Ερντογάν εναντίον Κεμάλ. Ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναζητά τη θέση του στην Ιστορία. Η επιλογή του είναι να αναμετρηθεί με τον Κεμάλ Ατατούρκ. Στόχος η σύγχρονη Τουρκία να επανασυνδεθεί με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να πρωταγωνιστήσει με όχημα τη θρησκεία στον μουσουλμανικό κόσμο. Η σταθερή επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια, με τη διαρκή κλιμάκωση της επιθετικής ρητορικής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και στελεχών της κυβέρνησής του δημιουργούν ερωτηματικά για το αν μία κυβέρνηση κεμαλιστών του CHP – και όχι μόνο – θα μπορούσε να δώσει εκτός από τη λύση στο εσωτερικό της Τουρκίας και διαφορετική στάση απέναντι στην Αθήνα, συμβάλλοντας σε εκτόνωση της έντασης.
Ωστόσο η μάχη Ερντογάν – κεμαλιστών όπως αποδεικνύει η Ιστορία δεν αφορά τα ελληνοτουρκικά. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 έγινε με πρωθυπουργό τον Μπουλέντ Ετσεβίτ. Ο «πρωθυπουργός της Εισβολής», όπως έχει μείνει στην Ιστορία ήταν ο διάδοχος του Ισμέτ Ινονού στο κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP). Οταν οι δυνάμεις του Αττίλα εισέβαλαν στην Κύπρο στην κυβέρνηση Ετσεβίτ συμμετείχε και το κόμμα του ισλαμιστή Νετσμετίν Ερμπακάν, από το οποίο προέρχεται ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η κρίση του Σισμίκ, που έφερε Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα ένοπλης σύγκρουσης το 1987, σημειώθηκε επί πρωθυπουργίας Τουργκούτ Οζάλ, ενός καθαρά φιλοαμερικανού πολιτικού, οπαδού της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και ξεκάθαρου υπέρμαχου του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Αλλά και η κρίση των Ιμίων το 1996 με πρωθυπουργό την Τανσού Τσιλέρ και κυβέρνηση του κόμματος Ορθού Δρόμου, στήθηκε με την εξουσία να έχει ένα κόμμα δεξιό και συντηρητικό, αλλά επίσης με κοσμικό προσανατολισμό.
Προσέγγιση
Η επαναπροσέγγιση Ελλάδας – Τουρκίας, έγινε το 1999 μετά τους μεγάλους σεισμούς, με τον Ετσεβίτ για μία ακόμα φορά στο τιμόνι της γείτονος και υπουργό Εξωτερικών τον Ισμαήλ Τζεμ. Τότε ξεκινά η αποκαλούμενη «προσέγγιση Ελλάδας – Τουρκίας», με τη «διπλωματία των σεισμών», να δημιουργεί προσδοκίες για αλλαγή σελίδας. Χαμηλούς τόνους διατήρησε επισήμως και ο Ερντογάν.
Χαρακτηριστική η δήλωση του Αχμέτ Νταβούτογλου, όταν ανέλαβε ΥΠΕΞ της Τουρκίας το 2009 ο οποίος δήλωνε ότι η Αγκυρα επιθυμεί «μία πολιτική μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονές της. Θέλουμε να έχουμε εξαιρετικές σχέσεις με αυτούς και το καλύτερο παράδειγμα είναι η Ελλάδα». Μία πολιτική που διήρκεσε σχεδόν όσο το «τουρκικό οικονομικό θαύμα». Η οικονομική κρίση στην Τουρκία ανέδειξε την ανάγκη για τόνωση του εθνικιστικού αισθήματος, με τα σχέδια της «Γαλάζιας Πατρίδας», την κλιμάκωση της επιθετικής ρητορικής και την επιβεβαίωση ότι η Τουρκία δεν παραιτείται από τις διεκδικήσεις της.
Ωστόσο στα θέματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές διαφορές, η αντιπολίτευση είναι στην ίδια και πιο σκληρή γραμμή από τον Ερντογάν, ασκώντας μάλιστα και κριτική στην κυβέρνηση για «απραξία» και απεμπόληση δικαιωμάτων στο Αιγαίο.
Ο επικεφαλής του CHP, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου κατηγόρησε τον Ερντογάν για την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 2017, γιατί δεν αντέδρασε στις δηλώσεις για τη Συνθήκη της Λωζάνης και «γιατί δεν ρώτησε για τα 18 νησιά; Σε εκείνα τα νησιά υπάρχουν 5.000 έλληνες στρατιώτες».
Η τουρκική εξωτερική πολιτική σε βάθος δεκαετιών αποδεικνύεται συνεπής και αμετακίνητη ανεξαρτήτως κυβερνήσεων. Εκμεταλλεύεται τα κενά και στέλνει σαφές μήνυμα μηδενικών υποχωρήσεων και μάλιστα σε περιόδους κρίσεων σταθερά επανέρχεται στην ένταση με την Ελλάδα, κάνοντας και ένα νέο βήμα κάθε φορά.