«Κάθομαι στα κλαμπ και είμαι κάπως ουάου, έχω πέντε χρόνια πριν πάω και βάλω υποψηφιότητα για πρόεδρος και έχω να κάνω πολλή έρευνα και να μεγαλώσω πολύ». Ο Κάνιε Γουέστ είχε προειδοποιήσει ήδη από το 2015 μιλώντας στο «Vanity Fair». Ετρεφε από τότε προεδρικές φιλοδοξίες, ωστόσο το αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν τον είχε πάρει και στα σοβαρά. Ισως πρέπει να το κάνει τώρα γιατί ο γνωστός ράπερ φαίνεται πως θα κάνει την απειλή του πραγματικότητα. Αξιοποιώντας την Ημέρα της Ανεξαρτησίας ανακοίνωσε μέσω του Twitter την υποψηφιότητά του για την προεδρική κούρσα. «Πρέπει τώρα να πραγματοποιήσουμε την υπόσχεση της Αμερικής, εμπιστευόμενοι τον Θεό, ενοποιώντας το όραμά μας και χτίζοντας το μέλλον μας. Κατεβαίνω για πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών» έγραψε ο βραβευμένος 21 φορές με Grammy βάζοντας φωτιά στα social media. To post του συνοδευόταν από την αμερικανική σημαία με ένα θαυμαστικό και το hashtag #2020όραμα.
Με μόλις τέσσερις μήνες να υπολείπονται μέχρι την ημέρα των εκλογών στις 3 Νοεμβρίου, ακόμα ο Γουέστ δεν έχει ξεκαθαρίσει αν υπέβαλε όλα τα απαραίτητα χαρτιά, κάνοντας το αίτημά του επίσημο. Αλλωστε, η προθεσμία δεν έχει κλείσει σε αρκετές Πολιτείες. Σίγουρα με καλό μάτι δεν θα είδε τις δηλώσεις του ο Ντόναλντ Τραμπ, ο «superman» όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο ράπερ παλιότερα, αφού ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του στρέφεται τώρα εναντίον του. Κι ας είχε πει ο ίδιος παλιότερα πως τον βλέπει ως καλό υποψήφιο για την προεδρία. Ισως βέβαια αυτή η αντιπαλότητα να μη φαντάζει τόσο άσχημη όσο η εικόνα της συζύγου του Κιμ Καρντάσιαν να στέφεται πρώτη κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ενας «βράχος» για πρόεδρος
Αν όντως πρόκειται για πραγματική θέληση κι όχι κάποιο από τα τρικ που συνηθίζει να στήνει η οικογένεια Γουέστ – Καρντάσιαν για χάρη του ριάλιτι σόου της, τότε οι αμερικανοί ψηφοφόροι ίσως χρειαστεί να επιλέξουν μεταξύ δύο σταρ ή, εν πάση περιπτώσει, μεταξύ των καπριτσιών που συνοδεύουν τους σταρ. Κι αυτό επειδή και ο ηθοποιός Ντουέιν Τζόνσον πρόσφατα εξέφρασε δημόσια την πρόθεσή του να είναι υποψήφιος για την προεδρία. Ο πρώην αθλητής του κατς που έγινε αστέρας της μεγάλης οθόνης σ’ ένα ποστ του στο Instagram τον Μάιο σχολίασε πως η ιδέα του να γίνει ο πιο ισχυρός άνδρας στον πλανήτη το 2020 του φαίνεται «πολύ δελεαστική», ενώ συμπλήρωσε πως θέλει να γίνει πρόεδρος αφού είναι «μια σπουδαία ευκαιρία να βοηθήσω τον κόσμο».
Η πρόθεση του «The Rock» («Ο Βράχος»), όπως είναι το παρατσούκλι του, έγινε ακόμα πιο έκδηλη στις αρχές Ιουνίου, οπότε δημοσίευσε ένα βίντεο στον ίδιο λογαριασμό του με αφορμές τις ταραχές που είχαν ξεσπάσει στη χώρα και δίνοντας έναν ενωτικό λόγο μα και ταυτόχρονα επικριτικό εναντίον του Τραμπ αναρωτώμενος «Πού είναι ο ηγέτης μας;». Οι πολιτικοί αναλυτές χαρακτήρισαν την ομιλία του πιο προεδρική από τον ίδιο τον Τραμπ και οι βρετανοί bookers εκτόξευσαν την απόδοσή του για το ανώτατο αξίωμα, καθιστώντας τον τον τρίτο πιο πιθανό υποψήφιο για τη θέση μετά τους Τραμπ και Μπάιντεν. Ο ίδιος έχει ήδη κάνει αίτηση στην Ομοσπονδιακή Εκλογική Επιτροπή για να στήσει την καμπάνια του, αλλά δεν έχει επιβεβαιώσει επίσημα την πρόθεσή του να μπει στον πολιτικό στίβο.
Κοιτάζοντας το παρελθόν, ο Κάνιε Γουέστ και ο Ντουέιν Τζόνσον δεν είναι φυσικά οι μόνοι σελέμπριτι που τρέφουν φιλοδοξίες για να δοκιμαστούν και στην πολιτική. Το κορυφαίο παράδειγμα βέβαια, το οποίο κανείς δεν έχει ξεπεράσει μέχρι σήμερα, είναι ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος άφησε τον κινηματογράφο για να γίνει ο 40ός πρόεδρος των ΗΠΑ το 1981. Η πορεία του Ρεπουμπλικανού προς τον Λευκό Οίκο ξεκίνησε το 1967, όταν εκλέχτηκε κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, ενώ ήδη είχε περάσει από τη θέση του προέδρου του σωματείου των ηθοποιών για επτά θητείες, από το 1947 έως το 1960. Πολύ πριν δώσει την ιστορική ομιλία του μπροστά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου καλώντας τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να γκρεμίσει το Τείχος του Βερολίνου, γνώρισε επιτυχία στο Χόλιγουντ παίζοντας ήδη από το 1937 σε ταινίες (συνολικά 50 αναφέρει το βιογραφικό του) και παρουσιάζοντας τηλεοπτικά σόου όπως τα «General Electric Theater» και «Death Valley Days». Η εκλογή του στο ανώτατο αξίωμα έδωσε την αίσθηση στον κόσμο ότι η βιομηχανία του θεάματος ήταν σημαντική και ο ίδιος το υποστήριξε αυτό ανοίγοντας την απονομή των βραβείων Οσκαρ το 1981 με ένα βίντεό του όπου μίλησε για την ικανότητα του κινηματογράφου «να μοιραστεί τα κοινά όνειρα και συναισθήματα».
Ιστγουντ και Σβαρτσενέγκερ
Κανένας άλλος σελέμπριτι πολιτικός δεν απογείωσε τη «χαμηλή πολιτική» (low politics) όπως ο Κλιντ Ιστγουντ. Ο βραβευμένος με Οσκαρ ηθοποιός και σκηνοθέτης έβαλε υποψηφιότητα για διοικητής της γενέτειράς του Καρμέλ στην Καλιφόρνια, το 1986, αφού το τοπικό συμβούλιο απέρριψε την πρότασή του να ανακαινίσει ένα κτίριο γραφείων δίπλα σε ένα εστιατόριο ιδιοκτησίας του. Η επικράτησή του δεν σήκωνε καμία αμφισβήτηση από τον αντίπαλό του, έναν συνταξιούχο βιβλιοθηκάριο. Κέρδισε με ψήφους 2.166 έναντι 799. Αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Ιστγουντ απέλυσε το συμβούλιο που είχε απορρίψει την πρότασή του για την ανακαίνιση, προώθησε περιβαλλοντικούς σκοπούς κι ενέκρινε μια αίτηση για δημιουργία αίθουσας παγωτού στην πόλη, μία από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις. Κράτησε τη θέση αυτή για μία διετή θητεία μόνο. Βέβαια συνέχισε την πορεία του στην πολιτική με τον διορισμό του στην επιτροπή της Καλιφόρνιας για τα πάρκα και τα κέντρα αναψυχής το 2001 και στην επιτροπή κινηματογράφου της ίδιας Πολιτείας το 2004.
Οταν ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, ξάφνιασε τους θαυμαστές του. Ωστόσο το εννοούσε, γι’ αυτό κι έβαλε στην άκρη την καριέρα του στον κινηματογράφο από το 2003 έως το 2011, κερδίζοντας το αξίωμα παρά τις καταγγελίες εις βάρος του από μια ομάδα γυναικών για σεξουαλική παρενόχληση. Αρχικώς ο «Governator», όπως ήταν το παρατσούκλι του, εκλέχτηκε για να αντικαταστήσει τον Γκρέι Ντέιβιντ όταν τον απομάκρυναν από τη θέση, αφήνοντας πίσω του άλλους γνωστούς υποψηφίους, όπως η πορνοστάρ Μέρι Κάρεϊ, η δημοσιογράφος Αριάννα Χάφινγκτον και ο ηθοποιός Γκάρι Κόλμαν. Ο Αρνι, επανεκλέχθηκε το 2006.
Από το Sex and the City
Το κοινό τη γνώρισε ως Μιράντα στην επιτυχημένη σειρά «Sex and the city». Ομως η ηθοποιός και ακτιβίστρια υπέρ των δικαιωμάτων των γκέι βάλθηκε να γίνει και πολιτικός το 2018. Ανακοίνωσε πως κατεβαίνει υποψήφια για κυβερνήτης της Νέας Υόρκης. «Η Νέα Υόρκη είναι το σπίτι μου. Δεν έχω ζήσει πουθενά αλλού» ανέφερε σε βίντεο της καμπάνιας της. «Μου δόθηκαν ευκαιρίες τις οποίες δεν βλέπω σε πολλά παιδιά της πόλης σήμερα. Οι ηγέτες μας μάς απογοητεύουν». Παρά τις εξαιρετικές προθέσεις της να βοηθήσει τη γενέτειρά της, η ηθοποιός έχασε τις εκλογές από τον Αντριου Κουόμο του Δημοκρατικού Κόμματος.
Στο βιογραφικό του έγραφε «μέλος της ομάδας υποβρύχιων καταστροφών του αμερικανικού ναυτικού, επαγγελματίας παλαιστής και ηθοποιός ταινιών δράσης μαζί με τον Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ». Οι τίτλοι αυτοί δεν ήταν αρκετοί για τον Τζέσι Βεντούρα, ο οποίος υπηρέτησε από το 1999 έως το 2003 ως κυβερνήτης της Μινεσότα. Νωρίτερα, το 1991, είχε εκλεγεί δήμαρχος της πόλης Μπρούκλιν Παρκ στην ίδια Πολιτεία. Το κλειδί της επιτυχίας του ήταν πως πέρασε το προφίλ τού «ένας από εσάς» υποψηφίου στους ψηφοφόρους του. Οταν επικράτησε έναντι δύο παραδοσιακών άλλων υποψηφίων, ξάφνιασε όλη τη χώρα, ωθώντας καθ’ υπερβολήν τον σχολιαστή του CBS Νταν Ράδερ να πει στο δελτίο ειδήσεων «Ο κόσμος της Ουάσιγκτον δεν θα πρέπει να εκπλαγεί αν ο Φιντέλ Κάστρο έρθει σ’ ένα λιβάδι στα μεσοδυτικά, στην πλάτη ενός ιπποπόταμου».
Τo πρώην παιδί – θαύμα
Κανένας δεν περίμενε ότι το χαρακτηριστικό κοριτσάκι ηθοποιός από τις ταινίες του 1930 και 1940 θα επηρέαζε αργότερα τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων πέρα από το καλλιτεχνικό στερέωμα. Και όμως η Σίρλεϊ Τεμπλ Μπλακ άφησε πίσω της τη βιομηχανία του θεάματος το 1950 κι αφιερώθηκε στην πολιτική. Αφού δεν τα κατάφερε να εκλεγεί στο Κογκρέσο το 1967 με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, δύο χρόνια μετά έγινε απεσταλμένη στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το 1974 χρίστηκε πρεσβευτής της χώρας στην Γκάνα. Αργότερα, πέρασε από τη θέση του επικεφαλής Πρωτοκόλλου της Αμερικής και πρεσβευτής στην τότε Τσεχοσλοβακία το 1989.
Ο Φρεντ Τόμσον είναι από τα σπάνια παραδείγματα καλλιτεχνών που διακρίθηκαν τόσο στην υποκριτική όσο και στον πολιτικό στίβο. Ο ίδιος ξεκίνησε να υπηρετεί σε δημόσια αξιώματα ως δικηγόρος στην επιτροπή διερεύνησης του σκανδάλου Watergate εις βάρος του προέδρου Νίξον. Βούτηξε ωστόσο στα βαθιά της πολιτικής όταν ύστερα από μια γεμάτη καριέρα στον κινηματογράφο έθεσε υποψηφιότητα το 1993 για τη Γερουσία στο Τενεσί. Κέρδισε οριακά στις εκλογές κι έμεινε στη θέση ως το 2003. Την εμπειρία του αυτή μετέφερε ουσιαστικά στην οθόνη παίζοντας τον εισαγγελέα Αρθουρ Μπραντς στη σειρά «Νόμος και τάξη», ενώ παράλληλα έτρεφε προεδρικές φιλοδοξίες. Το ανακοίνωσε επίσημα σε μια συνέντευξή του στο «The tonight show» το 2007 επιχειρώντας να πάρει το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αλλά παραδόξως το αστέρι του άρχισε να σβήνει και αποσύρθηκε από την εκλογική διαδικασία τον Ιανουάριο του 2008, αφού ο Τζον Μακέιν είχε πάρει προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις.