Οι υποθέσεις «μεσολάβησης» του Νίκου Παππά τόσο με τον Σάμπι Μιωνή, όσο και με την κατασκευαστική εταιρεία CCC και τα 3 εκατομμύρια –σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της πλευράς Καλογρίτσα- για τον διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών, φαίνεται να έχουν κοινά σημεία. Πέρα από το ότι και οι δύο υποθέσεις εκτυλίχθηκαν το 2016. Σύμφωνα με τις πρόσφατες αποκαλύψεις του «Βήματος» της περασμένης Κυριακής μέλη της οικογένειας Χούρι, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τον Σάμπι Μιωνή, περιλαμβάνονταν στη Λίστα Λαγκάρντ.
Και αυτό ενώ η πλευρά Καλογρίτσα υποστηρίζει ότι ο Νίκος Παππάς εν ολίγοις ήταν ο ενορχηστρωτής για την «κολεγιά» με τους Χούρι και τη CCC. Στη μήνυση της πλευράς Καλογρίτσα για την εν λόγω υπόθεση αναφέρεται ότι το επενδυτικό σχήμα με το οποίο κατέβηκε στον διαγωνισμό, η πλευρά Χούρι είχε «συντονίσει και συμφωνήσει προεχόντως με τον αρμόδιο Υπουργό, κ. Νίκο Παππά, καθ’ υπόδειξη του οποίου άλλωστε αποφάσισε τη συμμετοχή της στο άνω επενδυτικό σχήμα και η οικογένεια Καλογρίτσα, η οποία μέχρι τότε δεν γνώριζε, ούτε είχε και επαφή με τους αδελφούς Χούρι, συμφερόντων των οποίων είναι ο Όμιλος CCC».
Από την έρευνα του «Βήματος» προκύπτει ότι μέλη της οικογένειας –ένα εκ των οποίων περιλαμβάνεται στην πρόσφατη μήνυση της πλευράς Καλογρίτσα- συνδέονται με την εταιρεία Al-Julanar SA, στους λογαριασμούς της οποίας βρίσκονταν 16,3 εκατομμύρια δολάρια, όπως αποκαλυπτόταν από τα στοιχεία της Λίστας Λαγκάρντ.
Πολλές… συμπτώσεις και μία αποκάλυψη
Φαίνεται, λοιπόν, ότι μία σειρά αναπάντεχων «συμπτώσεων» ηθικού πλεονεκτήματος ενέπλεξαν τον Νίκο Παππά με πρόσωπα μεγάλου οικονομικού διαμετρήματος, τα οποία ήταν αντικείμενο ελέγχου λόγω της εμπλοκής τους στη λίστα που είχαν παραδώσει οι γαλλικές αρχές στις ελληνικές.
Παράλληλα όμως με τη φερόμενη συναλλαγή των 3 εκατομμυρίων για το διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών και τη μεσολάβηση του Νίκου Παππά, το in.gr αποκαλύπτει ότι «έτρεχε» και μία άλλη υπόθεση, διεθνούς ενδιαφέροντος, για την οποία είχαν ξεκινήσει έρευνες από τις βρετανικές και τις αμερικανικές αρχές και είχε προεκτάσεις και στην Ελλάδα. Ωστόσο, παρά τον θόρυβο που είχε προκληθεί σε αρκετές περιοχές του πλανήτη, αυτή δεν φαίνεται να απασχόλησε ποτέ τη χώρα μας.
Η αρχή είχε γίνει τον Μάρτιο του 2016 με τη δημοσίευση δημοσιογραφικής έρευνας από μέσα ενημέρωσης στην Αυστραλία (The Age) και τις ΗΠΑ (Huffington Post) για τη Unaoil, μία εταιρεία με έδρα το Μονακό, που σύμφωνα με τις αποκαλύψεις «λάδωνε τον πλανήτη»
( https://www.theage.com.au/interactive/2016/the-bribe-factory/day-1/the-company-that-bribed-the-world.html).
Η δημοσιογραφική έρευνα βασίστηκε σε email και έγγραφα της εταιρείας που διέρρευσαν και έδειχναν πώς όμιλοι – κολοσσοί που δραστηριοποιούνταν στον πετρελαϊκό, κατασκευαστικό και άλλους κλάδους, συνδέονταν με τη Unaoil είχαν συναλλαγές ώστε να κερδίσουν έργα στη Μέση Ανατολή και σε άλλες περιοχές. Ανάμεσα τους κατονομάζονταν η Rolls Royce και η Siemens, η ιταλική εταιρεία ενέργειας Eni, η βρετανική πετρελαιοειδών Petrofac και αρκετές ακόμα. Στα έγγραφα της διαρροής περιλαμβάνονταν αναφορές και για τη CCC, συμφερόντων Χούρι.
Τι έφερε στο φως η έρευνα
Στο πρώτο «κύμα» δημοσιευμάτων τον Μάρτιο του 2016 που προκάλεσε την άμεση αντίδραση των βρετανικών ελεγκτικών αρχών, και συγκεκριμένα του Serious Fraud Office (Υπηρεσία Ελέγχου Σοβαρών Περιπτώσεων Απάτης), δεν είχε δοθεί μεγάλο βάρος στην εμπλοκή του ομίλου με έδρα την Ελλάδα.
Τον Ιούλιο του 2016, σε απόσταση μόλις λίγων εβδομάδων πριν από την φερόμενη συναλλαγή των 3 εκατομμυρίων για το διαγωνισμό τηλεοπτικών αδειών, έρευνα του βρετανικού περιοδικού Private Eye, η οποία επίσης βασίστηκε σε υλικό της διαρροής, εστίαζε στις συναλλαγές της CCC με τη Unaoil και την βρετανική εταιρεία πετρελαιοειδών Petrofac.
Συγκεκριμένα, στο ρεπορτάζ που δεν έχει δημοσιευθεί online, αναφερόταν ότι: «Δύο μεγάλοι χορηγοί του κόμματος των Συντηρητικών συνεργάστηκαν με την Unaoil, μια εταιρεία που ερευνάται για εκτεταμένη δωροδοκία, σε μια προσπάθεια να κερδηθεί έργο στη Μέση Ανατολή εμπλέκοντας εκατομμύρια δολάρια «εμπιστευτικών πληρωμών», σύμφωνα με email που διέρρευσαν. Οι Consolidated Contractors (CCC) που έχουν δώσει στους Συντηρητικούς 608.000 στερλίνες από το 2009 και η Petrofac, της οποίας ο ιδιοκτήτης Αϊμάν Ασφάρι και η σύζυγός του έχουν δώσει στους Συντηρητικούς 648.000 στερλίνες από το 2009, συνεργάστηκαν με την Unaoil από το 2005 και μετά, σύμφωνα με email της εταιρείας που περιλαμβάνονται σε έναν τεράστιο όγκο αρχείων που διέρρευσαν στην αυστραλιανή εφημερίδα The Age φέτος και κοινοποιήθηκαν στο Private Eye».
Στην έρευνα του βρετανικού περιοδικού επισημαινόταν ότι η εμπλοκή της πετρελαϊκής Petrofac με τη Unaoil είχε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενα δημοσιεύματα βασισμένα στη διαρροή. «Ωστόσο, η από κοινού συνεργασία της Unaoil με τη CCC και την Petrofac δεν έχει προηγουμένως αναφερθεί» έγραφε τον Ιούλιο του 2016 ο δημοσιογράφος Σόλομον Χιούτζες.
H Unaoil διοικούνταν από την οικογένεια πολυεκατομμυριούχων Αχσάνι. Σύμφωνα με το Private Eye, ο Σάιρους Αχσάνι της Unaoil και ο Πίτερ Γουόρνερ, στέλεχος της Petrofac, αντάλλαξαν το 2005 ένα συμβόλαιο: η Unaoil προσέφερε στην Petrofac «υπηρεσίες σε θέματα μηχανολογίας» στη Μέση Ανατολή έναντι έξι εκατομμυρίων δολαρίων. Τα έγγραφα αναφέρονται σε εργασίες τόσο για την πετρελαϊκή Kuwait Oil Company όσο και για το τεράστιο εργοστάσιο φυσικού αερίου Kauther στο Ομάν. Λίγο καιρό αργότερα η Petrofac κέρδισε μεγάλα συμβόλαια στο εργοστάσιο Kauther.
Δύο χρόνια μετά, το 2007, ο Πίτερ Γούρνερ από την Petrofac έστειλε μήνυμα σε στέλεχος της Unaoil αναφέροντας: «Θα συζητήσω επίσης μαζί σας ορισμένες εμπιστευτικές πληρωμές που πρέπει να κάνω στη CCC πιθανότατα σε απόσταση δύο μέτρων. Θα φτιάξω κάποια έγγραφα για αυτό όταν επιστρέψω στο γραφείο και θα σας τα στείλω για να τα δείτε». Σε άλλα μηνύματα φαινόταν ότι τα «δύο μέτρα» ήταν κωδικός για πληρωμές δύο εκατομυρίων δολαρίων.
Ο Πίτερ Γουόρνερ της Petrofac έστειλε στη συνέχεια στην Unaoil μία σχεδόν έτοιμη σύμβαση μεταξύ της Unaoil και της CCC που «αντικατόπτριζε» τη σύμβαση Petrofac-Unaoil. Επιπλέον έκανε αναφορά σε «τέσσερα τιμολόγια που καλύπτουν δύο μέτρα για τέσσερις μήνες». Τα τιμολόγια αυτά αφορούσαν πληρωμές δύο εκατομμυρίων δολαρίων από την Unaoil στην CCC. «Η Petrofac πλήρωσε την Unaoil έξι εκατομμύρια δολάρια για βοήθεια σε δουλειά στη Μέση Ανατολή. Στη συνέχεια, η Unaoil πλήρωσε τη CCC δύο εκατομμύρια δολάρια σε “εμπιστευτικές πληρωμές” εκ μέρους της Petrofac» επισημαίνει το Private Eye στην έρευνά του τον Ιούλιο του 2016.
Οι τραπεζίτες της Unaoil, η Citi bank, ζήτησαν τη «σχέση και σκοπό» αυτών των πληρωμών από την Unaoil στην CCC. Μέλος της οικογένειας Αχσάνι τους είπε να προχωρήσουν με τις πληρωμές επειδή «η CCC είναι μία διεθνής κατασκευαστική με καλή φήμη και έδρα την Ελλάδα. Έχουν εκτελέσει τεχνικές υπηρεσίες ως υπεργολάβος για εμάς για ένα έργο στο Κουβέιτ και αυτή η μεταφορά αποτελεί μέρος της πληρωμής τους».
Όπως αναφέρεται στην έρευνα του βρετανικού περιοδικού «το Private Eye ρώτησε τη CCC εάν αυτές οι εμπιστευτικές πληρωμές ήταν παράνομες πληρωμές ή δωροδοκίες, όπως φαίνεται να είναι και άλλες πληρωμές της Unaoil. Δεν απάντησαν».
Από τα κεντρικά στην Ελλάδα
Το in.gr έλαβε γνώση των στοιχείων των συγκεκριμένων τιμολογίων που εξέδωσε η CCC για τις «εμπιστευτικές πληρωμές» των «δύο μέτρων», όπως αναφέρονται στα emails που διέρρευσαν. Όπως φαίνεται αυτά εκδόθηκαν από τα κεντρικά του ομίλου στην Ελλάδα, ενώ η υπογραφή που φέρουν είναι μέλους της οικογενείας Χούρι. Πρόσωπο με το ίδιο ακριβώς όνομα περιλαμβάνεται στα στοιχεία που διέρρευσαν από την HSBC μέσω του Ερβέ Φαλσιανί. Όπως φαίνεται στα στοιχεία Φαλσιανί, το συγκεκριμένο πρόσωπο συνδέεται με την εξωχώρια εταιρεία Woodpine Global Assets Limited, ενώ μία από τις διευθύνσεις επικοινωνίας που δηλώνεται είναι η έδρα της CCC στην Ελλάδα.
Με τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για τη Unaoil η βρετανική Υπηρεσία Ελέγχου Σοβαρών Περιπτώσεων Απάτης (SFO), ξεκίνησε ανάμεσα σε άλλες υποθέσεις και έρευνα για την πετρελαϊκή Petrofac, που έχει έδρα στη Βρετανία. Όπως ανέφεραν στο in.gr πηγές με γνώση της υπόθεσης, το SFO δεν θα μπορούσε να εμβαθύνει στο σκέλος που αφορά τη CCC, καθώς η έδρα της είναι στην Ελλάδα και το θέμα άπτεται των αρμοδιοτήτων των ελληνικών αρχών. Κατά την εξέλιξη των βρετανικών ερευνών στην υπόθεση της Petrofac, τον Μάιο του 2017 ανακοινώθηκε ότι απομακρύνεται στέλεχος το οποίο είχε σχέση με το σκάνδαλο Unaoil. Στην Ελλάδα όμως δεν φαίνεται να έχουν υπάρξει κάποιες αντίστοιχες έρευνες για τη συγκεκριμένη υπόθεση μεταξύ Petrofac-Unaoil-CCC.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Καθημερινής», τον Μάρτιο του 2015 ο ΟΟΣΑ κοινοποίησε στην Ελλάδα στοιχεία για «ελληνική κατασκευαστική εταιρεία» που φερόταν «να έχει δωροδοκήσει με 350.000 ευρώ αξιωματούχους του υπουργείου Συγκοινωνιών της κυβέρνησης του Ομάν για να κερδίσει έναν τοπικό διαγωνισμό». Τα στοιχεία, σύμφωνα με την εφημερίδα, παραπέμφθηκαν στην εισαγγελέα Διαφθοράς Πόπη Παπανδρέου που διέταξε έλεγχο για το κατά πόσο είχαν παραβιαστεί διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας. Όπως ανέφερε το σχετικό δημοσίευμα, «ο φορολογικός έλεγχος δεν απέδωσε το παραμικρό αποτέλεσμα και έκλεισε από τις φορολογικές αρχές, αλλά η έναρξή του ήταν σχετικά πρόσφατη όταν προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες».
Η συγκεκριμένη υπόθεση χρηματισμού αφορούσε πρώην υπουργό Εμπορίου του Ομάν που ήταν μέτοχος του παραρτήματος της CCC στη χώρα, και ο οποίος καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης τον Μάιο του 2013 επειδή είχε δωροδοκήσει αξιωματούχο για να βοηθήσει τη CCC να κερδίσει συμβόλαιο σε σχέση με το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας Μουσκάτ.
Ο επικεφαλής μάνατζερ του παραρτήματος της CCC στο Ομάν επίσης φυλακίστηκε στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης. Όμως αυτή η υπόθεση δεν έχει σχέση με τις αποκαλύψεις για τη διασύνδεση Petrofac-Unaoil-CCC και τα «δύο μέτρα» εμπιστευτικών πληρωμών για το «πρότζεκτ στο Κουβέιτ», τα οποία όπως φαίνεται δεν απασχόλησαν τις ελληνικές αρχές.
Σημειώνεται ότι οι εν λόγω αποκαλύψεις ξεκίνησαν μόλις λίγες ημέρες πριν από τη φερόμενη διαμεσολάβηση του Νίκου Παππά για τη «σύμπραξη» Χούρι-Καλογρίτσα και τη συναλλαγή των 3 εκατομμυρίων ευρώ.