Ο Ερντογάν αποφάσισε να ξανακάνει τζαμί την Αγία Σοφία, αφού είχε προϊδεάσει για την απόφασή του πολύ καιρό πριν.
Από την ημέρα εκείνη, μέχρι και την ημέρα της ανακοίνωσης της μετατροπής, ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα εξαντλήθηκε σε αναλύσεις για το αν, το πότε και το γιατί ο Ερντογάν προχωρά στην ενέργεια αυτήν.
Θα προσπεράσουμε το γεγονός ότι εκτός ενός ή δύο αναλυτών, οι υπόλοιποι πελαγοδρόμησαν, προσπαθώντας να εξηγήσουν την πολιτική ισχύος ενός ευφυούς και αποφασιστικού ηγέτη, με όρους συναισθηματικούς. Το αποτέλεσμα ήταν να αποτύχουν παταγωδώς.
Το μείζον ερώτημα όμως, δεν αφορά στους «παντογνώστες μαϊντανούς» των MME αλλά απευθύνεται αδυσώπητο στο ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών, που δείχνει να σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις, αδυνατώντας όχι απλώς να προβλέψει, αλλά ούτε καν να προετοιμάσει σενάρια αντίδρασης σε μια προαναγγελθείσα ενέργεια.
Οπως τονίζουν διπλωματικοί παράγοντες, έχει χαθεί εδώ και μήνες η μάχη της επιρροής των ξένων MME σε ό,τι αφορά θέματα εθνικής ισχύος (μεταναστευτικό, τουρκική απειλή ενεργειακά, κυπριακό, λιβυκή κρίση κ.ο.κ.), κάτι που δεν προβληματίζει τους υπεύθυνους.
Πολλοί είναι αυτοί που χρεώνουν στη Βασιλίσσης Σοφίας την καθυστέρηση στο να σχηματίσει μια task force που θα δουλεύει πάνω σε σενάρια κρίσεων ποικίλων μορφών και στον χειρισμό τους;
Και να σκεφτεί κανείς ότι ούτε καν ο νέος οργανισμός του υπουργείου έχει προχωρήσει, με αποτέλεσμα οι αρρυθμίες να είναι συνεχείς και μάλιστα όχι μόνο στην καθημερινότητα του έργου του.
Υπάρχουν φωνές που τονίζουν ότι θα πρέπει το Μαξίμου να αναλάβει δράση και να δει αυτή τη σημαντική πτυχή του κυβερνητικού έργου; Μήπως πρέπει να αναζητήσει τους ειδικούς που θα βγάλουν το φίδι από την τρύπα;
Διότι καλή η αντίδραση στον κοροναϊό και τα μέτρα για την οικονομία, αλλά τίποτε από αυτά δε θα δώσει σωσίβιο στην κυβέρνηση, όταν η Τουρκία κάνει το μεγάλο βήμα. Και θα το κάνει…