Ενα τελευταίο γέλιο, σαν βροντή ταράζει τον χώρο. Και μετά, τίποτα, σιωπή. Ο κλόουν σωριάζεται στο έδαφος. Αψυχος. Εκείνος που πάντα γελούσε και το χάραξε στο πρόσωπό του, τώρα είναι νεκρός.
Προσπάθησε να δηλητηριάσει την Γκόθαμ Σίτι, να απαγάγει τον Ρόμπιν και να εξαφανίσει τον Μπάτμαν, αλλά αυτό που κατάφερε ήταν να συναντήσει ένα τέλος τόσο ειρωνικό όσο η ζωή του: σκόνταψε κι έπεσε μόνος του στο δικό του στιλέτο.
Άλλωστε, η περιπέτειά του ήταν για μόλις 30 σελίδες. Οσες δηλαδή του έδωσαν οι σκιτσογράφοι Μπιλ Φίνγκερ, Μπομπ Κέιν και Τζέρι Τζόνσον στο τεύχος του κόμικ «Μπάτμαν #1», που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1940. Οκτώ δεκαετίες, ωστόσο, αργότερα, ο Τζόκερ είναι ακόμα εδώ.
Ο «φρικιαστικός γελωτοποιός», όπως τον χαρακτήρισαν, από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση έδειξε το ταλέντο του στο να είναι κακός και ανάγκασε την DC Comics να τον επαναφέρει στη ζωή.
Ο Τζόκερ είναι πλέον 80 χρονών. Αλλά δεν το βάζει κάτω. Η πάροδος του χρόνου δεν τον έχει κάνει λιγότερο κακό. Το αντίθετο μάλιστα. Εθρεψε μέσα του τη δίψα για επανάσταση και τον βύθισε περισσότερο στο χάος του.
Αυτόν τον σκοτεινό κόσμο με τα παραληρήματα αλλά και τις εκπλήξεις διαύγειας προσπαθεί να περιγράψει στις 100 σελίδες της η επετειακή συλλεκτική έκδοση «Super Spectacular» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες από την DC Comics.
Ο γελωτοποιός κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς και αγαπημένους ήρωες κόμικ όλων των εποχών, επηρεάζοντας σταθερά την ποπ κουλτούρα. Οπως έγραψε και ο Ρόμπερτ Μόσις Πίσλι στο βιβλίο του «The Joker: Α Serious Study on the Clown Prince of Crime», «είναι ο πιο ενδιαφέρων κακός και ο μόνος που αγωνίζεται στη φήμη ήρωες όπως οι Σούπερμαν, Σπάιντερμαν, Μπάτμαν ή Γουόντεργουμαν».
Μεταμορφώσεις
Πράγματι, αν και γεννήθηκε ως ένας ακόμα γκάνγκστερ, εμπνευσμένος εμφανισιακά από την ταινία του 1928 «The man who laughs» του Πολ Λένι, αλλάζοντας διαρκώς ταυτότητα, απέκτησε τόσα διαφορετικά πρόσωπα όσο και θαυμαστές.
Από αγνός κακοποιός μεταμορφώθηκε σε χίπη στην τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1960, δοκιμάστηκε ως χάκερ, απέδειξε ότι είναι μια ιδιοφυΐα στη χημεία και στον 21ο αιώνα κατέληξε να είναι, τι άλλο, τρομοκράτης.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που κέντριζε διαρκώς το ενδιαφέρον του κοινού, πυροδοτώντας μάλιστα συχνά και πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις γύρω από την πραγματική του ταυτότητα. Για κάποιους έμοιαζε να είναι ένα μαρξιστικό πρότυπο αφού ουσιαστικά μπαίνει στον αγώνα του προλεταριάτου, για άλλους ένας εκφραστής του αναρχισμού γιατί τα βάζει με το σύστημα, ενώ πολλοί τον ταύτισαν με την ενσάρκωση του υπερανθρώπου κατά τον Νίτσε, εξαιτίας της ανάγκης του για εξουσία με κάθε κόστος αλλά χωρίς φόβο.
Πάνω απ’ όλα, βέβαια, ο Τζόκερ μπορεί να είναι τα πάντα. «Ξεπερνά κάθε ταξινόμηση ή ενσωμάτωση σε δομή ισχύος. Ισως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η προέλευση και το τέλος του πρέπει πάντα να παραμένουν απροσδιόριστα», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά και στην ανθολογία «Riddle Me This, Batman!». Για όσους εμπλέκονται κάθε φορά στη δημιουργική διαδικασία της ιστορίας του, γίνεται η επιτομή της ελευθερίας.
Η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του τούς επιτρέπει να δίνουν διαφορετικές κατευθύνσεις στο κακό του. Ακόμα και για το παρελθόν του, άλλωστε, δεν έχουν σαφείς απαντήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως οι τρεις δημιουργοί του δεν συμφώνησαν ποτέ στο πώς γεννήθηκε αυτός ο κακός υπερήρωας.
Έβαψε για πρώτη φορά το πρόσωπό του είτε όταν θρηνούσε τον θάνατο της εγκύου συζύγου του είτε ως ξέσπασμα μετά τη συστηματική του κακοποίηση από τους γονείς του είτε γιατί εκεί τον οδήγησαν οι εσωτερικές του φωνές, πιο κοντά στο κοινωνικό πρότυπο του τρελού.
Μια κακή μέρα…
Όπως και να πλάστηκε, κατέληξε να είναι ένα μυαλό ανεξέλεγκτο, άρα και παράλληλα τόσο συναρπαστικό, μα συνάμα και ενοχλητικό. Κι αποτυπώθηκε εξαιρετικά στην πρόσφατη ταινία του Τοντ Φίλιπς «Τζόκερ» που χάρισε στον πρωταγωνιστή του Χοακίν Φίνιξ το βραβείο Οσκαρ.
Κι ας προειδοποίησε το FBI ότι ως έργο μπορεί να ενθαρρύνει το κοινό στη βία. Αυτή η αλλόκοτη προσωπικότητά του, όπως και τα ρούχα τού γελωτοποιού που φοράει, βέβαια, ίσως να προέκυψε και από κάτι πιο απλό.
Ένα ρεαλιστικό στοιχείο, σαν αυτό που δίνεται στο κόμικ «The Killing Joke» του Αλαν Μουρ, αλλά γίνεται άκρως φοβιστικό. «Χρειάζεται μόνο μια κακή μέρα για να βυθίσει τον πιο λογικό άνθρωπο του κόσμου στην τρέλα», γράφει χαρακτηριστικά ο κομίστας. Κι αυτό είναι το χειρότερο. Γιατί μια κακή ημέρα έχουμε όλοι μας.