Υπό κανονικές συνθήκες τα πράγματα θα ήταν έτοιμα για την ολοκλήρωση μιας μακράς διαπραγμάτευσης που τήρησε τις σχετικές παραδόσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμη και εάν επρόκειτο να περιλάβει πρώτα μια εικόνα «αδιεξόδου» πριν τη «λυτρωτική» τελική λύση στο τέλος της Συνόδου και την απαραίτητη συνέντευξη Τύπου όπου τα χαμόγελα των ηγετών θα αντισταθμίζουν την εμφανή τους κούραση.
Μόνο που αυτή τη φορά υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι τα πράγματα δεν θα κυλήσουν με βάση αυτού του είδους την πολιτική χορογραφία και είναι πιθανό να υπάρξει και νέα εμπλοκή, την ώρα που αρκετές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, αναμένουν εναγωνίως να εντάξουν στο σχεδιασμό τους τα σχετικά ποσά.
Η συμβιβαστική πρόταση
Η πρόταση του Σαρλ Μισέλ, προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που αποτυπώνεται και στο αρχικό προσχέδιο συμπερασμάτων του συμβουλίου, και η οποία δόθηκε σε αδρές γραμμές και στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα και η οποία αντανακλά ένα ευρύτερο φάσμα συνεννοήσεων σε διάφορα επίπεδα φαινόταν να καλύπτει διάφορες ενστάσεις που μπορεί να είχαν διατυπωθεί και να απαντάει στις αντιρρήσεις των «τεσσάρων φειδωλών», δηλαδή των χωρών που αντιτίθενται στο να πάρει μεγάλα μέτρα στήριξης η ΕΕ, χωρίς εγγυήσεις ότι στο τέλος δεν θα πληρώσουν το λογαριασμό οι φορολογούμενοι.
Τα ποσά που πάνε για το ταμείο ανάκαμψης και θα αντληθούν με δανεισμό της Επιτροπής από τις αγορές είναι πεπερασμένα και δεν διαμορφώνουν συνθήκη «αμοιβαιοποίησης» κινδύνου. Δεν θα δοθούν στο σύνολό τους ως επιχορηγήσεις αλλά σημαντικό μέρος τους θα είναι δάνεια. Ο σχεδιασμός κάθε χώρας ως προς την αξιοποίηση αυτών των κονδυλίων θα περνάει από διαδικασία έγκρισης από τα ευρωπαϊκά όργανα. Οι παράμετροι με βάση τις οποίες θα κατανεμηθεί και το πρώτο μέρος του προγράμματος, για την πρώτη διετία 2021-2022, και το δεύτερο, για το 2023, έχουν τροποποιηθεί, ώστε να μην ευνοούν μόνο τις χώρες με μεγάλη ανεργία τα προηγούμενα χρόνια. Ο προϋπολογισμός της ΕΕ (το Πολυετές Χρηματοοικονομικό Πλαίσιο) μειώθηκε ελαφρά, προβλέπονται επιστροφές σε ορισμένες χώρες που είναι «καθαρές συνεισφέρουσες» και ρητά προβλέπεται ότι δεν θα αναθεωρηθεί στο μέσο της διαδρομής του.
Την ίδια ώρα η πρόταση φαίνεται να έχει και τη σαφή υποστήριξη όχι μόνο του Νότου και της Γαλλίας (που εξαρχής υποστήριξε την ανάγκη ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης), αλλά και της Γερμανίας με την καγκελάριο Μέρκελ να έχει πάρει σαφή θέση υπέρ της πρότασης, σε μια εμφανή μετατόπιση από την παραδοσιακή γερμανική δυσπιστία απέναντι σε τέτοια μέτρα.
Μόνο που όπως έχει φανεί σε διάφορες στιγμές τα τελευταία χρόνια, πιο πρόσφατα με τη δυστοκία στη διαμόρφωση της σύνθεσης της τρέχουσας Επιτροπής, τα πράγματα στην Ευρώπη δεν μπορούν να περιγραφούν ακριβώς ως «κανονικές συνθήκες».
Γιατί υπάρχουν τόσες αντιρρήσεις
Οι αντιρρήσεις στην ΕΕ αποτυπώνουν τόσο βαθύτερες διαιρετικές γραμμές όσο και συγκυριακά προβλήματα.
Καταρχάς, έχει διαμορφωθεί με τα χρόνια ένα ισχυρό μπλοκ που κατεξοχήν βλέπει με εχθρότητα μεγάλες πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ενδοευρωπαϊκή αναδιανομή. Παρότι, η εχθρότητα απέναντι στην «αμοιβαιοποίηση του κινδύνου» και τη «μεταβιβαστική ένωση» υπήρξε κατεξοχήν γερμανική θέση, πλέον την υποστηρίζει ακόμη πιο ένθερμα ένα ευρύτερο μπλοκ χωρών.
Αυτές είναι είτε χώρες με χαρακτηριστικά «ευρωπαϊκού Βορρά», δηλαδή εύρωστες οικονομίες, χαμηλό χρέος, αντίληψη οικονομικού φιλελευθερισμού και θεώρηση της Ένωσης κυρίως ως συνδυασμού ζώνης ελεύθερου εμπορίου και ενιαίου νομισματικού χώρου, είτε χώρες της διεύρυνσης με έμφαση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τη χαμηλή φορολογία και την προσέλκυση επενδύσεων. Μάλιστα, σε ορισμένες χώρες της διεύρυνσης η αντίληψη για μια «ισχνή» ολοκλήρωση έχει να κάνει και με το γεγονός ότι δεν επιθυμούν παρεμβάσεις στο εσωτερικό τους σε σχέση με τις παραβιάσεις του κράτους δικαίου τις οποίες διαπράττουν, ή ακόμη και τις αυταρχικές εκτροπές τους εάν σκεφτούμε και το παράδειγμα της Ουγγαρίας.
Για όλες αυτές τις χώρες η ΕΕ δεν πρέπει να προχωρήσει σε πολιτικές βαθύτερης ενοποίησης με όρους αλληλεγγύης και μεταφοράς εισοδήματος σε μεγάλη κλίμακα και κυρίως να επικεντρωθεί σε κοινούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας και απελευθέρωσης αγορών. Κατεξοχήν χώρα που επιμένει σε μια τέτοια κατεύθυνση, η Ολλανδία, χώρα με υψηλή παραγωγικότητα, υψηλό ΑΕΠ και χαμηλό χρέος, που ούτως ή άλλως μπορεί να καλύψει με δανεισμό τα έκτακτα μέτρα για την οικονομική κρίση, χωρίς αυτό να σημαίνει υπερχρέωση.
Σε αυτό προστίθεται και μια άλλη παράμετρος. Σε μια σειρά από χώρες ως απάντηση στις λαϊκιστικές και εθνικιστικές φωνές ιδίως τα κεντροδεξιά κόμματα εδώ και αρκετά χρόνια έχουν υιοθετήσει τη μυθολογία ότι «προστατεύουν τους φορολογουμένους» τους. Μικρή σημασία έχει ότι ακόμη και η μέγιστη «καθαρή συνεισφορά» δεν υπερβαίνει ένα πολύ μικρό κλάσμα του ΑΕΠ, ή ότι οι χώρες αυτές έχουν οφέλη από την ενιαία αγορά και την Ευρωζώνη. Το θέμα να φαίνεται ότι οι κυβερνήσεις δεν «ξοδεύουν λεφτά των φορολογουμένων» για τα χρέη του Νότου.
Η διαπραγμάτευση για τα χαρακτηριστικά της επιτήρησης
Όλα αυτά αναμένεται να κορυφωθούν σε μια αντιπαράθεση για τους όρους της επιτήρησης. Στο βαθμό που φαίνεται ότι υπάρχουν εγγυήσεις ότι τα ποσά που θα αντλήσει η Επιτροπή από τις αγορές είναι πεπερασμένα και αφού υπάρχει μια αναλογία δανείων και ενισχύσεων, το κρίσιμο ερώτημα θα είναι οι όροι για να μπορεί να αντλήσει ποσά και δάνεια από το ταμείο ανάκαμψης κάθε χώρας.
Από τη μια υπήρχε η άποψη που έλεγε ότι εξαιτίας των εκτάκτων συνθηκών δεν μπορούσαν να μπουν αυστηρές προϋποθέσεις, εφόσον το κριτήριο είναι η ταχεία επιστροφή στην ανάπτυξη. Ο αντίλογος ήταν ότι όλα αυτά πρέπει να συνοδεύονται από προγράμματα που ισοδυναμούν με Μνημόνια.
Μέχρι τώρα το σημείο συμβιβασμού είναι ότι οι επιχορηγήσεις θα δίνονται στη βάση της παρουσίασης ενός συνολικού σχεδίου από κάθε χώρα που θα πρέπει να τύχει θετικής γνώμης από την Επιτροπή και στη συνέχεια ενισχυμένης πλειοψηφίας από το Συμβούλιο, αν και η Ολλανδία δείχνει να επιμένει σε ομόφωνες. Το κλειδί θα είναι προφανώς και η πλειοψηφία (ώστε να αποφεύγεται η εμπλοκή ενός προγράμματος) και εάν θα υπάρξει μηχανισμός επιτήρησης, οπότε πρακτικά θα επιστρέφουμε στη λογική των Μνημονίων εφόσον τα κράτη μέλη δεν θα έχουν την «κυριότητα» των ασκούμενων πολιτικών.
Το αβέβαιο μέλλον της Ευρώπης
Όλα αυτά αποτυπώνουν και μια βαθύτερη δυσκολία στην ίδια τη λειτουργία της ΕΕ. Ουσιαστικά, αποτυπώνεται μια ταλάντευση ως προς το εάν μπορεί να λειτουργήσει ως ένα πεδίο αυξημένης ολοκλήρωσης που θα περιλαμβάνουν και πλευρές «πραγματικής σύγκλισης» και ικανότητα κοινής αντιμετώπισης κοινών προβλημάτων, ή εάν θα παραμείνει πρωτίστως μια ενιαία αγορά μαζί με μια νομισματική ένωση με συνδετικό στοιχείο τη δημοσιονομική πειθαρχία και την απελευθέρωση των αγορών. Η ταλάντευση αυτή προφανώς δεν είναι τωρινή και κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι κατεξοχήν διαπερνά την ίδια τη Γερμανία. Όμως, τώρα σε αντίθεση με το παρελθόν φαίνεται να μην αρκεί η γαλλογερμανική συνεννόηση για την επίλυση αντιθέσεων, την ώρα που πέραν των όποιων προσπαθειών συμβιβασμού απουσιάζει κάποιο συνολικότερο όραμα, όπως δείχνει και η διαρκής μετάθεση στο χρόνο της συζήτησης για το στρατηγικό μέλλον της Ένωσης.