Μακριά από τα γκρίζα οικοδομικά τετράγωνα του Σαντιάγο, της πρωτεύουσας της Χιλής, οι κοινότητες αυτοχθόνων αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις εξαιτίας της πανδημίας.
Οι δέκα ομάδες αυτοχθόνων αντιπροσωπεύουν το 12,8% του πληθυσμού, διασκορπισμένοι από το νοτιότερο άκρο της Παταγονίας, μέχρι τις ξηρές πεδιάδες της ερήμου Ατακάμα στον βορρά και τα απομακρυσμένα Νησιά του Πάσχα στον Νότιο Ειρηνικό.
Αδιαφορία για τις ιδιαιτερότητες των αυτοχθόνων
Όμως η αντίδραση της χιλιανής κυβέρνησης στην πανδημία έχει θεωρηθεί ότι αποκλείει αυτές τις κοινότητες, καθώς τα καλέσματα του «μένουμε σπίτι» σε μεγάλο βαθμό αδιαφορούν για την πραγματικότητα της ζωής των αυτοχθόνων πολιτών, πολλοί εκ των οποίων ζουν σε φτωχές κοινότητες στην επαρχία.
«Η κυβέρνηση δήλωνε καλά προετοιμασμένη για την πανδημία, όμως αυτές οι προετοιμασίες έχουν σχεδιαστεί καθαρά για τους πληθυσμούς ευρωπαϊκής καταγωγής που ζουν στα αστικά κέντρα», τονίζει ο Δρ. Νέλσον Βεργκάρα, επικεφαλής του τμήματος αυτοχθόνων στην ιατρική ένωση της Χιλής.
«Τα δυτικά πρότυπα λένε ότι όλοι ζούμε σε σπίτια με έναν μικρό κήπο ή μπαλκόνι, αν είμαστε τυχεροί. Όμως η ζωή των αυτοχθόνων δεν είναι έτσι… Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν απλώς να μείνουν στο σπίτι», εξηγεί.
Άγνωστη η πραγματική εικόνα
Τέσσερις μήνες μετά το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα στη χώρα, ο Βεργκάρα πιστεύει ότι τα στοιχεία που σχετίζονται με τις ταυτότητες των ασθενών ως αυτοχθόνων δεν συλλέγονται σωστά, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να διαπιστωθούν οι επιπτώσεις του ιού στις αυτόχθονες κοινότητες. Το υπουργείο υγείας δεν απάντησε σε αίτημα του Guardian για σχόλιο.
Αν και η Χιλή αρχικά κατέγραφε χαμηλό αριθμό κρουσμάτων και θανάτων, πλέον έχουν επιβεβαιωθεί περισσότερες από 300,000 λοιμώξεις και 6,434 νεκροί, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης.
Αν συμπεριλάβει κανείς τους πιθανούς – αλλά μη επιβεβαιωμένους – θανάτους από την ασθένεια (σύμφωνα και με τις συστάσεις του ΠΟΥ), ο αριθμός εκτοξεύεται και ξεπερνά τους 10,000.
Στην φτωχότερη περιοχή της χώρας
Σαραντατέσσερις από τους επιβεβαιωμένους θανάτους συνέβησαν στην Λα Αραουκάνια, τη νότια επαρχία που στεγάζει την πλειοψηφία του πληθυσμού Μαπούτσε, της μεγαλύτερης κοινότητας αυτοχθόνων της Χιλής.
Η Αραουκάνια ήταν επί σειρά αιώνων η τοποθεσία της «ειρηνευτικής» μάχης του χιλιανού κράτους εναντίον των Μαπούτσε, πράγμα που άφησε την περιοχή υπανάπτυκτη και φτωχή. Μέχρι σήμερα, παραμένει η φτωχότερη περιοχή της χώρας.
Ο ιός έφτασε αρχικά στην περιοχή μέσω τουριστών στο διάστημα του καλοκαιριού για το νότιο ημισφαίριο. Γρήγορα μεταδόθηκε εντός της κοινότητας, με τη βοήθεια και των εθίμων της περιοχής, αλλά και των στενών οικογενειακών δεσμών.
Η αγάπη γυρνά μπούμερανγκ
«Οι κοινότητες Μαπούτσε επιβιώνουν χάρη στη φιλία και την αλληλεγγύη», τονίζει ο Φρανσίσκο Γεβιλάο Χουαϊκουιλάν, αρχηγός κοινότητας στο Λονκουμάι, μια επαρχία 11.000 ατόμων που υπήρξε ένα από τα πρώτα επίκεντρα του ιού στη χώρα.
«Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και πάντα χαιρετιόμαστε με αγκαλιές και φιλιά. Όμως αυτό ήταν και το μεγαλύτερό μας πρόβλημα, αφού επέτρεψε στον ιό να διαδοθεί», εξηγεί στον Guardian.
Η τοπική οικονομία υπέφερε επίσης από τους περιορισμούς των μετακινήσεων.
Στην Λονκουιμάι, όπως και σε άλλες επαρχιακές περιοχές, οι κάτοικοι συνήθως επιβιώνουν πουλώντας ζώα και καρπούς, όμως οι έμποροι δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την περιοχή εξαιτίας των ταξιδιωτικών περιορισμών.
Σχεδόν το 40% των κατοίκων της Αραουκάνια ζουν εργαζόμενοι ανεπίσημα, ενώ οι γυναίκες Μαπούτσε που πουλούσαν λαχανικά στους δρόμους του Τεμούκο απωθήθηκαν βίαια από την αστυνομία.
Οι αυτόχθονες της Χιλής ήδη υπέφεραν. Σύμφωνα με έρευνα του 2017, το 30,2% του αυτόχθονος πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες πολυεπίπεδης φτώχειας. Πρόκειται για έναν δείκτη που λαμβάνει υπόψη του την κατάσταση της υγείας, το επίπεδο εκπαίδευσης και τις συνθήκες ζωής.
«Οι Μαπούτσε έχουν ελάχιστους πόρους και ανήκουν στους πλέον ευάλωτους πολίτες της χώρας», υπογραμμίζει ο Αντρές Κουγιούλ, ακαδημαϊκός στο τμήμα δημόσιας υγείας του Universidad de la Frontera. «Το ίδιο κράτος που μας έφερνε ασθένειες από τον 18ο αιώνα, τώρα υποτίθεται ότι θα μας νοιαστεί».
«Όμως η αντίδραση στην πανδημία ποτέ δεν σχεδιάστηκε για τους αυτόχθονες. Τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι στις φτωχές επαρχιακές κοινότητες; Online γιόγκα και μαθήματα μαγειρικής;»
Αν και δημιουργήθηκε ταμείο 2,5 δισ. πέσος (3,1 εκατ. δολαρίων) για τις επιχειρήσεις Μαπούτσε, η διαδικασία των αιτήσεων γίνεται αποκλειστικά online. Επομένως, μικρή χρησιμότητα έχει για τις επαρχιακές κοινότητες με τη σποραδική πρόσβαση στο internet και τις μηδενικές ψηφιακές δεξιότητες.
Οι τοπικές αρχές έχουν διαθέσει μια σειρά από έγγραφα στη γλώσσα των Μαπούτσε, την Μαπουντουνγκούν, όμως κατά τα άλλα ελάχιστα έχουν γίνει για να μεταδώσουν το μήνυμα σε άλλους αυτόχθονες πληθυσμούς.
«Οι άνθρωποι σε αυτές τις περιοχές δεν αντιλαμβάνονται τις αρχές, και το ζήτημα υπερβαίνει κατά πολύ τα ζητήματα γλώσσας και αλφαβητισμού», τονίζει ο Βεργκάρα στον Guardian.
«Μια πολιτική που λειτουργεί στο Σαντιάγκο δεν θα γίνει κατανοητή με τον ίδιο τρόπο από έναν αυτόχθονα που ζει στην εξοχή».
Καθώς ο βαθμός αλφαβητισμού και ορθογραφίας διαφέρουν πολύ μεταξύ των κοινοτήτων Μαπούτσε, ο Βεργκάρα και το τμήμα του έχουν διανείμει ηχογραφήσεις στα Μαπουντουνγκούν με τις οδηγίες ασφάλειας και υγιεινής.
«Είμαστε χαρούμενοι που το ζήτημα συζητιέται επιτέλους, όμως θα έπρεπε να έχει συμβεί εδώ και μήνες», συμπληρώνει. «Δεν γίνεται να συνειδητοποιούν τώρα για πρώτη φορά ότι ένας στους 10 Χιλιανούς αυτοπροσδιορίζεται ως αυτόχθονας».