Θα περίμενε κανείς οι όταν ο Πάνος Καμμένος αναφέρεται στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Αλέξη Τσίπρα να περισσεύει η πίκρα ή ακόμη και η οργή. Σε τελική ανάλυση, εάν το σκεφτούμε ο ΣΥΡΙΖΑ αφού χρησιμοποίησε τη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ για να μείνει στην εξουσία, στη συνέχεια επέλεξε τη ρήξη μαζί τους αναδεικνύοντας με δική του πρωτοβουλία το μόνο θέμα που ήξερε εξαρχής ότι ήταν ένα απόλυτο όριο για ένα κόμμα όπως οι ΑΝΕΛ, υποχρεώνοντας τους στην έξοδο από την κυβέρνηση.
Και σαν να μη έφτανε αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια λεηλάτησε πολιτικά τους ΑΝΕΛ, πρώτα αποσπώντας βουλευτές που συνέχισαν να στηρίζουν την τότε κυβερνητική πλειοψηφία και μετά προσφέροντάς τους θέσεις στα ψηφοδέλτια, υποχρεώνοντας τον κ. Καμμένο σε μια ταπεινωτική εκλογική αποτυχία και με ένα κόμμα αποδεκατισμένο, σπρώχνοντάς τον ουσιαστικά σε μια πρόωρη πολιτική αποστρατεία.
Παρ’ όλα αυτά στην πρόσφατη συνέντευξή του όπου προσπάθησε να απαντήσει σε όσα καταλογίζονται σε σχέση με παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ επέλεξε να μιλήσει με ιδιαίτερα θετικούς όρους για τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ: «Μπορεί με τον Αλέξη Τσίπρα να διαφωνήσαμε για το θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, και να αποχώρησα από την κυβέρνηση, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε ένας θεσμικός πρωθυπουργός ο οποίος δεν θα επέτρεπε ποτέ ούτε να γίνουν τέτοιου είδους συζητήσεις ούτε να υπάρχει τέτοιο ήθος και τέτοιο ύφος».
Το παράδοξο είναι ότι μια ανάλογη τάση θετικής αποτίμησης της κυβερνητικής συνεργασίας καταγράφεται ακόμη και τώρα και από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Χρ. Σπίρτζης πρόσφατα επέμεινε ότι «δεν ήταν λάθος» η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, ενώ ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Σάκης Παπαδόπουλος, περιόρισε τα προβλήματα μόνο στην περίοδο μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, υποστηρίζοντας ότι ήταν λάθος ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρεί υπουργό Άμυνας τον Πάνο Καμμένο ο οποίος έπαιρνε πρωτοβουλίες που ήταν σε αντίθετη κατεύθυνση με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
ΣΥΡΙΖΑ: «Η μόνη πολιτικά εφικτή συμμαχία τότε ήταν αυτή με τους ΑΝΕΛ»
Όμως η θετική αποτίμηση για τη συνεργασία αποτελεί έναν κοινό τόπο στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ανακοινώθηκε το 2015 δεν είχαν υπάρξει μεγάλες αντιδράσεις από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος (συγκριτικά ήταν μεγαλύτερη η επιφύλαξη για τον Γιάνη Βαρουφάκη). Ούτε και στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας μέχρι τη διαφωνία για τη συμφωνία των Πρεσπών είχαν υπάρξει μεγάλες αντιδράσεις.
Ακόμη και εσωκομματικές τάσεις που θα περίμενε κανείς να εξεγείρονταν κατά της συνεργασίας, επέμειναν να την αποδέχονται στο όνομα της διατήρησης της εξουσίας, θέτοντας μόνο θέματα φυσιογνωμίας. Έλεγαν χαρακτηριστικά οι 53+ σε κείμενό τους τον Ιανουάριο του 2018: «Η υποχρεωτική και σε ορισμένες περιπτώσεις οδυνηρή συμμαχία με τους ΑΝ.ΕΛΛ. -και όσο αυτή θα διαρκέσει- δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι, για υπαναχωρήσεις σε κρίσιμα για τη φυσιογνωμία μας ζητήματα.»
Αλλά και μετά την αποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από την κυβερνητική εξουσία και αφού είχε προηγηθεί ρήξη με τον Πάνο Καμμένο η βασική εκτίμηση δεν άλλαξε. Ενδεικτική έτσι και η τελική εισήγηση για το κείμενο απολογισμού ενόψει του Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ που κατατέθηκε τον Φεβρουάριο του 2020 και η οποία συμπυκνώνει την αποτίμηση για την συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ με τον ακόλουθο τρόπο: «Στη βάση της αντίθεσης μνημόνιο/αντιμνημόνιο […] η μόνη πολιτικά εφικτή συμμαχία τότε ήταν αυτή με τους ΑΝΕΛ. […] Η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ συνιστούσε στις τότε συνθήκες μονόδρομο γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι δυνάμει σύμμαχοι είχαν εναντιωθεί με τρόπο απόλυτο στην αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ» […]μόνος δυνάμει σύμμαχος παρέμεναν οι ΑΝΕΛ παρά τις κάποιες φορές αβυσσαλέες διαφορές σε ζητήματα “εθνικά” και ζητήματα δικαιωμάτων».
Ωστόσο, οι «αβυσσαλέες διαφορές» απλώς θεωρούνται δεδομένες σε μια αφήγηση όπου η συνεργασία ήταν κατά βάση επιτυχημένη μέχρις ότου ήρθε η Συμφωνία των Πρεσπών. Δηλαδή, όλος ο υπόλοιπος απολογισμός της συνεργασίας θεωρείται πετυχημένος. Και αυτό γιατί σύμφωνα με το κείμενο απολογισμού του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχε επαρκής βάση για τη συνεργασία ως προς τους ακόλουθους στόχους: «Η παραμονή στην Ευρώπη και στο ευρώ με ταυτόχρονη έξοδο από το μνημόνιο, η διαγραφή ή, τουλάχιστον, η ευνοϊκή για τη χώρα ρύθμιση του χρέους, η συστηματική προσπάθεια να καταπολεμηθεί η λιτότητα, να προστατευθεί η εργασία, να ενισχυθεί το κοινωνικό κράτος και να παταχθεί η πολυεπίπεδη διαπλοκή και διαφθορά, όπως και η φοροδιαφυγή ή η εισφοροδιαφυγή, αποτέλεσαν για τις τότε περιστάσεις επαρκή τέτοια βάση».
Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι η διαφωνία ως προς τη Συμφωνία των Πρεσπών εμφανίζεται ως η μόνη πραγματική απόκλιση ανάμεσα στα δύο κόμματα και η όποια αυτοκριτική είναι ως προς το γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε να συνεχίσει να συνεργάζεται με τον Πάνο Καμμένο ακόμη και όταν είχε πάρει σαφώς απορριπτική θέση απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Όμως, αυτό ισοδυναμεί με το να θεωρηθούν αν όχι θεμιτές τουλάχιστον μη προβληματικές όλες οι υπόλοιπες πρακτικές του Πάνου Καμμένου και του κόμματός του: οι πολύ συντηρητικές θέσεις του σε ζητήματα δικαιωμάτων, το εθνικιστικό κιτς διαφόρων δημόσιων παρεμβάσεων του (ποιος μπορεί να ξεχάσει την τελετή κατάθεσης στεφάνου στους… Σαλαμινομάχους), υποθέσεις όπως η απόπειρα πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία και μάλιστα με πιθανό προορισμό τον εμφύλιο στην Υεμένη, οι διασυνδέσεις του με «παράλληλα» δίκτυα στα σώματα ασφαλείας και τη δικαιοσύνη, οι σχέσεις του με εμπόρους όπλων και φυσικά το γεγονός ότι πάντα εξασφάλιζε υπερεκπροσώπηση στο υπουργικό συμβούλιο, καθώς οι Ανεξάρτητοι Έλληνες κατάφεραν ίσως τη μεγαλύτερη αναλογία υπουργικών θέσεων ως προς το μέγεθος κοινοβουλευτικού κόμματος στην πρόσφατη ιστορία.
Όμως, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, είχε κυριαρχήσει σε όλες τις τάσεις, η αντίληψη ότι το βασικό ήταν να ολοκληρωθεί το μνημόνιο. Γι’ αυτό και το κείμενο του μνημονίου εμφατικά επιμένει ότι η συνεργασία με το κόμμα του κ. Καμμένου δικαιώθηκε γι’ αυτό το λόγο. Αναφέρει χαρακτηριστικά το κείμενο απολογισμού: «Η επιλογή μας αυτή δικαιώθηκε τόσο στο επίπεδο της διεξαγωγής της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, όσο και στο επίπεδο της ολοκλήρωσης του προγράμματος του μνημονίο».
Μάλιστα, ακόμη και η περιγραφή της αντιπαράθεσης γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών γίνεται στο κείμενο του απολογισμού με αρκετά ήπιους τόνους, εάν αναλογιστούμε την φόρτιση των τότε τοποθετήσεων: «Με τη συμφωνία των Πρεσπών προβήκαμε σε μια αξιακή επιλογή, η οποία ήρθε σε αντίθεση με τις αξιακές προτεραιότητες του πρώην εταίρου μας και οδήγησε σε ένα “έντιμο διαζύγιο”».
Το «αντιμνημονιακό μέτωπο» πέραν της διάκρισης δεξιάς-αριστεράς
Τι ήταν αυτό που οδήγησε στη συνεργασία ανάμεσα σε ένα κόμμα που αναφερόταν στη ριζοσπαστική αριστερά με ένα σχηματισμό που κατά βάση είχε θέσεις εθνικιστικές και ακροδεξιές και προερχόταν από τις πιο «σκληρές δεξιές» τάσεις μέσα στη Νέα Δημοκρατία;
Μια απάντηση δίνει η τότε κυριαρχία του σχήματος του «αντιμνημονιακού μετώπου». Σύμφωνα, με αυτό το σχήμα η διαιρετική τομή στην ελληνική κοινωνία δεν οριζόταν πια στον άξονα «δεξιά-αριστερά», με τις ιστορικές, ιδεολογικές και ταξικές συνυποδηλώσεις του. Η τομή ήταν «μνημόνιο-αντιμνημόνιο»: όσοι διαδήλωναν κατά των μνημονίων ήταν ευπρόσδεκτοι στο νέο μέτωπο. Το σχήμα αυτό ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο τότε. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και πολιτικοί που ήταν περισσότερο ή λιγότερο επικριτικοί απέναντι στην πολιτική της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Αλέκος Αλαβάνος ή ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, επίσης αποδέχονταν τη λογική του αντιμνημονιακού μετώπου χωρίς εκ των προτέρων αποκλεισμούς όσων δεν προέρχονταν από την αριστερά.
Όντως μέσα στις μεγάλες αλλαγές στις σχέσεις εκπροσώπησης που συνέβαιναν μέσα σε μια συγκυρία πρωτοφανούς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης άνθρωποι με αναφορά στο ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ μετατοπίστηκαν πολιτικά και επομένως οποιαδήποτε προσπάθεια να εκπροσωπηθούν όλοι αυτοί πολιτικά δεν μπορούσε να γίνει με όρους «ιστορικών ρευμάτων».
Όμως, την ίδια στιγμή η διάκριση «δεξιά-αριστερά» δεν περιλάμβανε μόνο ιστορικές αναφορές, αλλά και ένα σύνολο από αξιακές πολιτικές τοποθετήσεις που εκτός των άλλων μπορούσαν να αποτελέσουν για έναν αριστερό σχηματισμό και ασφαλιστικές δικλείδες απέναντι στην ταύτιση με μια καθεστωτική λογική.
Όμως, ο Πάνος Καμμένος, όπως και τα περισσότερα στελέχη που συσπείρωσε για να διαμορφώσει το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων, δεν ήταν απλώς κάποιοι πολίτες που κατέβαιναν στους δρόμους διαδήλωναν κατά των μνημονίων. Ήταν πολιτικά στελέχη με γνωστές διαδρομές ανεξάρτητα από την πολιτική ρητορική τους στην εποχή των μνημονίων, ενώ το πρόγραμμα των ΑΝΕΛ μικρή σχέση είχε με την Αριστερά, αποτελώντας ένα μείγμα εθνικιστικών, λαϊκιστικών, συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων απόψεων.
Υπήρχε εναλλακτική;
Ωστόσο, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ότι δεν υπήρχε εναλλακτική και επομένως η συνεργασία με το κόμμα του Πάνου Καμμένου ήταν μονόδρομος.
Όμως, στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εναλλακτικές επιλογές το 2015 τις οποίες δεν επέλεξε. Μάλιστα, το γεγονός ότι δεν τις επέλεξε δείχνει πολλά για τον τρόπο που αντιμετώπιζε την πολιτική.
Η μια εκδοχή θα ήταν να επιδιώξει συνεργασία με σχηματισμούς της Κεντροαριστεράς, δηλαδή να έκανε από τότε αυτό που σήμερα είναι ο κεντρικός του στόχος ως προς τις συμμαχίες. Μόνο που τότε αυτό θα σήμαινε ότι θα διαμορφωνόταν μια κυβέρνηση που εξαρχής θα έβαζε στόχο «ρεαλιστικής διαπραγμάτευσης» χωρίς μεγάλες προσδοκίες «αντιμνημονιακής ανατροπής». Όμως, αυτό θα ερχόταν σε σύγκρουση με την εικόνα που είχε κατασκευάσει η ηγετική ομάδα και την οποία συστηματικά πρόβαλε προς όλες τις κατευθύνσεις (και από την οποία αντλούσε νομιμοποίηση), έστω και εάν εξαρχής φάνηκε ότι δεν επεδίωκε κάτι παραπάνω από ένα «μνημόνιο με ανθρώπινο πρόσωπο».
Η άλλη εκδοχή θα ήταν να στραφεί προς τα αριστερά και ως προς τις συνεργασίες και ως προς τις πολιτικές επιλογές. Μόνο που αυτό απαιτούσε μια δέσμευση σε μια στρατηγική ρήξης με την ΕΕ και ένα δύσβατο δρόμο παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης που ήταν έξω από τον ορίζοντα ενός κόμματος που είχε περίπου απαλλαγή από τα μνημόνια, χωρίς μεγάλη σύγκρουση, χωρίς μεγάλο κόστος και με παραμονή στο ευρώ.
Αντίθετα, οι ΑΝΕΛ προσέφεραν τον ιδανικό πολιτικό συνεργάτη σε μια διαδρομή θα συνδύαζε την αντιμνημονιακή αισθητική με την ετοιμότητα αναδίπλωσης και συνθηκολόγησης έναντι των δανειστών. Όπως ακριβώς έγινε στην πράξη. Επιπλέον, ο Πάνος Καμμένος, όπως έγινε σαφές στην πράξη, δεν προέβαλε πραγματικά ιδεολογικά εμπόδια στις επιλογές του Αλέξη Τσίπρα, ήταν εξίσου πρόθυμος να συνθηκολογήσει και να εφαρμόσει μνημόνια και κατά βάση έκρινε ως πιο σημαντικό στοιχείο το γεγονός ότι κατείχε μια τόσο νευραλγική κυβερνητική θέση.
Επομένως, η δυστοκία στην αυτοκριτική για τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ δεν απλώς μια υπεράσπιση της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς. Αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ βλέπει πια την πολιτική. Είναι μια αντίληψη που θεωρεί ότι «κυβερνώσα αριστερά» σημαίνει μια εκδοχή «ρεάλ πολιτίκ» που το ρεπερτόριό της δεν θα περιορίζεται στις πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια αλλά θα περιλαμβάνει και συνεργασίες με ανθρώπους και σχηματισμούς που δεν θα ταιριάζουν στο ύφος και το ήθος της αριστεράς αλλά θα μπορούν να «κάνουν τη δουλειά».