Ζούμε ήδη στην περίοδο της Γερμανικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης έως το τέλος του 2020. Πρόκειται για μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για τους αυτονόητους λόγους της πανδημίας και της συνεπακόλουθης ύφεσης. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε σημαντικά ζητήματα τα οποία παραμένουν ανεπίλυτα έως σήμερα και για τα οποία θεωρείται ότι θα δημιουργηθεί το κατάλληλο momentum κατά την προσεχή περίοδο. Ακόμη, υπάρχουν και ζητήματα ειδικού εθνικού ενδιαφέροντος επί των οποίων έχουμε κάθε λόγο να προσβλέπουμε στην κατανόηση και την έμπρακτη συμπαράσταση των εταίρων μας.
Για όλα αυτά τα ζητήματα θα επιχειρήσω ένα συνοπτικό σχολιασμό. Αποτελεί σημαντική εξέλιξη η ουσιαστική ενεργοποίηση του λεγόμενου γαλλο-γερμανικού άξονα. Πράγματι, είναι εξαιρετικό το επίπεδο συνεννόησης Μέρκελ – Μακρόν και η Ευρώπη θα αποκομίσει σημαντική ωφέλεια συνολικά. Δεν πρόκειται για ένα είδος ολιγαρχίας, όπως ενδεχομένως κάποιοι φαντάζονται.
Σε μία Ευρώπη των 27 ορισμένες μείζονος σημασίας πρωτοβουλίες πρέπει να προετοιμαστούν και να προσδιοριστούν από εκείνους που διαθέτουν τη μεγαλύτερη επιρροή, αλλά και τους διαθέσιμους πόρους για την επίτευξη των στόχων αυτών. Αυτό συνέβη για παράδειγμα με το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. (NextGenerationEU). Δεν είναι τυχαίο ότι η Γερμανική Προεδρία χρησιμοποιεί το μότο «Μαζί για την ανάκαμψη της Ευρώπης» με στόχο την υπέρβαση της κρίσης του κορωνοϊού ως ζητήματος δημόσιας υγείας και οικονομικής ύφεσης. Οι κρίσεις κατά κανόνα κάνουν ισχυρότερη την Ευρώπη. Γιατί μεγάλα και μικρότερα κράτη κατανοούν ότι η ΕΕ αποτελεί την απαραίτητη ασπίδα για την επιβίωση έναντι κινδύνων οι οποίοι υπερβαίνουν τις δυνατότητες διαχείρισης μιας μεμονωμένης κρατικής οντότητας. Το επόμενο διάστημα θα πρέπει να ολοκληρωθεί η σχετική διαπραγμάτευση και να πεισθούν και όσες κυβερνήσεις διαφωνούν ότι το κόστος της μη-απόφασης επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα και για τις ίδιες. Η έμμεση συνέπεια της υφιστάμενης κρίσης είναι οι ραγδαίες αλλαγές τις οποίες επιφέρει στην αγορά εργασίας, και σε κλάδους όπως ο τουρισμός και οι εφοδιαστικές αλυσίδες.
Η υιοθέτηση μορφών εξ αποστάσεως εργασίας σε πολλούς κλάδους πλέον επιταχύνεται και θα πρέπει να αξιολογήσουμε τι θα σημαίνει αυτό για τις θέσεις εργασίας, τις απολαβές και τις συνθήκες εργασίας. Η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης θα αφαιρέσει θέσεις εργασίας, αλλά ενδεχομένως να δημιουργήσει και νέα επαγγέλματα.
Σε ένα παγκοσμιοποιημένο σύστημα η Ευρώπη καλείται να διατηρήσει περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας, αλλά και να αντεπεξέλθει στη διεθνή ανταγωνιστικότητα με περισσότερη καινοτομία. Το Μεταναστευτικό αποτελεί ένα ακόμη ζήτημα σε εκκρεμότητα σχετικά με τον Κανονισμό του Δουβλίνου.
Η χώρα μας επιβαρύνεται υπέρμετρα με την υποδοχή και φιλοξενία των μεταναστών και την υποβολή αιτημάτων για την παροχή ασύλου. Πρέπει να αλλάξει ριζικά το σύστημα αξιολόγησης των αιτήσεων, καθώς και η μετεγκατάσταση των προσφύγων ή ο επαναπατρισμός μεταναστών, παράλληλα με ισχυρά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων αυτών των κοινωνικών ομάδων. Τα περιστατικά στον Εβρο επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει ανεξέλεγκτη, ιδιαίτερα όταν εμφιλοχωρούν ισχυρά συμφέροντα.
Στο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο σημειώθηκαν καθυστερήσεις. Σήμερα, όμως, επείγει να αποσαφηνιστούν τα ποσά και οι στόχοι, προκειμένου από το 2021 να διοχετευθούν πόροι οι οποίοι θα συμβάλουν στην αναστροφή της υφεσιακής κατάστασης και θα υποστηρίξουν την οικονομική και κοινωνική συνοχή στην ΕΕ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τρίπτυχο προστασία του κλίματος, έρευνα-καινοτομία και ψηφιακή μετάβαση αποτελούν τους σημαντικούς οδοδείκτες των πολιτικών της ΕΕ. Τέλος, η ΕΕ πρέπει να έχει ισχυρή θέση στον κόσμο. Οι διαπραγματεύσεις με την Κίνα επιχειρούν να αποκαταστήσουν διακρίσεις και ζημίες εις βάρος των ευρωπαϊκών συμφερόντων.
Δυστυχώς, η συνεννόηση με τον διαχρονικό σύμμαχο (ΗΠΑ) είναι εξαιρετικά δύσκολη σε πολλά θέματα και όλοι αναμένουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η Γερμανία από την πρώτη μέρα ανέσυρε το φάκελο των θεμάτων με Τουρκία τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και στα ελληνο-τουρκικά. Οι ηγεσίες τύπου Ερντογάν είναι διαμετρικά αντίθετες με κάθε εμπειρία διαπραγμάτευσης με ευρωπαίους εταίρους. Είναι ενδεικτική η όξυνση των σχέσεων με τη Γαλλία. Η Γερμανία αναγνωρίζει τη γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας, ενώ διαθέτει μία ρεαλιστική προσέγγιση για τον Ερντογάν και το σύστημα εξουσίας το οποίο αυτός έχει θεσμοθετήσει. Τα εθνικά θέματα θα αναδειχθούν μόνο στο μέτρο που θεωρηθούν ως αναπόσπαστα τμήματα των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Θα είχε δε μεγάλο ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε εάν μπορεί να γίνει κατανοητή η έννοια της «ρήτρας αλληλεγγύης» (άρθρο 222 της Συνθήκης Λισαβώνας) με τρόπο που να καλύπτει και στρατιωτική αντιπαράθεση.
Εν κατακλείδι, είναι θετικοί οι οιωνοί για τη Γερμανική Προεδρία και το φαινόμενο της Καγκελαρίου Μέρκελ, η οποία, παρά την πολύχρονη παραμονή στην εξουσία, διαρκώς ανανεώνει το πολιτικό κεφάλαιό της και εξακολουθεί να διατηρεί ισχυρό κίνητρο και βούληση για τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Η χώρας μας οφείλει να παραμείνει στον πυρήνα των συζητήσεων διατηρώντας σώφρονα στάση και να διατηρήσει μία ρεαλιστική προσδοκία για τα διπλωματικά οφέλη.