24 Ιουλίου 2021: εορτασμός στην Τουρκία της πρώτης επετείου της επανισλαμοποίησης της Αγίας Σοφίας. Στην Ελλάδα οι ανά τόπους επετειακές εκδηλώσεις για τη συμπλήρωση των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης βρίσκονται στο απόγειό τους, εν μέσω καινούργιων απειλών για θερμότατα επεισόδια στο Αιγαίο και χλιαρότατων αντιδράσεων εκ μέρους εταίρων και ετέρων.
Ενας χρόνος πριν (24 Ιουλίου 2020): με μια θεαματική εμβληματική τελετή στο τζαμί, πλέον, της Αγίας Σοφίας και ύστερα από ένα διάλειμμα ογδόντα τριών ετών ιδεολογικού, κατά το δυνατόν, «εκσυγχρονισμού», η Τουρκία, έναν χρόνο πριν από τη 200ή επέτειο της ελληνικής επανάστασης, επιστρέφει σε έναν μεσαιωνικό θρησκευτικό και πολιτικό ιμπεριαλισμό: πλήρης απομάγευση του «μαγικού ρεαλισμού» που εδώ και πολλά χρόνια εξέθρεφε τις προσδοκίες όσων, ουκ ολίγων, είχαν εφησυχάσει ή έστω αναθαρρήσει – ενίοτε επιδεικνύοντας χλευαστική προς τους πιο επιφυλακτικούς αλαζονεία – από το θέαμα των υποτιθέμενων εκκοσμικευτικών πειραματισμών της Τουρκίας και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της.
Εν τω μεταξύ, η Τουρκία έχει επιτύχει, αβρόχοις ποσί, τη σχεδόν πλήρη εξάλειψη των ελληνογενών πληθυσμών της (θυμίζω το πογκρόμ τους στα Σεπτεμβριανά του 1955 και τις απελάσεις το 1964-1965) και τον εποικισμό της Β. Κύπρου. Αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι, άραγε, η κατάργηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την ανοχή εταίρων και ετέρων;
24 Ιουλίου 1974: αρχή της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα.
24 Ιουλίου 1923: υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.
24 Ιουλίου 1879: θάνατος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ποιητή και πολιτικού, υπέρμαχου της ένωσης των ιονίων νήσων με την Ελλάδα και εκφραστή του εθνικιστικού δόγματος της Μεγάλης Ιδέας. Γνωστότερο στο ευρύ κοινό το ποίημά του για τον Γρηγόριο Ε’, που απήγγειλε το 1872 με αφορμή τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα τού Πατριάρχη στον περίβολο του Πανεπιστημίου.
24 Ιουλίου 1825: οι εκπρόσωποι των Ελλήνων αιτούνται την «προστασία» της Γηραιάς Αλβιώνος, αφήνοντας, προσωρινά, κατά μέρος τις επιδιώξεις τους ίδρυσης ανεξάρτητου κράτους.
Ο σύντομος αυτός χρονολογικός πίνακας, παρά την ομολογουμένως αυθαίρετη – ή, ορθότερα, βάσει της αρχής της αντικειμενικής τυχαιότητας (hasard objectif) – σύστασή του, προσφέρεται εδώ σαν μικρογραφία όλου του φάσματος των περιπετειών, κινδύνων, επιδιώξεων, επιτυχιών και προοπτικών του ελληνικού κράτους τα τελευταία διακόσια περίπου χρόνια: από την αποικιοκρατία στον μεγαλοϊδεατικό ενθουσιασμό, από τη διακρατική συμφιλίωση στην επισφαλή «ειρήνη». Τους δύο αυτούς αιώνες το ελληνικό κράτος έχει, αναμφισβήτητα, διανύσει μια τεράστια απόσταση μέσα από διάφορες συμπληγάδες και έχει κερδίσει μια θέση σε όχι αμελητέες πολιτικοοικονομικές εταιρείες. Τον τελευταίο κυρίως χρόνο καλείται να ξεπεράσει και τον σκόπελο της νεομεσαιωνικής επιθετικότητας που αγριεύει και θεριεύει στα ανατολικά του σύνορα. Πρόκειται για το δυνάμει ακανθωδέστερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει μετά τη Μεταπολίτευση, εφόσον θα οδηγήσει και στον επαναπροσδιορισμό όχι μόνο διμερών σχέσεων με τη γείτονα, αλλά και των όποιων «συμμαχιών» του.
Η 24η Ιουλίου 2020 πρέπει να λειτουργήσει ως έναυσμα για την οριστική πια απομάγευση όσων για χρόνια βαυκαλίζονταν με το αφελέστατο επιχείρημα ότι οι προς τα δυτικά σύνορα της Τουρκίας εκτοξευόμενες απειλές την τελευταία δεκαετία προορίζονταν μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Την ανάγκη μιας τέτοιας απομάγευσης είχα εκφράσει σε άρθρο μου ήδη το 2016 («Περί εταίρων και ετέρων»), τρεις μήνες πριν από το πραξικόπημα στη γείτονα, όπου μεταξύ άλλων επεσήμανα ότι εκείνη θα έπραττε αυτά που κάνει τώρα, συμπεριλαμβανομένης και της εργαλειοποίησης του ανθρωπιστικού δράματος των προσφύγων και μεταναστών, για να ασκήσει πιέσεις στην Ευρώπη.
Για να μην έχουμε άλλα δράματα (στο εσωτερικό μας αυτή τη φορά), κάποια άλλη, π.χ., 24η Ιουλίου τα επόμενα χρόνια, η φετινή πρέπει να οδηγήσει τους ιθύνοντες (και με την ευκαιρία της επετείου του 2021 του χρόνου) να σκεφθούν συστηματικά και εις βάθος χρόνου την προοπτική και τους τρόπους αναδόμησης και ανασύστασης του εσωτερικού της χώρας (για τον έλεγχο του οποίου δεν υπάρχουν άλλοθι εξωτερικών συσχετισμών και τα παρόμοια), της λεγόμενης (ερημωμένης διακόσια χρόνια μετά την ελληνική επανάσταση) «επαρχίας», κυρίως στις ακριτικές περιοχές και στα βορειοανατολικά άκρα της.