Στην Ελλάδα έχουμε ένα μεγάλο πλήθος από ανθρώπους έτοιμους για πόλεμο. Με μια μικρή διευκρίνιση: ανθρώπους έτοιμους να μιλήσουν για τον πόλεμο, στον οποίο όμως δεν θα συμμετάσχουν οι ίδιοι.
Κοινώς έχουμε γεμίσει από στρατηγούς και ναυάρχους του καναπέ που διαρκώς προειδοποιούν για την ανάγκη να είμαστε έτοιμοι για θερμά επεισόδια, όταν δεν υποστηρίζουν περίπου να τα προκαλέσουμε εμείς, και οι οποίοι είναι έτοιμοι να διατάξουν τον στόλο να αποπλεύσει παιανίζοντας τον «Ναύτη του Αιγαίου» και την αεροπορία να σηκωθεί για επίθεση, έχοντας την ασφάλεια ότι αυτοί απλώς δεν θα συμμετέχουν.
Γιατί στην Ελλάδα έχουμε ξεχάσει τι σημαίνει πόλεμος, έστω και στη μορφή μιας περιορισμένης πολεμικής σύρραξης, αν και κανείς δεν ξέρει εάν ξεσπούσε πολεμική σύγκρουση πόσο «περιορισμένη θα ήταν».
Φερόμαστε σαν να έχουμε ξεχάσει τι σημαίνει να έχεις νεκρούς και καταστροφές, για να μην αναφερθούμε στις συνολικότερες ανατροπές που φέρνει μια «θερμή» σύγκρουση.
Και το θέμα δεν είναι μόνο αυτό.
Στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μια πολεμική ένταση θα φέρει τη χώρα σε καλύτερη μοίρα.
Το πιο πιθανό είναι να υπάρξει η μέγιστη πίεση από τη «διεθνή κοινότητα» και τους «συμμάχους» εδώ και τώρα οι δύο χώρες να έρθουν σε συμφωνία ώστε να σταματήσει η αποσταθεροποίηση από τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ.
Άλλωστε, η ιστορία διδάσκει ότι όποτε η ελληνική πλευρά υπερεκτίμησε τις δυνατότητες να επιβάλλει όρους και κινήθηκε τυχοδιωκτικά, το αποτέλεσμα ήταν πάντα καταστροφικό.
Η Κύπρος το θυμίζει οδυνηρά, για να μην πάμε πίσω στο 1922 και πώς φτάσαμε στην καταστροφή.
Δεν είναι τυχαίο ότι και ο Κωσνταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου από διαφορετικές αφετηρίες και διαδρομές αναγνώρισαν τη σημασία και κάποιου είδους διαλόγου με την Τουρκία.
Γιατί κατανοούσαν ότι οι δύο χώρες συνυπάρχουν και πρέπει κάποτε να βρουν έναν τρόπο αυτή η συνύπαρξη να γίνει με όρους πραγματικά ειρηνικούς.
Δεν τα λέω γιατί υποτιμώ την τουρκική επιθετικότητα ή τον τρόπο που προσπαθεί να κινηθεί συχνά έξω από ένα πλαίσιο διεθνούς δικαίου και καλής γειτονιάς, ή τα προβλήματα που δημιουργεί συνολικά στην περιοχή η προσπάθειά της να γίνει περιφερειακή δύναμη.
Κατανοώ επίσης όποιον λέει ότι προϋπόθεση της διαπραγμάτευσης είναι να έχεις ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα.
Όμως, εάν θες ειρήνη, τότε κάνεις διαπραγμάτευση.
Και διαπραγμάτευση σημαίνει ότι δεν πιστεύεις ότι θα εξασφαλίσεις ότι θα πάρεις όλα θα ήθελες ή θεωρείς ότι ανήκουν δικαιωματικά.
Ούτε το διεθνές δίκαιο, ούτε οι διακρατικές σχέσεις λειτουργούν έτσι.
Διαπραγμάτευση σημαίνει και παραχωρήσεις, συχνά και μεγάλες, αλλά στο όνομα ενός μεγαλύτερου οφέλους.
Γι’ αυτό και ο χειρότερος οδηγός για τη διαπραγμάτευση είναι οι εύκολες κραυγές για όποιον υποστηρίζει τη λογική του έντιμου συμβιβασμού.
Δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική διαπραγμάτευση με την Τουρκία, μια διαπραγμάτευση δύσκολη και με πολλούς κραδασμούς, όσο στο εσωτερικό της χώρας θα είναι πάντα έτοιμοι διάφοροι να «πυροβολήσουν» και να μιλήσουν για «μειοδότες» και «προδότες».
Η Τουρκία μπορεί να έχει επιθετικότητα, όμως καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να πάει και μόνο με τη λογική των μονομερών ενεργειών και των τετελεσμένων.
Αυτά μπορεί να κερδίζουν πόντους, όμως δεν σημαίνουν αυτόματα και συνολική επιτυχία.
Ενίοτε μπορεί και να εγκλωβίσουν μια χώρα σε τακτικές «επιτυχίες» που δεν μπορούν να μετατραπούν σε στρατηγικές νίκες.
Αυτό μπορεί να εκμεταλλευτεί η Ελλάδα προβάλλοντας με επιθετικό τρόπο ένα αίτημα διαπραγμάτευσης εφ’ όλης της ύλης.
Με στόχο να παραχωρήσουμε ένα μέρος από κάποια δικαιώματα σε ΑΟΖ που ξέραμε ότι κανένα διεθνές δικαστήριο δεν θα μας αναγνώριζε και να δούμε μορφές συνεκμετάλλευσης του πλούτου που μπορεί να υπάρχει στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αλλά σε αντάλλαγμα να κατοχυρώσουμε την εθνική κυριαρχία, να απαλλαγούμε από το βραχνά των «γκρίζων ζωνών» και των «παραβιάσεων» και να σταματήσει κάθε έξοδος ερευνητικού σκάφους ή γεωτρύπανου να ενέχει τον κίνδυνο «θερμού επεισοδίου».
Με ορίζοντα, δηλαδή, μια ειρήνη και συνεργασία που θα μπορεί να διαρκέσει.
Δεν θα είναι εύκολο, αλλά σίγουρα θα είναι προτιμότερο από το ενδεχόμενο πολεμικών συγκρούσεων με ανυπολόγιστο κόστος, ενώ θα απαλλάξει και την πολιτική συζήτηση από τις κατά καιρούς «τοξικές» αλληλοκατηγορίες περί «ενδοτισμού».