθεί τον Νετανιάχου στην πρωθυπουργία, δήλωσε πως οτιδήποτε δεν αφορά τον κοροναϊό μπορεί να περιμένει (στο Ισραήλ υπάρχει έξαρση κρουσμάτων), ενώ είχε εκφράσει και τη διαφωνία του με τη θέση του Νετανιάχου ότι οι παλαιστίνιοι κάτοικοι της κοιλάδας του Ιορδάνη δεν θα έχουν μετά την προσάρτηση πλήρη δικαιώματα πολίτη.
Η διαρκής απομάκρυνση από το ενδεχόμενο λύσης
Ανεξάρτητα από το εάν και πότε η ισραηλινή κυβέρνηση θα προχωρήσει στην προσάρτηση, η ουσία είναι ότι με τέτοιες κινήσεις το ενδεχόμενο μιας λύσης του Παλαιστινιακού απομακρύνεται ακόμη περισσότερο.
Μικρή σημασία έχει ότι το Ισραήλ ήδη εφαρμόζει πρακτικές μιας ντε φάκτο προσάρτησης. Η προσάρτηση θα διαμορφώσει ένα σημείο μη επιστροφής ως προς την ακύρωση της δυνατότητας για ένα παλαιστινιακό κράτος.
Αυτό θα σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που κατοικούν δυτικά του Ιορδάνη δεν θα απολαμβάνουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, εάν συνυπολογίσουμε και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και οι άραβες πολίτες του Ισραήλ.
Αυτό θα συντηρεί τη σύγκρουση και συνάμα θα διαμορφώνει όρους ευρύτερης αποσταθεροποίησης, εάν αναλογιστούμε τη φόρτιση που έχει το ζήτημα για τους ανθρώπους σε μια ευρύτερη περιοχή.