Υπό κανονικές συνθήκες η συγκυρία της πανδημίας ήταν αυτή όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναδείκνυε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του αυξημένου βαθμού συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη-όπως και των μεγάλων περιθωρίων που δίνει η ύπαρξη κοινού υπερεθνικού νομίσματος και ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως και η ύπαρξη θεσμών όπως ο «ευρωπαϊκός προϋπολογισμός».
Βέβαια, στην πράξη αποδείχτηκε ότι τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά. Οι χώρες χάραξαν κατά βάση εθνικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση της πανδημίας, από τους ρυθμούς επιβολής των περιοριστικών μέτρων μέχρι την αναζήτηση προστατευτικού εξοπλισμού στις διεθνείς αγορές και από το είδος των περιοριστικών μέτρων μέχρι το ποια χώρες θεωρούν ασφαλή προέλευση ταξιδιωτών.
Ακόμη περισσότερο: η προσπάθεια να υπάρξει μια κοινή αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων που έχει επιφέρει η πανδημία και κυρίως να υπάρξει μια έμπρακτη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς τις πιο αδύναμες χώρες, μέχρι τώρα συναντά μόνο μεγάλες αντιδράσεις.
Η κρίση του ευρωπαϊκού δρόμου
Σκληρή διαπραγμάτευση για τέτοια ζητήματα γινόταν πάντα στην Ευρώπη. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύει και την απόσταση ανάμεσα στα εύκολα μεγάλα λόγια για την ενοποίηση και την πραγματικότητα ότι οι χώρες πάντα σταθμίζουν οτιδήποτε έχει κόστος, το ίδιο και η κοινή γνώμη. Όμως, υπήρχε μια σχετική συναίνεση ότι τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και ιδίως η διαμόρφωση της Ευρωζώνης, ιδίως για τις πιο εύπορες χώρες, αναγκαστικά συνεπάγονταν και ένα ορισμένο κόστος κύρια με τη μορφή συμβολής στις ευρωπαϊκές δαπάνες. Επειδή όλες οι χώρες συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό, αυτό εξηγεί γιατί ορισμένες χώρες είναι καθαρές συνεισφέρουσες τελικά και κάποιες καθαρές λαμβάνουσες, δηλαδή κάποιες χώρες τελικά συνεισφέρουν περισσότερα από όσα λαμβάνουν και κάποιες λαμβάνουν περισσότερα από όσα συνεισφέρουν.
Μην φανταστείτε, όμως, κάποιο τρομακτικό ποσό για τις καθαρές συνεισφέρουσες (την ώρα που όπως γνωρίζουμε καλά στην Ελλάδα στις χώρες της περιφέρειας που είναι καθαρές λαμβάνουσες τα ποσά αυτά μετρούν). Η χώρα με τη μεγαλύτερη καθαρή συνεισφορά σε απόλυτο μέγεθος είναι η Γερμανία που το 2017 είχε καθαρή συνεισφορά 12,8 δισ. και χώρα με τη μεγαλύτερη καθαρή συνεισφορά ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν η Ολλανδία με 0,47%.
Μάλιστα, είναι προφανές ότι οι χώρες που είναι καθαρές συνεισφέρουσες στον προϋπολογισμό είναι ταυτόχρονα πολλαπλάσια ωφελημένες από τη συνολική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Αρκεί να σκεφτούμε ότι π.χ. για τη Γερμανία το ευρώ έδωσε ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στο εμπόριο εντός ΕΕ και φυσικά ιδιαίτερα χαμηλό κόστος δανεισμού, ενώ το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για άλλες χώρες. Επιπλέον, οι χώρες αυτές απολαμβάνουν και των όποιων ωφελημάτων έχει η ίδια η παρουσία της ΕΕ στο διεθνές στερέωμα.
Παρ’ όλα αυτά η προηγούμενη δεκαετία ήταν μια δεκαετία κρίσης και στασιμότητας για την ολοκλήρωση, κάτι που στη χώρα μας το πληρώσαμε και ακριβά μια που τα Μνημόνια αντανακλούσαν και την αδυναμία των ευρωπαϊκών κρατών να σκεφτούν με όρους αλληλεγγύης.
Στην πραγματικότητα, μια σειρά από χώρες δεν πιστεύουν στη δυνατότητα της ολοκλήρωσης με όρους πραγματικής σύγκλισης. Αυτό που θέλουν είναι κατά βάση το ευρώ, εξ ου και όλη η προσπάθεια να διατηρείται η δημοσιονομική πειθαρχία που επιτρέπει στο ευρώ να μην είναι ευάλωτο στις διεθνείς αγορές λόγω αποκλίσεων στα δημοσιονομικά και τους όρους δανεισμού των χωρών. Από εκεί και πέρα για μια σειρά από βορειοευρωπαϊκές χώρες (και ορισμένες κεντροευρωπαϊκές), το όραμα θα ήταν μια στενότερη ολοκλήρωση στο οικονομικό επίπεδο των χωρών που έχουν αντίστοιχα οικονομικά χαρακτηριστικά και κοινή οικονομική φιλοσοφία με έμφαση στη λιτότητα, τη δημοσιονομική πειθαρχία το ελεύθερο εμπόριο. Εξ ου και τα σχέδια για την «Νέα Χανσεατική Ένωση».
Όμως, μια κατεύθυνση δεν μπορεί να στηρίξει μια συνολικότερη πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης και αυτό εξηγεί και την αντίρρηση της Γαλλίας αλλά και την αντιφατική τοποθέτηση της Γερμανίας που ταυτόχρονα ως προς την οικονομική φιλοσοφία συντάσσεται με τις χώρες της δημοσιονομικής αυστηρότητας, όμως, την ίδια στιγμή κατανοεί και ότι προσφέρει πολύ ισχνή βάση για ένα συνεκτικό πολιτικό ευρωπαϊκό σχέδιο.
Η μάχη για τον προϋπολογισμό και το ταμείο ανάκαμψης
Σε όλες αυτές τις αντιδράσεις πρωταγωνιστεί ένα συνασπισμός κρατών (των «Τεσσάρων Φειδωλών) που αποτελείται από την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Δανία και τη Σουηδία, που όμως έχουν την υποστήριξη και άλλων χωρών
Όλα αυτά αποτυπώθηκαν στις μάχες για τον νέο προϋπολογισμό και για το ταμείο ανάκαμψης. Σε πρώτη φάση υπήρξε μεγάλη αντίδραση στην πρόταση για δανεισμό σε επίπεδο ΕΕ για την παροχή βοήθειας στις χώρες που είχαν πληγεί από την πανδημία, θεωρώντας ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με «αμοιβαιοποίηση του ρίσκου» και κοινό ευρωπαϊκό χρέος. Παράλληλα, επέμειναν να δοθούν με μορφή δανείων και όχι επιχορηγήσεων και μάλιστα με όρους που μπορεί να ισοδυναμούσαν και με μίνι μνημόνια. Σημειώνουμε ότι οι αρκετές από τις διαφωνούσες χώρες έχουν χαμηλό σχετικά εξωτερικό χρέος και άρα μεγαλύτερη δυνατότητα να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές για τις ανάγκες αντιμετώπισης της πανδημίας, την ώρα που χώρες που επλήγησαν περισσότερο, όπως η Ιταλία, έχουν και υψηλό χρέος.
Η διαμάχη αυτή ήρθε να προστεθεί στην ενεργή διαμάχη για τον προϋπολογισμό (το Πολυετές Χρηματοοικονομικό Πλαίσιο 2021-2027), όπου οι προτάσεις για ενίσχυσή του συναντούσαν μεγάλες αντιδράσεις, ιδίως από τη στιγμή που έπρεπε να επιμεριστεί και το κενό που άφηνε η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ.
Όλα αυτά διαμόρφωσαν ένα πεδίο αντιπαραθέσεων που παρά την προσπάθεια για γαλλογερμανική συνεννόηση έχει οδηγήσει μέχρι τώρα σε αδυναμία κατάληξης σε μια συμφωνία.
Ενδεικτική της φόρτισης και η αντιπαράθεση γύρω από τον νέο πρόεδρο του Eurogroup. Παρότι η Γαλλία και η Γερμανία όπως και η Ιταλία είχαν κάνει σαφή τη στήριξή τους στην ισπανίδα υπουργό Οικονομικών Νάντια Καλβίνο, που εκπροσωπούσε όχι μόνο τον ευρωπαϊκό Νότο αλλά και τις χώρες που είχαν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, εντούτοις διαμορφώθηκε μια πλειοψηφία που επέβαλε τον ιρλανδό Πασκάλ Ντόναχιου που εκπροσωπούσε μια πιο συντηρητική λογική με έμφαση στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Η συμβιβαστική πρόταση Μισέλ
Σε αυτό το φόντο ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ έκανε μια προσπάθεια για μια συμβιβαστική πρόταση για να μπορέσει να κάμψει τις αντιδράσεις, ενόψει της Συνόδου Κορυφής στις 17-18 Ιουλίου.
Η πρόταση είναι συνολική και αφορά και τα 2364 δισεκατομμύρια ευρώ όλων των προγραμμάτων που συζητιούνται, δηλαδή του Πολυετούς Χρηματοοικονομικού Πλαισίου, των «διχτυών ασφαλείας» που ήδη έχει ανακοινώσει η Επιτροπή και του «ταμείου ανάκαμψης».
Καταρχάς, ο Μισέλ προτείνει μια μικρή περικοπή του προϋπολογισμού (του Πολυετούς Χρηματοοικονομικού Πλαισίου 2021-2027) ώστε να πέσει κάτω από το 1,1 τρισεκατομμύριο ευρώ στο 1,074, θεωρώντας ότι το κενό θα το καλύψουν τα άλλα προγράμματα.
Ως προς το ταμείο ανάκαμψης ο Μισέλ προτείνει ο συνολικός δανεισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να είναι έως 750 δισεκατομμύρια ευρώ και να διατηρηθεί η ίδια αναλογία ανάμεσα σε άμεσες ενισχύσεις, δάνεια και εγγυήσεις. Μάλιστα προτείνει ένα χρονικό καταμερισμό των ενισχύσεων ως εξής: 217 δισεκατομμύρια τα δύο πρώτα χρόνια (2021, 2023) με κριτήρια την ανεργία 2015-2019, το αντίστροφο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και το μερίδιο πληθυσμού και την τρίτη χρονιά να δοθούν 93 δισεκατομμύρια με κριτήρια τη συνολική μείωση του ΑΕΠ το 2020 και το 2021 όπως θα μετρηθεί το 2022, το αντίστροφο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και το μερίδιο πληθυσμού.
Προτείνει μάλιστα η συνολική διαχείριση του ταμείου ανάκαμψης να γίνει ύστερα από αξιολόγηση των εθνικών σχεδίων από το Συμβούλιο, με ενισχυμένη πλειοψηφία και οι πόροι να αποδεσμεύονται ύστερα από απόφαση της Κομισιόν.
Επιπλέον, σε μια προσπάθεια να διαμορφώσει κλίμα συναίνεσης, προτείνει ένα αποθεματικό 5 δισεκατομμυρίων για το κόστος που θα έχουν διάφορες χώρες από το Brexit, ενώ διατηρεί τις επιστροφές (rebates) για 5 χώρες (των «τεσσάρων φειδωλών μη εξαιρουμένων) που είναι καθαρές συνεισφέρουσες στον κοινοτικό προϋπολογισμό (Αυστρία, Δανία, Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία).
Η δύσκολη ισορροπία και η στρατηγική αμηχανία
Κατά τις παραδόσεις της ΕΕ πάντα του συμβιβασμού προηγείται μια αίσθηση αδιεξόδου. Μπορεί κανείς να υποθέσει έτσι ότι μια παραλλαγή της πρότασης Μισέλ θα μπορούσε να είναι ένα σημείο ισορροπίας, ιδίως από τη στιγμή που η μέχρι τώρα διελκυστίνδα έχει κατοχυρώσει και τη σχετική ισχύ διαφόρων πόλων και συνασπισμών. Εξ ου και η ιδιαίτερη προσπάθεια της Γερμανίας να εξασφαλίσει αυτή τη φορά τη συναίνεση της Ολλανδίας.
Ωστόσο, όποια και εάν είναι η κατάληξη της διαπραγμάτευσης, το πρόβλημα της βαθύτερης ευρωπαϊκής αμηχανίας ή δυστοκίας ως προς τη λήψη αποφάσεων που θα παραπέμπουν σε πραγματική και όχι συμβολική αλληλεγγύη και κοινή αντιμετώπιση κρίσεων θα παραμένει. Όπως και η συνακόλουθη κρίση νομιμοποίησης.