Ηταν ένα βράδυ πριν από λίγα χρόνια όταν ο ανταποκριτής στο Βερολίνο της ιταλικής «Κοριέρε ντέλα Σέρα» βρέθηκε σε ένα τραπέζι με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Ποια είναι η διαφορά σας με την Ανγκελα Μέρκελ στο ζήτημα της Ευρώπης;» τον ρώτησε. «Καμία, αλλά η καγκελάριος δεν τη βλέπει συναισθηματικά» απάντησε εκείνος. Πιθανότατα, γράφει ο Πάολο Βαλεντίνο, ο πρόεδρος της Μπούντεσταγκ θα ένιωσε την ίδια έκπληξη που ένιωσαν και άλλοι ακούγοντας την Ανγκελα Μέρκελ πριν από δυο εβδομάδες να μιλάει στη Βουλή για την επικείμενη σύνοδο κορυφής. Γιατί από τον τόνο, την επιλογή των λέξεων, ακόμη και από τη γλώσσα του σώματος, έγινε σαφές πως η καγκελάριος έμπαινε σε μια γη που ήταν άγνωστη για εκείνη. «Ισως», είχε πει, «η Ευρώπη να υποφέρει από το γεγονός πως δεν αναφερόμαστε αρκετά συχνά στους λόγους για τους οποίους μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για εκείνη ή από το γεγονός πως εμείς οι δηλωμένοι ευρωπαϊστές τη θεωρούσαμε για πολύ καιρό δεδομένη».
Ηταν μια Μέρκελ που δεν είχαμε ξανακούσει εκείνη που αναφέρθηκε στην προσωπική της διαδρομή, ήταν μια Μέρκελ σχεδόν συναισθηματική: «Ως ένας άνθρωπος που έζησε τα πρώτα 35 χρόνια της ζωής της στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, επιτρέψτε μου να σας πω πως η αίσθηση ελευθερίας που προσφέρει η Ευρώπη αναδύει μέσα μου ένα αίσθημα βαθιάς και απαρέγκλιτης ευγνωμοσύνης και μου επιβάλλει το χρέος να παλέψω με όλη μου τη δύναμη για να εξασφαλίσω αυτήν ακριβώς την ελευθερία».
Αυτός είναι ο τελευταίος χρόνος της Ανγκελα Μέρκελ πριν παραδώσει την εξουσία. Από τον ερχόμενο, θα μπορούσε να περάσει για πάντα στα βιβλία της Ιστορίας. Στο μεταξύ, όμως, η Γερμανία αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΕ. Και η καγκελάριος καλείται να τη βγάλει από την «πιο σοβαρή κρίση της ιστορίας της». Είναι μια πρόκληση χωρίς προηγούμενο: η Ευρώπη θα μπορούσε είτε να αναγεννηθεί είτε να καταρρεύσει.
Ο χρόνος είναι ένα αγαθό σε έλλειψη. Οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας είναι ήδη καταστροφικές. Η αποδοχή του πακέτου σωτηρίας ύψους 750 δισ. ευρώ που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να γίνει πραγματικότητα πριν από το καλοκαιρινό διάλειμμα, πιθανότατα στη σύνοδο της 17ης Ιουλίου, η οποία θα είναι και η πρώτη υπό την προεδρία της Γερμανίας. Είναι και αυτή μια πρόκληση, καθώς υπάρχουν πολλές και ισχυρές αντιστάσεις. Γνωρίζουμε ήδη πως είναι δύσκολο, γνωρίζουμε πως θα χρειαστεί να καταβληθεί ένα αντίτιμο για να καμφθούν οι αντιρρήσεις της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Δανίας και της Σουηδίας, των τεσσάρων «ολιγαρκών» χωρών που συμφωνούν να δοθεί βοήθεια αλλά μόνο υπό μορφή δανείων.
Τα επιχειρήματα που επικαλούνται οι χώρες αυτές, γράφει ακόμη ο ιταλός αναλυτής, είναι σχεδόν θεολογικού τύπου. Θέτουν θέματα ηθικής ή επιμένουν πως οι χώρες του Νότου πρέπει να πάθουν για να μάθουν. Μάλλον κατέχονται από την ίδια δυσπιστία που διακατεχόταν και ο Τόνιο Κρέγκερ του Τόμας Μαν, ο οποίος αποκαλούσε τις χώρες του Νότου «γαλάζιες αποστάσεις».
Πολλά προσωπεία
Είναι σε αυτό το φόντο που οφείλει να εντάξει κανείς την τελευταία από μια σειρά μεταμορφώσεων της Ανγκελα Μέρκελ. Η καγκελάριος φόρεσε πολλά προσωπεία στη διάρκεια της μακράς της παραμονής στην εξουσία. Οπως συμβαίνει με τους ήρωες του Πιραντέλο, πίσω από κάθε προσωπείο κρυβόταν μια αλήθεια και μια αιτία. Υπήρχαν όμως και ορισμένες σταθερές, πράγματα που δεν άλλαζαν ανεξάρτητα από το προσωπείο: Με την Ανγκελα Μέρκελ στο τιμόνι της, η μεγάλη και πλούσια Γερμανία δεν έπαιρνε ποτέ πρωτοβουλίες ούτε δεν σχεδίαζε το μέλλον, αλλά «οδηγούσε παραμένοντας πίσω». Το ζήσαμε όλοι στην οικονομική κρίση του 2010. Η καγκελάριος δεν έκανε ποτέ πράξη την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη με την οποία θα είχε γραφτεί αλλιώς η ιστορία.
Μόνο που αυτή τη φορά τα πράγματα είναι αλλιώς. Με την πανδημία η Μέρκελ επανεφηύρε τον εαυτό της. Ηταν εκείνη σχεδόν πρώτη απ’ όλους που είδε την υπαρξιακή απειλή για την Ευρώπη και επομένως και για τη Γερμανία, η οποία είναι ο βασικός ευρωπαϊκός πυλώνας. «Η Ευρώπη μας χρειάζεται όσο εμείς χρειαζόμαστε εκείνη» είχε πει ακόμη σ’ εκείνη την ομιλία. Και είναι αυτή η φράση που εξηγεί γιατί η καγκελάριος κάνει τώρα ό,τι δεν είχε κάνει πριν από δέκα χρόνια προτείνοντας στην πραγματικότητα ένα είδος αμοιβαιοποίησης του χρέους.
Σε αυτή την τελευταία μεταμόρφωση είναι πολύ πιθανό να έχει παίξει ρόλο και το γεγονός πως αυτή είναι η τελευταία της θητεία στην καγκελαρία. Η Μέρκελ αισθάνεται τώρα πολύ πιο ελεύθερη απέναντι στο κόμμα της όπου άλλοτε συναντούσε διάφορες εσωτερικές αντιστάσεις. Ο τόσο κατηγορημένος Μεγάλος Συνασπισμός με το SPD της πρόσφερε εξάλλου τον ιδανικό σύμμαχο για μια «νέα στροφή στην Ευρώπη». Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς πως ο εξαιρετικός χειρισμός της πανδημίας στη Γερμανία της προσέφερε μέσα σε λίγους μήνες ένα πολιτικό κεφάλαιο που δεν ήταν ποτέ τόσο υψηλό στα 15 χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία.